ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “DaDa” – ALICE COOPER
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1983
ΕΤΑΙΡΙΑ: Warner Brothers
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Bob Ezrin
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Alice Cooper
Κιθάρες/Μπάσο/Δεύτερα φωνητικά – Dick Wagner
Synthesizer/ Δεύτερα φωνητικά – Graham Shaw
Προγραμματισμός/Πλήκτρα/Τύμπανα/Κρουστά – Bob Ezrin
Τύμπανα – Richard Kolinda
Τύμπανα – John Anderson
Μπάσο – Prakash John
Επιπλέον δεύτερα φωνητικά – Karen Hendricks, Lisa DalBello
Ο Alice Cooper, που σύμφωνα με μία φήμη δεν πεθαίνει με τίποτα, δεν ήταν ποτέ ο καλλιτέχνης που θα μπορούσε να λείπει από την επικαιρότητα. Πρωτοπόρος στον χώρο του θεάματος γενικότερα, μετά το διπλό χτύπημα του 1971, με τα “Love it to death” και “Killer”, είχε εξελιχθεί σε rock star πρώτου μεγέθους, χτυπώντας στα ίσα μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι ROLLING STONES και οι LED ZEPPELIN, κυρίως στο κομμάτι των περιοδειών, όπου οι συναυλίες του ήταν οι μεγαλύτερες ατραξιόν της εποχής στις ΗΠΑ. Με την θεατρική, τραχιά φωνή του και ένα σόου βγαλμένο από τους ερπετοειδείς εφιάλτες του κόσμου, με σκηνικά που θα ζήλευε και το Broadway, γκιλοτίνες και ηλεκτρικές καρέκλες, φίδια, σπαθιά, μωρά-κούκλες και μπόλικο (ψεύτικο) αίμα είχε δίκαια ανακηρυχθεί ως ο πρωτεργάτης του ιδιώματος που σήμερα αποκαλούμε “shock rock”. Το κοινό του Alice Cooper απολάμβανε μία περσόνα που ακροβατούσε επιδέξια ανάμεσα στις ταινίες τρόμου, στο θέατρο, στην rock μουσική και στο μακάβριο.
Παρά το δυνατό ξεκίνημα και το καλλιτεχνικό του απόγειο με την πρώτη του προσωπική δουλειά (όχι σαν συγκρότημα Alice Cooper αλλά σαν σόλο Alice Cooper), το “Welcome to my nightmare” (1975), άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια φθοράς. Το εξαντλητικό πρόγραμμα και το ακραίο lifestyle του Alice, που ζούσε αυτό το ταξίδι όπως θα περίμενε κάποιος από έναν rock star των ‘70s, είχαν επιπτώσεις. Μέχρι και το “Lace and whiskey” (1977), ο οργανισμός του Alice είχε επιβαρυνθεί τόσο πολύ από την κατανάλωση αλκοόλ (πέρα από την χρήση ουσιών), που η περιοδεία για εκείνο το άλμπουμ βγήκε μετά βίας. Ο Cooper είχε πει παλιότερα ότι επειδή έκανε πάντα τα σόου του κρύβοντας το μεθύσι του, κανείς δεν συνειδητοποιούσε την έκταση του προβλήματός του. «Αλλά εσωτερικά το πάγκρεας και το συκώτι μου καταστρέφονταν», εξήγησε σε συνέντευξη του. «Ξύπνησα ένα πρωί και ξέρασα αίμα και έτσι ήξερα ότι είχε τελειώσει.. η γυναίκα μου τράβηξε το αυτί μου και είπε “το πάρτι τελείωσε”». Ο τραγουδιστής πήγε στο νοσοκομείο για απεξάρτηση και έκανε ένα πρώτο βήμα για την πλήρη αποκατάστασή του. Δυστυχώς, του πήρε λίγο παραπάνω από όσο πίστευε. Όπως δήλωσε και ο ίδιος σε συνέντευξη του, «δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος στον πλανήτη που να πίστευε ότι θα περάσουμε τα 30 χρόνια … στην πραγματικότητα … όταν έκλεισα τα 30, οι φίλοι μου μαζεύτηκαν και μου πήραν δώρο ένα αναπηρικό καροτσάκι!».
Το αλκοόλ μπορεί να μην διέλυσε τον Alice, αλλά μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 πάλευε με έναν ακόμα εφιάλτη, πραγματικό και άκρως εθιστικό. Στο έβδομο σόλο άλμπουμ του, “Zipper catches skin” (1982), ο Alice είχε εξοικειωθεί πολύ με την κοκαΐνη, συνδυασμός που ο τότε κιθαρίστας του, Dick Wagner, ο οποίος μάλιστα αποχώρησε στο μέσο των ηχογραφήσεων, χαρακτήρισε το άλμπουμ ως «εφιάλτη δημιουργημένο από ναρκωτικά». Σε αυτή την δουλειά, ο Alice προσπάθησε να πιάσει μουσικά το πνεύμα της εποχής, συνδυάζοντας το κλασικό rock, με το νέο και ανερχόμενο New Wave, κάτι που μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τους fans και οδήγησε την κυκλοφορία σε πλήρη εμπορική αποτυχία, τόσο, που απέτυχε να μπει στα πρώτα 200 άλμπουμ του Billboard, κάτι που είχε να συμβεί από το “Easy action” (1970). Ένα πενιχρό νο. 94 στα καναδικά charts ήταν η μόνη του συγκομιδή από αυτή την κυκλοφορία.
Όντας εν μέσω αυτού που σήμερα αποκαλείται η “blackout” περίοδος του (από την αμνησία που προκαλείται από την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών), ο Alice πάλευε τόσο με τους προσωπικούς του δαίμονες όσο και με την έλλειψη δημιουργικότητας, που τον είχε χτυπήσει ανελέητα. Δεν έκανε καν τον κόπο να βγει σε περιοδεία για το “Zipper catches skin” (και μέχρι σήμερα δεν έχει παίξει κανένα τραγούδι live από αυτό το άλμπουμ) και προχώρησε παρακάτω, πηγαίνοντας στον αυτόματο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για ένα ακόμα άλμπουμ με την δισκογραφική του εταιρεία Warner Bros. Κάπως έτσι έφτασε την άνοιξη του 1983 να μαζεύει τα κομμάτια του και να ανασυντάσσεται για να μπει στο στούντιο.
Αρχικά, ξαναέφερε τον κιθαρίστα Dick Wagner στην μπάντα του, που είχε φύγει στα sessions του “Zipper catches skin” και, ακόμα σημαντικότερο, τον παραγωγό Bob Ezrin, έναν σταθερό του συνεργάτη για χρόνια, μέχρι και το “Lace and whiskey” του 1977. Για την ιστορία, ο Καναδός Ezrin έχει γράψει ιστορία στον χώρο της παραγωγής, αφού, εκτός από τις δουλειές του με τον Alice Cooper, στην πιο επιτυχημένη περίοδο του από το “Love it to death” (1971) μέχρι το “Lace and whiskey” (1977), ενεπλάκη στο “Get your wings” (1974) των AEROSMITH, έκανε παραγωγή στο “Destroyer” (1976) των KISS που σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή, ανέλαβε το ντεμπούτο του Peter Gabriel (1977) όταν αυτός άφησε τους GENESIS για να κάνει προσωπική καριέρα και διετέλεσε συμπαραγωγός στο μνημειώδες “The wall” των PINK FLOYD, σε μία πολύ πλούσια καριέρα που κράτησε πάνω από τέσσερεις δεκαετίες.
Ο καλλιτέχνης ξεκίνησε να δουλεύει στον αυτόματο, συνεχίζοντας του πειραματισμούς στον ήχο του, στα Phase One Studios του Toronto και στα ESP Studios, στο Ontario του Καναδά. Έναν ήχο γεμάτο synthesizer, τεχνολογία και … υπολογιστές της εποχής, τους οποίους χρησιμοποίησε ο Ezrin για να γράψει τα ντραμς σε κάποια κομμάτια. Στην πραγματικότητα, μόνο τέσσερα από τα εννέα τραγούδια του νέου άλμπουμ είχαν κανονικούς ντράμερ, τον Γάλλο Richard Colinda και τον John Anderson. Για τις ηχογραφήσεις επιστρατεύθηκαν πολλοί και διάφοροι. Για παράδειγμα, τοπικοί μουσικοί όπως ο βραβευμένος στον Καναδά, Graham Shaw, στα synths και δεύτερα φωνητικά, θέση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν και η Lisa DalBello με την Karen Hendriks. Ο Dick Wagner έπαιξε και μπάσο εκτός από κιθάρα, πλην ενός τραγουδιού στο οποίο έπαιξε ο Prakash John, μπασίστας του Alice από την εποχή του “Welcome to my nightmare” έως και το “Lace and whisky”, αλλά και με τον Lou Reed παλιότερα. O Bob Ezrin, εκτός του ότι «έπαιξε» διάφορα στον υπολογιστή του έφερε και την κόρη του (συνεχίζοντας μία παράδοση που ήθελε τα παιδιά του να συμμετέχουν με κάποιο τρόπο στα άλμπουμ που έκανε παραγωγή) για να χαρίσει την φωνούλα της στην εισαγωγή του πρώτου τραγουδιού του νέου άλμπουμ. Το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στον δίσκο, το “DaDa”.
Στην Ιστορία της Τέχνης, ως “Dada” (ή “Dadaism” = «ντανταϊσμός») αναφέρεται αυτή η τεχνοτροπία των αρχών του 20ου αιώνα, κάτω από την ομπρέλα του λεγόμενου “avant-garde” (της «εμπροσθοφυλακής», τρόπον τινά), όπου οι καλλιτέχνες, σε αντίδραση προς τα πεπραγμένα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, απέρριπταν κάθε λογική και αισθητική της σύγχρονης τους καπιταλιστικής κοινωνίας, παραθέτοντας, σε αντίθεση, το παράλογο, αυτό που δεν έβγαζε ιδιαίτερο νόημα και μία αισθητική κατά της μπουρζουαζίας, ήτοι κατά των αστών και των γαιοκτημόνων. Στο βάθος, το εν λόγω κίνημα εναντιωνόταν στην βία, τον πόλεμο και τον εθνικισμό, προσεταιριζόμενο, κατ’ αντιστοιχία ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες του αριστερού ή άκρο-αριστερού πολιτικού χώρου. Το όνομα “Dada” θα μπορούσε να σημαίνει διάφορα, από τους απλούς ήχους που λέει ένα βρέφος στην επικοινωνία του (κάτι που όλα τα μωρά του κόσμου θα μπορούσαν να πουν – ανεξάρτητα από την εθνικότητα των γονιών τους), έως το γνωστό παιδικό παιχνίδι που είναι το αλογάκι που πάει μπρος-πίσω (“dada” είναι η ονομασία του παιχνιδιού στα γαλλικά). Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μία σύνδεση με την παιδικότητα και την απουσία νοήματος, που ξεπερνά τα έθνη και τα σύνορα.
Έχει αξία εδώ να πούμε ότι από τον «ντανταϊσμό» ξεπήδησε ο σουρεαλισμός, καλλιτεχνικό κίνημα του οποίου σημαντικότατος εκπρόσωπος υπήρξε ο προσωπικός φίλος του Alice Cooper, o Ισπανός Salvador Dali, μία αμφιλεγόμενη μορφή στον χώρο της τέχνης, όπως άλλωστε και ο Alice με το “shock rock” του. Tο εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, που σχεδιάστηκε από τον GIen McKenzie της “Pacific Eye & Ear”, είναι μία παραλλαγή στον πίνακα του Dali, «Σκλαβοπάζαρο με την προτομή του Βολταίρου που εξαφανίζεται» (“Slave market with the disappearing bust of Voltaire”), όπου αντί για την προτομή του Βολταίρου, εξαφανίζεται η μορφή του Alice.
Αυτό που ακούγεται στην αρχή εντυπωσιακά γνώριμο είναι η PINK FLOYDική ατμόσφαιρα, εξόχως δοσμένη από τον Ezrin, που τολμώ να πω ότι βρίσκω ένοχα απολαυστική, σε συνδυασμό με την τυπική μαύρη κωμωδία του Alice Cooper, που παίζει με ταμπού και ένοχα μυστικά, ζωγραφίζοντας την σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων.
Το άλμπουμ ξεκινάει με το ομώνυμο “DaDa”, γραμμένο από τον Bob Ezrin, που πρακτικά είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε έναν ψυχίατρο και τον ασθενή του. Από την αρχή, ο Alice δεν διστάζει να ρίξει τον ακροατή στα βαθιά, συνεχίζοντας με το “Enough’s enough”, ένα αρκετά ενοχλητικό τραγούδι, όπου ένα παιδί υποφέρει από την κακοποίηση από τον πατέρα του, μετά τον θάνατο της μητέρας του. Πολύ σκοτεινό τραγούδι, για γερά στομάχια. Ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία του “Former Lee Warmer”, μίας διασημότητας από το παρελθόν που ενδεχομένως να είναι ένα νεκροζωντανό πλάσμα. Στην αρχή, ο Wagner είχε δώσει τον τίτλο “Former Lee Warner”, με την κατανόηση πως αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ του Alice με την Warner Brothers. Ο ήρωας εδώ, αρκετά αυτοβιογραφικός για τον Alice, είναι ένα άτομο απογοητευμένο, ονειροπαρμένο με την παλιά του δόξα που αναζητά τη λύτρωση και τη σύνδεση με τον πραγματικό του εαυτό, υπογραμμίζοντας την αντίθεση μεταξύ της προσεκτικά δημιουργημένης δημόσιας εικόνας και του πραγματικού προσώπου που κρύβεται κάτω από την περσόνα, ρίχνοντας φως, παράλληλα, στις θυσίες που έγιναν στο όνομα της φήμης. Λίγο πιο εύθυμο με την αστεία σεξουαλική ιστορία του “No man’s land”, όπου μία κοπέλα, κυνηγώντας ένα φαντασιακό φετίχ της, κάθεται στα πόδια ενός Άγιου Βασίλη στο εμπορικό κέντρο και του ζητάει να της κάνει διάφορα, ενώ πενήντα παιδάκια γκρίνιαζαν στην ουρά και οι μανάδες τους διαμαρτυρόντουσαν. Την πρώτη πλευρά του άλμπουμ κλείνει το “Dyslexia”, που με κάποιο τρόπο κολλάει στο μυαλό, αν και με όχι και τόσο επιτυχημένη γραφή στους στίχους, περασμένους μέσα από ένα New Wave φίλτρο.
Το “Scarlet and Sheeba” που ακούγεται στην έναρξη της δεύτερης πλευράς, που είναι εμπνευσμένο από ανάφτρες σερβιτόρες, μιλάει για δύο γυναίκες οι οποίες βασανίζουν τον αφηγητή με τα τερτίπια τους. Με ένα αρκετά «ανατολίτικο» σόλο στην κιθάρα, θα μπορούσα να το φανταστώ και σε ένα άλμπουμ των BLUE OYSTER CULT. Στην συνέχεια ακούμε το single του άλμπουμ, το “I love America”, επίτηδες «ανόητο», που βρίσκει τον Alice να σατιρίζει, μέσω του αφηγητή που είναι ένας πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τον εαυτό του, τη χώρα του, τον καπιταλισμό, τον μισογυνισμό, την κυβέρνηση και τον πόλεμο, σε μία άκρως αριστοφανική εκδοχή. Προτελευταίο στο άλμπουμ έρχεται το βαμπιρικό “Fresh blood”, που μιλάει για έναν κυνηγό της νύχτας που ζητάει απεγνωσμένα φρέσκο αίμα τα βράδια. Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος, με το “Pass the gun around”, ίσως το πιο ανατριχιαστικά κυριολεκτικό τραγούδι του “DaDa”. Και αυτό γιατί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που βίωνε τότε ο Alice. Θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο μια κραυγή για βοήθεια από έναν χαρακτήρα που απαιτεί βότκα για να ξεκινήσει τη μέρα του και αιμορραγεί από τα μάτια του λόγω των ουσιών στον οργανισμό του, πράγματα που συνέβησαν όντως στον Alice εκείνη την εποχή. Χωρίς να περάσει πολλή ώρα στο τραγούδι, αλλάζει σε πρώτο πρόσωπο, θρηνώντας ότι «δεν νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω άλλο» και εκλιπαρεί κάποιον να τον βγάλει από τη μιζέρια του. Ο πυροβολισμός στο τέλος του τραγουδιού λυτρώνει τον ήρωα της ιστορίας.
O Alice, σε κατοπινή του συνέντευξη, είπε ότι το “DaDa”, ήταν το σκοτεινότερο άλμπουμ που κυκλοφόρησε στην καριέρα του. Αφού κυκλοφόρησε, 40 χρόνια πριν, τέλη Σεπτεμβρίου του 1983 και πήγε κατευθείαν «κουβά» – αποτυγχάνοντας να μπει στα chart των ΗΠΑ και μετά βίας πέρασε στα βρετανικά (νο. 93) – ο τραγουδιστής μπήκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου για δεύτερη φορά εισήχθη σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης, ενώ για περιοδεία προς στήριξη του άλμπουμ ούτε λόγος. Κάπου εκεί ήρθε και το τέλος μίας ολόκληρης εποχής, (συμπεριλαμβανομένης και της “blackout» περιόδου του) όπως τα άλμπουμ του με την Warner Brothers, η συνεργασία του με τον Wagner και τον Ezrin (που δεν θα επέστρεφε, σε δουλειά του Alice Cooper μέχρι το 2011). Ρεαλιστικά, η δισκογραφική του δεν περίμενε ότι θα έβγαζε ποτέ άλλο άλμπουμ, ακόμα και πριν την κυκλοφορία του “DaDa” και ήταν καθόλα προετοιμασμένη να διακόψει την συνεργασία τους. Αφού ο καλλιτέχνης συνήλθε, έκανε ένα αρκετά μεγάλο διάλλειμα και, έπειτα, για πρώτη φορά μετά το 1968, βγήκε σε αναζήτηση νέου δισκογραφικού συμβολαίου. Η επόμενη δουλειά του θα έβγαινε μετά από τρία ολόκληρα χρόνια, αφού είχε καθαρίσει και είχε αναγεννηθεί στον χώρο του metal, ενώ το “DaDa” θα κλειδωνόταν σε κάποιο χωροχρονικό μπαούλο μαζί με τα δύο προηγούμενα, τα “Special Forces” (1981) και “Zipper catches skin” (1982).
Ο Alice Cooper μας είχε βάλει μέσα στον εφιάλτη του το 1975, αλλά ίσως το “DaDa”, σε ένα πιο προσεκτικό αυτί, μπορεί να είναι ο μόνος δίσκος του που θα μπορούσε πραγματικά να προκαλέσει αυτό τον εφιάλτη. Ο καλλιτέχνης συνδυάζει τη σκοτεινή διάθεση με σκοτεινό χιούμορ, σε ένα άλμπουμ που περιμένει σκονισμένο κάπου στην άκρη της δισκογραφίας του Alice Cooper να το ξανακούσετε.
ΥΓ: Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Κουζήγιαννη, τον πλέον ειδικό στον καλλιτέχνη και άνθρωπο Alice Cooper, για τις πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά με την ιστορία του “DaDa”.
Κώστας Τσιρανίδης