Με τον ήλιο να δύει πάνω από την Πλατεία Νερού, το Σάββατο 7 Ιουνίου 2025 γράφτηκε άλλη μια σημαντική σελίδα στην ιστορία της metal σκηνής της Ελλάδας. Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα των AVENGED SEVENFOLD στη χώρα μας, έγινε στο Release Athens Festival, και το κοινό, περίμενε με πάρα πολύ μεγάλη ανυπομονησία να τους υποδεχθεί — ήταν διψασμένο. Πριν όμως ο ήχος των riff και η υπαρξιακή ένταση του νέου τους υλικού πλημμυρίσουν την αθηναϊκή νύχτα, τη σκηνή ανέλαβαν οι PALAYE ROYALE, το καλλιτεχνικά εκρηκτικό glam punk τρίο που τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε cult αγαπημένο όνομα της νεότερης γενιάς, με πολύ μεγάλη επιτυχία στη χώρα μας.
Η εμφάνισή τους δεν ήταν αυτή ενός απλού support σχήματος. Ήταν ένα performance με κάθε έννοια της λέξης, ένα κράμα θεατρικότητας, εφηβικής αγωνίας και ακατάπαυστης ενέργειας. Ο Remington Leith, με το γνώριμο θεατρικό του στυλ, κινήθηκε σαν παρανοϊκός μαέστρος, χοροπηδώντας, ουρλιάζοντας και αλληλοεπιδρώντας μανιασμένα με το κοινό. Άλλοτε ανεβαίνοντας στις μεταλλικές κατασκευές στης σκηνής, άλλοτε κάνοντας crowd surfing επιβιβασμένος σε μία φουσκωτή βάρκα, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα αμεσότητας και ενθουσιασμού με τους παρευρισκόμενους. Την ίδια στιγμή, ο κιθαρίστας Sebastian Danzig ανέβαινε στα monitors και ενθάρρυνε το πλήθος να συμμετέχει, ενώ ο ντράμερ Emerson Barrett χάραζε δυναμικά τον ρυθμό στα τύμπανα. Η χημεία μεταξύ των τριών μελών ήταν εμφανής καθ’ όλη τη διάρκεια, δημιουργώντας συνολική σκηνική παρουσία καθηλωτική για τους παρευρισκόμενους.
Δεν ήταν όλοι εξοικειωμένοι με τον ήχο τους, αλλά ως την τρίτη νότα είχαν ήδη κερδίσει το ενδιαφέρον ακόμη και των πιο παραδοσιακών metalheads. Η ακατέργαστη ενέργεια και το ειλικρινές πάθος τους τους έκαναν όχι απλώς ένα αξιοπρεπές opening act, αλλά μέρος της εμπειρίας.
Όταν τα φώτα έσβησαν στις 21:15, μια αίσθηση ιεροτελεστίας απλώθηκε, και στην οθόνη εμφανίστηκαν αφηρημένα ψηφιακά visuals, γεμάτα αναφορές στη θεματολογία του νέου δίσκου των AVENGED SEVENFOLD, “Life Is But a Dream…”. Ο ήχος που ακολούθησε δεν ήταν μόνο μουσική· ήταν σχεδόν μια «εισβολή αισθήσεων». Με το “Game Over” να ανοίγει το set, έγινε άμεσα σαφές πως αυτή δεν θα ήταν μια απλή συναυλία. Ήταν ένα ενορχηστρωμένο concept, ένα αφήγημα που κυλούσε ανάμεσα σε concept για τον θάνατο, την ταυτότητα, τη συνείδηση και την τεχνητή ύπαρξη. Ο M. Shadows βγήκε στη σκηνή φορώντας μια μάσκα του σκι, που έγραφε WE LOVE YOU… NOBODY, και κάθισε σε μια καρέκλα, σαν αφηγητής ενός σκοτεινού παραμυθιού, χωρίς υπερβολές, με αυτοπεποίθηση και στοχευμένο βλέμμα προς κάθε ψυχή στο πλήθος. Φωνητικά ήταν ισορροπημένος: λιγότερο ωμός, περισσότερο ελεγχόμενος, εξυπηρετώντας τον αφηγηματικό χαρακτήρα του υλικού. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισης παρέμεινε επικοινωνιακός με το κοινό, όχι με υπερβολές εντυπωσιασμού, αλλά με ωριμότητα.
Η μπάντα ήταν κουρδισμένη στην εντέλεια!!! Οι Synyster Gates και Zacky Vengeance “στήριζαν” μια κιθαριστική βάση που άλλαζε διαρκώς μορφή – από κλασικές metal μελωδίες, σε prog ψήγματα και jazz fusion εμπνεύσεις. Ο Synyster Gates απέδωσε κάθε solo με χειρουργική ακρίβεια και φαντασία, συνδυάζοντας τη δεξιοτεχνία με το λυρισμό. Δίπλα του, ο Zacky Vengeance λειτουργούσε σαν ρυθμικό αντίβαρο, πλέκοντας τις μελωδικές γραμμές με τεχνική σταθερότητα. Ο Johnny Christ στο μπάσο κινήθηκε διακριτικά αλλά καθοριστικά, δίνοντας στιβαρότητα σε κάθε αλλαγή ταχύτητας. Ο Brooks Wackerman, στα τύμπανα, έμοιαζε με χειρουργό: ψύχραιμος, με κάθε χτύπημα να είναι ακριβές, μα και γεμάτο ένταση, δεν έπαιζε απλώς τύμπανα· ήταν σαν να αφηγούνταν με ρυθμούς τα εσωτερικά παράδοξα του concept.
Το setlist ισορρόπησε τέλεια ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Οι fan είχαν την ευκαιρία να ζήσουν τη live εκτέλεση αγαπημένων ύμνων όπως “Afterlife”, “Hail to the King”, “Bat Country” και “Nightmare”, “Unholy Confessions”, με ανανεωμένες αποδόσεις αλλά διατηρώντας την αίσθηση της πρώτης ακρόασης. Εδώ φάνηκε το εύρος του συγκροτήματος: από το νέο, βαθιά περίτεχνο και πειραματικό υλικό, στην καθαρή, ανόθευτη αδρεναλίνη του παρελθόντος. Η παραγωγή ήταν αντάξια του φήμης του συγκροτήματος: προβολές ταινιών μικρού μήκους, τρισδιάστατα εφέ, αφηρημένα και sci-fi οπτικά στοιχεία, όλα εναρμονισμένα με τη θεματολογία: τον θάνατο, τη ζωή, το νόημα της ύπαρξης. Οι μεταβάσεις στα φώτα και οι εναλλαγές ύφους στα κομμάτια δημιούργησαν μια εμπειρία που έμοιαζε περισσότερο με performance art παρά απλώς μια rock/metal συναυλία.
Το κοινό ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό, τραγουδώντας κάθε στίχο με θρησκευτική ευλάβεια. Ταυτόχρονα, το νέο υλικό από το “Life Is But a Dream…”, όπως το “Mattel” και “Nobody”, παρουσιάστηκε με τέτοια φροντίδα και αισθητική συνέπεια που ακόμη κι αυτοί που το είχαν (σ.σ. και είχαμε….) ακούσει επιφυλακτικά στο στούντιο, υποκλίθηκαν στην επί σκηνής δυναμική του. Η ενορχήστρωση συνδυάστηκε με τα φουτουριστικά τους visuals και η επαναλαμβανόμενη θεματολογία περί ταυτότητας, εγώ και τεχνητής ύπαρξης, έφεραν τον θεατή αντιμέτωπο με φιλοσοφικά ερωτήματα. Το κοινό, που πλέον είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά, δεν σταμάτησε να φωνάζει, να χτυπιέται και να ζητά περισσότερα. Το encore ήρθε με το “A Little Piece of Heaven”, σε μια εκτέλεση όπου η ειρωνεία, το χιούμορ και η θεατρικότητα συναντήθηκαν με την συγκίνηση της τελευταίας πράξης.
Η νύχτα αυτή δεν ήταν μια απλή συναυλία. Ήταν μια εμπειρία που συνδύαζε τη δύναμη του metal με τη φιλοσοφία του θεάτρου, την ένταση της rock με τη λυρική αναζήτηση του εαυτού. Οι PALAYE ROYALE έδωσαν την καλύτερη δυνατή εισαγωγή – ακατέργαστη, επιθετική, αυθεντική – και οι AVENGED SEVENFOLD έκλεισαν τον κύκλο με μια μουσική παράσταση υψηλής αισθητικής, τεχνικής και συναισθηματικής πληρότητας. Οι πρώτοι έθεσαν το ερώτημα, οι δεύτεροι έδωσαν τις απαντήσεις. Και όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί, έγιναν για ένα βράδυ κομμάτι ενός μουσικού χρονικού που άξιζε την αναμονή. Η Αθήνα δεν ήταν απλώς σταθμός στην περιοδεία τους. Ήταν η αρχή μιας σχέσης που άργησε.
Πέτρος Καραλής
photos @ release Athens 2025