BAND OF THE WEEK: DEATH

0
139

Μετά από τόσα χρόνια που έχουμε τη στήλη Band of the Week, ψάχνουμε να βρούμε ωραίες αφορμές για τις μπάντες που βάζουμε και αυτήν την εβδομάδα, ανακαλύψαμε ότι έκλεισαν 31 χρόνια από την κυκλοφορία του “Leprosy”, των DEATH. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουμε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Με συνοπτικές διαδικασίες, ζητήθηκε από τη συντακτική ομάδα να γράψει τη γνώμη της για το συγκρότημα αυτό και –όπως πάντα- όλοι εσείς που διαβάζετε, καλείστε να ψηφίσετε το αγαπημένο σας άλμπουμ από τους DEATH.

Βάζεις και ακούς τη δισκογραφία των DEATH για να γράψεις το κείμενο… Κι έρχονται όλα αυτά τα ερωτήματα που μας βασανίζουν από τον θάνατο του Chuck Schildiner το 2001 και μετά. Που θα μπορούσαν να φτάσουν, από τη στιγμή που έκαναν αυτά τα κολοσσιαία υπερδημιουργήματα τόσο νωρίς; Και τόσα μα τόσα αναπάντητα ερωτήματα. Μια καριέρα γεμάτη έμπνευση και πρωτοπορία, αλλά και ίντριγκες και διαμάχες που επηρέασαν πάρα πολύ την προσωπικότητα του Chuck. Δεν είναι και λίγο να βλέπεις τους μουσικούς που έχεις ουσιαστικά «προσλάβει» να βγαίνουν για περιοδεία στην Ευρώπη ΧΩΡΙΣ εσένα, τον ηγέτη, δημιουργό, συνθέτη, τραγουδιστή και κιθαρίστα… Αυτό ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για τον Chuck, που τον έκανε πολύ επιφυλακτικό απέναντι στους ανθρώπους (δικαιολογημένα αν με ρωτάτε) και αποφάσισε να δουλεύει μόνο με session μουσικούς.
Τι session όμως, όταν μιλάμε για καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Gene Hoglan, του Andy LaRocque, του Steve DiGiorgio, του James Murphy και τόσων άλλων… Οι δίσκοι των DEATH; Διαμάντια, ένα προς ένα. Πρώτη επαφή μου, ήταν μέσω του ραδιοφώνου (ναι, υπήρχαν ραδιόφωνα το 1988, που έπαιζαν DEATH!!!), με το “Born dead”!!! Ξαφνιάστηκα, άκουσα τον δίσκο και σοκαρίστηκα. Όταν βγήκε το “Spiritual healing”, το είχα πάρει σε κασέτα εταιρίας, για να το ακούω στο Walkman (μαρτυράω χρόνια τώρα) και τους στίχους τους θυμάμαι από τότε σχεδόν όλους απ’ έξω… Που να φανταζόμασταν τι θα μας επεφύλασσε για το μέλλον το συγκρότημα; Δίσκοι, όπως “Human”, “Individual thought patterns”, “Symbolic”, “The sound of perseverance” είναι ξερά δεκάρια, ακατέβατα, αιώνες μπροστά από την εποχή τους. Ευτυχώς αξιωθήκαμε και τους είδαμε εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1998. Παράλληλα όμως, σε προσωπικό και μόνο επίπεδο, επήλθε και η πλήρης απομυθοποίηση του ανθρώπου Chuck Schuldiner, σε μία face-to-face συνέντευξη που είχαμε κάνει την επομένη της συναυλίας, για το περιοδικό Metal Invader όπου έγραφα. Ο φίλος και συντάκτης του Rock Hard, Γιώργος Καραγιάννης, ήταν τότε παρών στο «ντροπιαστικό» σκηνικό, όπου σηκώθηκε κι έκλεισε το κασετοφωνάκι επειδή δεν του άρεσε να σκαλίζουν το παρελθόν του, μαζί με τον manager του… Επαναλαμβάνω όμως, αυτό είναι η προσωπική, ανθρώπινη εμπειρία μου, που μιλώντας με συναδέλφους του εξωτερικού που τον είχαν συναντήσει πολλές φορές, δεν τους φάνηκε περίεργη η αντίδραση. Άλλο όμως η μουσική, που κατατάσσει τους DEATH στα αγαπημένα μου συγκροτήματα ever και η στεναχώρια στο άκουσμα ότι ο Chuck έπασχε από καρκίνο, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για εμένα. Μπορεί να πέθανε εδώ και 18 (!!!) χρόνια, η μουσική του όμως παραμένει πιστός σύντροφος σε πάρα πολλές στιγμές… Τι φοβερό να λες το συγκρότημά σου, να τελειώνεις τις συναυλίες με το “Pull the plug” και να πεθαίνεις σε ηλικία μόλις 34 ετών…
Υ.Γ. Είμαι βέβαιος, ότι εκεί ψηλά, έχουν ετοιμάσει το δεύτερο άλμπουμ των CONTROL DENIED μαζί με τον Warrel Dane, που έφυγε, εντελώς συμπτωματικά κι εκείνος στις 13 Δεκεμβρίου, λίγα χρόνια αργότερα…

Σάκης Φράγκος

 

Πριν πω το οτιδήποτε για το τιμώμενο συγκρότημα αυτής της εβδομάδος, να πω πως η εμφάνισή του στο ΡΟΔΟΝ το 1998 είναι μια από τις 2-3 που όντως μετάνιωσα που τις έχασα. Έχω δει και αν δεν έχω δει συναυλίες, έχω δει συγκροτήματα σε περιόδους απόλυτης ακμής, παρακμής και απλής…συντήρησης, δεν ζηλεύω σχεδόν τίποτα. Αλλά ναι, αυτό το ζηλεύω. Έστω και αν όπως λένε πολλοί με ψύχραιμη πια ματιά, δεν ήταν αυτό το τόσο «συγκλονιστικό» που ακούγαμε περίπου σαν «αστικό θρύλο» σε συζητήσεις κυρίως μετά τον θάνατο του Chuck. Όπως και να ’χει όμως, ήταν ένα πολύ καλό live και μπροστά τους οι τυχεροί είχαν τον δημιουργό του death metal και μια υπερ-ομάδα να τον αβαντάρει. Οπότε, τι να συζητάμε. Ας αφήσουμε όμως τα της συναυλίας και τα απωθημένα μου και ας περάσουμε στην μπάντα. Το κείμενο αυτό γράφεται επ’ αφορμή των «γενεθλίων» του “Leprosy”. Λοιπόν, θα είμαι ξεκάθαρος, δεν θα το παίξω «ιστορία», δεν θα πω ψέματα: δεν ακούω DEATH από το “Spiritual healing” και πίσω. Τους σέβομαι, τους παραδέχομαι, ξέρω πως εκείνο το line up έδωσε και το αριστούργημα του νεκρικού μετάλλου που ονομάζεται “From beyond” (MASSACRE), αλλά για μένα που δεν είμαι ο κλασσικός death metal οπαδός οι DEATH υπάρχουν ηχητικά (ξαναλέω, και όχι ιστορικά ή σημασιολογικά) από το “Spiritual healing” και κυρίως από το “Human” και μετά. Όταν απέκτησαν την tech death μορφή τους, όταν το όραμα του Chuck άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, ένα όραμα που τώρα πια ξέρουμε που θα τον οδηγούσε αλλά δυστυχώς ο μεγάλος αυτός μουσικός «έφυγε» νωρίς και δεν το είδαμε να γίνεται πραγματικότητα. Επομένως, το να σας αραδιάζω ύμνους και επαίνους για τις πρώτες, «ωμές» μέρες τους, θα ήταν υποκριτικό εν μέρει. Έναν (1) αγαπημένο δίσκο δεν έχω, υπό την έννοια πως από τα “Human”, “Individual thought patterns”, “Symbolic” και “The sound of perseverance” που απαρτίζουν την αγαπημένη μου τετράδα αδυνατώ να ξεχωρίσω κάποιο, τραγούδια όμως ναι, μπορώ να βάλω πάνω από άλλα. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω.

Δημήτρης Τσέλλος

Αναμνήσεις. Έρωτας. Λατρεία. Ανατριχίλα. Συγκίνηση. Οι πρώτες λέξεις που πέρασαν από το μυαλό μου, αναφέροντας τους DEATH ως μπάντα αυτής της εβδομάδας. Το μουσικό όχημα Εκείνου που δεν λογάριασε στεγανά, που μίλησε για όλα όσα πονάνε τον άνθρωπο: εμπιστοσύνη-προδοσία, όνειρα, συναισθήματα, ζήλεια, εξουσία και όποιο άλλο θέμα μπορεί κάποιος να φανταστεί, (προσδι)ορίζοντας αυτό που οι POSSESSED ξεκίνησαν το 1985 με το “Seven churches” (πάντα έλεγε, ότι εκείνοι το έκαναν πριν από Εκείνον… Η ταπεινοφροσύνη που τον έκανε τεράστιο!), και ανοίγοντας τη βεντάλια όσο μπορούσε στα πλαίσια του metal. Που άφησε πίσω Του 7+1 ΑΠΑΣΤΡΑΠΤΟΝΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ METAL ΜΟΥΣΙΚΗΣ (DEATH και CONTROL DENIED) ΥΠΕΡΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗΣ.
Αλήθεια, έχω μιλήσει με οπαδό των RUSH που προσκυνούσε τα “Symbolic” – “The sound of perseverance”, με grind-άδες που προσκυνούν τα “Scream bloody gore” – “Leprosy” – “Spiritual healing”, με tech-death αρρωστάκια που προσκυνούν “Human” – “Individual thought patterns”, με heavy/thrashers που προσκυνούν όλη τη δισκογραφία. Οπότε, το ποια περίοδο προτιμάει κάποιος, είναι άσχετο και ασήμαντο. Ο Chuck είχε κάτι για όλους μας. Εξάλλου, ήθελε πάντοτε να ενώνονται οι οπαδοί υπό τη σκέπη του metal, είτε ακούγανε QUEENSRYCHE, είτε IRON MAIDEN, είτε SLAYER, είτε VENOM. Πάνω από όλα, ο ίδιος ήταν αγνός metalhead και εν γένει άνθρωπος, με όραμα, στόχο και πείσμα για την ίδια τη ζωή. Ζωή, που η καταραμένη ασθένεια δεν του επέτρεψε να ζήσει πέραν της 13ης Δεκεμβρίου 2001. Ας είναι, είχε ήδη περάσει στην αθανασία προτού καν αρρωστήσει, οπότε έχουμε το πνεύμα Του να μας κάνει παρέα κάθε φορά που παίζει ένας δίσκος Του.
Δεν πέθανες ποτέ Chuck Schuldiner. Απλά την κοπάνησες για να πας στο φυσικό σου περιβάλλον, ανάμεσα στους θεούς αυτής της μουσικής. Ζεις στη πρώτη νότα του “Scream bloody gore” και ως τη τελευταία νότα του “The fragile art of existence”. Εσύ, που επέμενες να τελειώσεις το “Believe”, ακόμα και όταν τα χέρια σου δεν σου επέτρεπαν πια, ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ (δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω!). Μακάρι να μπορούσα να σε γνωρίσω, να σου πω κι από κοντά, τι σημαίνει το ήθος σου και η μουσική σου για μένα. Ανήκεις στη προσωπική μου τριάδα, για κάποιον μεγάλο λόγο. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, σε γνώρισα υπό μια έννοια, σκεπτόμενος ότι οι στίχοι Σου, ήταν καθρέφτης του τετραπέρατου μυαλού σου. Με έμαθες να παίρνω ευκαιρίες στη ζωή μου. Εξάλλου, πάντα το έλεγες. “Life ends so fast, so take your chance and make it last”. Για σένα λοιπόν, που έδωσες νόημα στην ύπαρξη σου, και στην ύπαρξη όλων μας. Σε ευχαριστώ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Κανονικά, βάζω playlist με τα άπαντα Τους, αλλά ένεκα των 31ων γενεθλίων του “Leprosy”, βάζω το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου, το “Open casket”. Εχμ, συγνώμη, ήθελα: OPEEEEEEEEEEEN CASKEEEEEEEEEEEET!

Γιάννης Σαββίδης

Ξεκινάμε με μία βαθιά και γεμάτη σεβασμό ΥΠΟΚΛΙΣΗ και συνεχίζουμε!
Τι να πεις και πώς να χαρακτηρίσεις τους DEATH και την larger than life (είπαμε, έτσι το λέμε και αυτό στο Γουδή) προσωπικότητα του Chuck Schuldiner; Από πού να το πιάσεις και που να καταλήξεις; Από το γεγονός ότι η μπάντα και κατά συνέπεια ο καλλιτέχνης αυτός, «βάφτισαν», στην ουσία, ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα; Ή από το ότι όχι απλά το «βάφτισαν», αλλά με τη δισκογραφική τους συνέχεια και τις ηχητικές τους αλλαγές βοήθησαν και στη δημιουργία έξτρα παρακλαδιών του ιδιώματος; Ότι είναι από αυτές τις απειροελάχιστες μπάντες που ότι και να έχουν κυκλοφορήσει είναι σπουδαίο; Ότι πάντα μα πάντα είχαν μέλη τρομακτικούς μουσικούς, πολλούς από τους οποίους τους μάθαμε μέσω των DEATH και μετά έκαναν τη δική τους σπουδαία καριέρα; Ότι πιάσαμε τον εαυτό μας, ακούγοντας τόσο τη συνέχεια όσο και τη συνέπεια αυτής της μπάντας, να λέμε «από πού ήρθε αυτό», «πως το έκαναν αυτό» και κάθε νέος δίσκος να μοιάζει και μία πρόκληση του τύπου «που θα το πάνε τώρα και τι θα κάνουν την επόμενη φορά»; Να μιλήσουμε για τους στίχους του Chuck; Για τη μουσική άποψη και πρόταση, όπου καταργούσε τους τότε «νόμους» και την κάθε τότε «λογική»; Για τους CONTROL DENIED; Για τους VOODOOCULT; Ο άνθρωπος μέσα από 9 άλμπουμ (σε 12 χρόνια παρακαλώ) και έχοντας προλάβει να ζήσει μόλις για 34 χρόνια, άφησε κόσμο με το στόμα ανοικτό. Για όλα αυτά που πραγματικά αδυνατώ έστω να σκεφτώ ότι μπορεί να είχαμε ακούσει από αυτόν τον άνθρωπο αν δε μας είχε αφήσει τόσο άδικα και τόσο νωρίς; Αλήθεια, πόσο ειρωνεία είναι ένας τέτοιος απόλυτα ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ και πανέξυπνος μουσικός να φεύγει από τη ζωή με τέτοιο τρόπο; Οι DEATH, όσο και αν ακουστεί σε κάποιους παράξενο λόγω εμπορικότητας ή δεν ξέρω τι άλλο, είναι για εμένα από τις μπάντες που το όνομά τους μπαίνει ακριβώς δίπλα στους IRON MAIDEN, τους JUDAS PRIEST, τους METALLICA… όλη την αφρόκρεμα του ήχου μας, τις μπάντες που όρισαν την μουσική μας και που θα βάλεις σε κάποιον για να καταλάβει τι είναι αυτό που εσύ ακούς ακόμα και ανατριχιάζεις. Τόσο για την επίδρασή τους στο heavy metal γενικότερα, όσο και για την ποιότητά τους, αλλά και για την άγνοια κινδύνου αν θέλετε, που έπαιζαν ότι πραγματικά καύ**ναν (sorry για τη λέξη), χωρίς να λογαριάζουν τα πρέπει και τα μη. Και η ιστορία απέδειξε ότι πολύ καλά έκαναν και ας υπάρχουν εκεί έξω αυτοί που δε θέλουν να καταλάβουν ότι δεν μπορείς με τίποτα να βάλεις συνθετικό λουρί σε κάποιες προσωπικότητες και κάποιους καλλιτέχνες. Δε μπορείς να τους περιορίσεις. Γιατί αν τους περιορίσεις, τότε απλά χάνεις όλη τη μαγεία τους και τους κάνεις ένα με το σύνολο. Και δεν είναι γεννημένοι για να είναι «ακόμα ένας παικταράς» και τίποτα παραπάνω. Ο Chuck ήταν μοναδικός και για μένα είναι δίπλα-δίπλα με τον Criss Oliva των SAVATAGE, ως οι δύο μακράν πιο αδικοχαμένοι κιθαρίστες της γενιάς τους, που θα μπορούσαν να έχουν εκτοξεύσει τη μουσική που αγαπάμε και να την πάνε σε μονοπάτια που δύσκολα θα είχαμε φανταστεί. Τέτοια μυαλά δε βγαίνουν κάθε μέρα και είμαστε ευλογημένοι που ζήσαμε στην εποχή τους. Μη με βάλετε να διαλέξω τραγούδι ή δίσκο, γιατί αυτό έχει να κάνει με τη μέρα, τη διάθεση και ένα κάρο άλλα πράγματα. Για τη στήλη και μόνο, θα επιλέξω για σήμερα ολόκληρο το “The sound of perseverance”, το κύκνειο άσμα των DEATH, ένα δίσκο που τόλμησε τότε να βγάλει ο Chuck, γιατί απλά μπορούσε και γούσταρε, ένα δίσκο που είναι εννοείται στο πάνθεον ολόκληρου του heavy metal, ανεξαρτήτως ύφους κλπ. Και γιατί ο Richard Christy μας μάμησε την ψυχολογία με αυτά που έκανε!
Ευχαριστούμε για όλα Chuck!
“Life is like a mystery with many clues, but with few answers to tell us what it is that we can do to look for messages that keep us from the truth”

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

Ακόμα θυμάμαι την ημέρα που αγόρασα το “Leprosy” των DEATH.  ‘Ηταν ένα από εκείνα τα Σάββατα που ο μικρούλης τότε γράφων, κατέβαινε στην Αθήνα με τους φίλους του και έπαιρνε σβάρνα τα δισκάδικα συνήθως καταλήγοντας με την αγορά κάποιου βινυλίου προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του. Σε ένα από αυτά τα Σάββατα σε επίσκεψη μου σε γνωστό δισκάδικο της οδού Αθηνάς, το μάτι μου πέφτει σε ένα ροζ εξώφυλλο με έναν λεπρό. Το περιεργάζομαι με περιέργεια και αποφασίζω να ρωτήσω τον υπάλληλο του μαγαζιού για τον δίσκο αυτόν, οπότε και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
“Τι είναι αυτό;”
“Πάρτο.”
“Είσαι σιγ….”
“ΠΑΡΤΟ! Και αν δεν σου αρέσει θα μου το φέρεις να το αγοράσω εγώ!”
Κάπως έτσι έγινε η πρώτη μου επαφή με τον Chuck Schuldiner και τους DEATH και ξεκίνησε μια παράφορη σχέση που ούτε ο άδικος χαμός του ηγέτη τους το 2001 μπόρεσε να σταματήσει. Για μένα αλλά και για πολλούς άλλους, οι DEATH είναι από εκείνες τις μπάντες που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ ούτε έναν κακό δίσκο. Ούτε έναν μέτριο για να ακριβολογούμε. Και δεν μπορεί κανείς να μην μελαγχολήσει σκεπτόμενος πόσα πολλά είχε ακόμα να προσφέρει στην μουσική μας ο Chuck. Το θέμα μας όμως είναι το “Leprosy” που κλείνει 31 χρόνια ζωής. Το δεύτερο άλμπουμ των DEATH που, σαφέστατα ακούγεται πιο ώριμο και εξελιγμένο από το ντεμπούτο τους, εξάλλου σε κάθε δίσκο τους οι DEATH είχαν την τάση να εξελίσσονται. Με το “Leprosy” οι DEATH έκαναν αυτό που θα λέγαμε σήμερα, το μεγάλο breakthrough, με πολύ κόσμο να μαθαίνει από αυτόν τον δίσκο το death metal. Και, μα τους χίλιους βίσωνες, μιλάμε για έναν δίσκο αντιπροσωπευτικό του είδους. Έναν δίσκο πραγματικά εκπληκτικό που είχε προκαλέσει σοκ όταν είχε κυκλοφορήσει, με συνθέσεις πραγματικά αθάνατες, όπως ΑΘΑΝΑΤΟΣ είναι και ο δημιουργός τους. Οκτώ κομμάτια το ένα καλύτερο από το άλλο που ακόμα και σήμερα προκαλούν ρίγη συγκίνησης στον ακροατή. Εκτιμώ ότι το “Leprosy” είναι από τους δίσκους που πραγματικά έχουν γράψει ιστορία. Και η αξία του γίνεται ακόμα πιο μεγάλη σήμερα, καθώς πλέον αποτελεί δίσκο ορόσημο για το είδος. Τράνταξε το σύμπαν όταν κυκλοφόρησε, το ίδιο κάνει και τώρα, 31 χρόνια μετά. Ασύλληπτο!

Θοδωρής Κλώνης

 

Θα μπορούσα να βουρκώσω γράφοντας για τους DEATH. Μιλάμε για το πρώτο συγκρότημα που αγόρασα δίσκο σε μορφή βινυλίου, το οποίο ήταν το “Leprosy”. Ήταν ο πρώτος δίσκος που άκουσα ποτέ από DEATH, κάπου πίσω στο 1997, στη Α’ λυκείου. Γενικά, πολλές πρωτιές αυτός ο δίσκος, αφού ήταν η πρώτη μου death metal λατρεία, η οποία «εγκαθίδρυσε» τους DEATH ως μία από τις αγαπημένες μου μπάντες μέχρι και σήμερα… και λογικά για πάντα. Όπως και στους περισσότερους, δεν υπάρχει ούτε ένας δίσκος που να μη μου αρέσει, από το πρωτόγονο “Scream bloody gore”, μέχρι και το κύκνειο άσμα τους “The sound of perseverance”. Το τελευταίο τους μουσικό πόνημα, μαζί με το “Leprosy”, είναι τα δύο άλμπουμ που για μένα είναι ένα… τεταρτημόριο πιο πάνω από τα υπόλοιπα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Το “Leprosy” με στιγμάτισε στα πρώτα «έξω-κλασικά» μου βήματα. H έναρξη του δίσκου με το ομώνυμο τραγούδι, που ακόμα νομίζω ότι θα έρθει να με κατασπαράξει ένα κολοσσιαίο τέρας, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου. Από την άλλη το “The sound of perseverance”, με την πιο άρτια τετράδα μουσικών που έχω ακούσει ποτέ στο είδος και όχι μόνο, να εκτελεί τις γιγάντιες συνθέσεις του αείμνηστου Chuck, απογειώνοντας το πιο αμφιλεγόμενο δίσκο της μπάντας. Ότι και αν είχε βγάλει ο μπαγάσας ο Chuck, ακόμη και με τους CONTROL DENIED, οι οποίοι δεν είναι καν στα ακούσματα μου, ήταν ΚΟΡΥΦΗ. Ακόμα και σήμερα, 21 χρόνια μετά τη τελευταία τους κυκλοφορία, δε μπορώ να επιλέξω το καλύτερο, τόσο εύκολα. Ίσως το “Leprosy”… ή μήπως το “The sound of perseverance”… ή μήπως κάποιο από τα άλλα; Αυτά είναι καλό να μη γίνονται!

Γιώργος Δρογγίτης

Άντε τώρα να κάτσεις να γράψεις για τους DEATH. Ένα από τα τρία καλύτερα συγκροτήματα όλων των εποχών. Αυτούς που δώσανε το όνομα τους σε ένα ολόκληρο είδος κι αυτούς που το όριζαν και το άλλαζαν κάθε φορά με κάθε δίσκο τους. Η ιστορία ξεκινάει με τις αναζητήσεις του αεικίνητου ηγέτη Chuck Schuldiner ο οποίος αφού καταστάλλαξε στο τι πραγματικά ήθελε και αφού άλλαξε τη μπάντα από MANTAS και πέρασε κι ένα φεγγάρι στους Καναδούς SLAUGHTER, ήρθε το σωτήριον έτος 1987 που με τον Chris Reifert (μετέπειτα AUTOPSY) στο πλευρό του, ηχογράφησε το πρώτο death metal άλμπουμ της ιστορίας, το “Scream bloody gore”. Παρένθεση εδώ, καθώς ο ίδιος ο Chuck ως φανατικός οπαδός των POSSESSED μέχρι τέλους, αποποιούταν τον όρο ως «νονός» του είδους και ήθελε ο κόσμος να αναγνωρίζει την μπάντα του Jeff Becerra. Το “Scream bloody gore” τάραξε τα νερά και έκανε μία ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων που ξεκίνησαν σαν thrash μπάντες να θέλουν να παίξουν έτσι. Μέχρι ο κόσμος να καταλάβει τι τον είχε χτυπήσει, μετά την αρχή του είδους, ήρθε και το τέλος του όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία, τον ορισμό του σαν σύσταση και δομή και ο δίσκος ο οποίος πάντα θα όριζε υπεράνω όλων τα πάντα.
Το “Leprosy” –που είναι και η αφορμή για το αφιέρωμα καθώς έκλεισε 31 χρόνια στις 16/11/2019- είναι για το death metal ότι το “Hell awaits” των SLAYER για το thrash. Σαν βασιλιάς που κραδαίνει το σκήπτρο και το στρέφει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και λέει στους υπόλοιπους «προς τα ’κει θα κινηθείτε», το δεύτερο άλμπουμ των DEATH με την έντονη SLAYER-ίλα, τις πιο ξεκάθαρες δομές από το “Scream bloody gore” και με ένα line up πιο πλήρες, εν έτει 1988 θα έβαζε οριστικά φωτιά στις εξελίξεις και το death metal θα γινόταν επίσημα η νέα τάση που θα απλωνόταν παγκοσμίως σαν πύρινη λαίλαπα και είναι ακόμα και σήμερα ο βασικός λόγος που όλοι ξεκίνησαν να παίζουν έτσι. Γεννώντας ύμνους του είδους και πάλι όπως έκανε στο πρώτο άλμπουμ με τα “Zombie ritual”, “Mutilation”, “Infernal death”, έτσι κι εδώ αφού το ομότιτλο “Leprosy” πειθήνια αλλάζει την μεταλλική ισορροπία στο μπάσιμο του, η Αγία Τριάδα των “Pull the plug” (trademark κομμάτι τους ίσως περισσότερο όλων)/”Left to die”/”Open casket” δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος ήταν το αφεντικό του πολύ ακραίου ήχου. Κι όμως, ο Chuck είχε ξεκάθαρο όραμα μέσα του και ήδη σκεφτόταν το επόμενο όραμα που θα καθιέρωνε τη μπάντα του.
Αφού κατάλαβε ότι ο Rick Rozz ήταν ανεπαρκής για το επόμενο άλμπουμ, έφερε στη θέση του τον James Murphy. O Murphy, αιώνιος γυρολόγος της μουσικής μας, με χαρά δέχτηκε τη θέση και το τρίτο και κρίσιμο άλμπουμ “Spiritual healing” κυκλοφόρησε στις αρχές του 1990 (ετοιμαστείτε από τώρα για κείμενο-κόλαφο για τα 30 χρόνια το Φλεβάρη) και όπως πάντα λέω, πρόκειται για το “Rust in peace” του death metal πριν καν κυκλοφορήσει το εν λόγω άλμπουμ των MEGADETH. Αρχικά το ψαρωτικό εξώφυλλο με το κοινωνικό μήνυμα μαρτυρούσε την αλλαγή πλεύσης, τέρμα τα ζόμπι και τα πεταμένα στο πάτωμα έντερα, ήταν καιρός για στίχους που είχαν κάτι να πούνε και για μουσική ακόμα πιο ξεκάθαρη. Χωρίς να έχει χαθεί τόνος ακρότητας, ο Murphy ζωγραφίζει στο πλευρό του Chuck ενώ κι ο Terry Butler στο μπάσο κι ο Bill Andrews στα τύμπανα είναι άκρως ανώτεροι παικτικά απ’ ότι στο “Leprosy”. H κιθαριστική μάχη Chuck VS Murphy καλά κρατεί σε όλο το δίσκο, και ειδικά το “Low life” μπορεί να χαρακτηριστεί άνετα το “Hangar 18” του ακραίου ήχου με το «σόλο πάνω στο σόλο πάνω στο σόλο που ακολουθεί το άλλο σόλο πριν το επόμενο σόλο» μοτίβο του. Εντυπωσιακή είσοδος στα 90’s και τέλος εποχής μαζί.
Κι αυτό γιατί όταν ο Chuck δεν ήθελε να περιοδεύσει για το δίσκο, οι υπόλοιποι τόλμησαν και πήραν τη μπάντα να παίξει ως support των KREATOR!!!!! Φυσικά αυτό δεν ήταν DEATH, ο κόσμος πήρε το μέρος του Chuck (χωρίς να είναι ο πλέον εύκολος άνθρωπος στον κόσμο ως γνωστόν, αλλά υπερασπίστηκε τη θέση του μέχρι τέλους) και φυσικά οι Butler/Andrews πήραν νομοτελειακό πούλο, παρόλα αυτά σεβασμός και στους δύο για όσα πρόσφεραν και γιατί ένα χρόνο μετά βγάλανε το μνημείο “From beyond” με τους MASSACRE, παρέα με τον Rick Rozz και τον ψυχασθενή Kam Lee στα φωνητικά (για λεπτομέρειες διαβάστε σχετικά στο αφιέρωμα του ’91). Κάπου εκεί ο Chuck που μέσα του καιγόταν για εκδίκηση, είμαι σίγουρος ότι σκέφτηκε «τέρμα οι γιωτάδες στη μπάντα, από ’δω κι εμπρός θα κάνω ότι θέλω εγώ και μόνο εγώ και δίπλα μου θα έχω ΜΟΝΟ ΠΑΙΚΤΑΡΑΔΕΣ». Η γλυκύτερη εκδίκηση όλων των του μεταλλικού ήχου κι ένα από τα 10 καλύτερα άλμπουμ της ύπαρξης είδαν το φως τον Οκτώβριο του 1991. O Chuck πήρε τους φίλους του κι έφτιαξε τον δίσκο που είναι για μένα αυτός που γεφυρώνει όλο το παρελθόν και αποτέλεσε την εξέλιξη του είδους μέσα στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν.
Στο “Human” ο Chuck συνοδεύεται από την dream team των Paul Masvidal (κιθάρα) και Sean Reinert (τύμπανα) των CYNIC, οι οποίοι προς τιμήν τους, βοήθησαν τον αδερφικό τους φίλο πηγαίνοντας πίσω την κυκλοφορία του δικού τους αξεπέραστου ντεμπούτου “Focus” το οποίο βγήκε τελικά το 1993. Κερασάκι στην τούρτα, η συμμετοχή του αυτοκόλλητου φίλου του Chuck και καλύτερου μπασίστα της μουσικής μας, Steve DiGiorgio. Με το κατά την ταπεινή μου άποψη κορυφαίο line-up της ιστορίας τους, οι DEATH στο “Human” βγάζουν το μικρότερο σε διάρκεια και πιο τσιτωμένο σε αδρεναλίνη δίσκο τους. Στα μόλις 34’ που διαρκεί, αρκούν 8 κομμάτια για να συμπτύξουν την απόλυτη ταχύτητα, την απαράμιλλη τεχνική, την σεμιναριακή εκτέλεση καθενός ενώ το rhythm section Digiorgio/Reinert είναι εκτός ελέγχου και οι κιθάρες των Schuldiner/Masvidal χτίζουν τείχη που προστατεύουν όλο το μεταλλικό ήχο, ο οποίος όσο και να βάλλεται από κλισέ, εδώ είδε να εισάγεται στις τάξεις του ένα δημιούργημα που βγάζει κάθε μεταλλά ασπροπρόσωπο. Η δήλωση του Chuck στις σημειώσεις του δίσκου τα έλεγε όλα… “This is much more than a record to me, it is a statement, it is revenge. Support music, not rumors”. To “Human” χαιρετήθηκε με θέρμη αλλά και με προβληματισμό από τους παλιότερους κάφρους οπαδούς.
Η αλήθεια κρύβεται λένε κάπου στη μέση και το “Human” στέκεται και μόνο του στη δισκογραφία ως το άλμπουμ που μπορεί είτε να εισαχθεί στην πρώτη κάφρικη περίοδο ή στη δεύτερη προοδευτικότερη εποχή. Η συγκεκριμένη εποχή ξεκινάει το 1993 με το αγαπημένο άλμπουμ του ίδιου του Chuck το οποίο πάλι έκανε με φίλους του και ανθρώπους που θαύμαζε. Εκεί που ενώθηκε η ύψιστη rhythm section όλων των εποχών, καθώς το Ατομικό Ρολόϊ του μεταλλικού ήχου Gene Hoglan ήρθε στα τύμπανα, ενώ η πολύ μεγάλη έκπληξη ήρθε με τη συμμετοχή στη δεύτερη κιθάρα του Andy LaRocque. H αγάπη του Chuck για τον King Diamond γενικότερα (και ειδικά τους MERCYFUL FATE) αποτυπώθηκε στη συμμετοχή του βιρτουόζου, που πλάϊ στον Chuck κεντάει, ενώ κι εδώ το παικτικό επίπεδο είναι υπεράνω πάσης προσδοκίας. Το “Individual though patterns” ήταν το άλμπουμ που ο Chuck οραματιζόταν για πολλά χρόνια και βρίσκοντας τους παίκτες που μπορούσαν να εκπληρώσουν τις προσδοκίες του, έριξε επίσημα μαύρη πέτρα πίσω στις συγκεκριμένες φόρμες του death metal κι όταν άλλοι προσπαθούσαν να παίξουν σαν το “Leprosy” ή το “Spiritual healing” (το “Human” κανείς δεν τόλμησε να το αγγίξει, η γελοιοποίηση ήταν βέβαιη), αυτός είχε ήδη αλλάξει ρότα και πήγε τη μουσική που ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ έφτιαξε στο προοδευτικότερο άκρο της.
Το all-star line up δεν βρέθηκε ξανά και από την αρχή ο Chuck έπρεπε να βρει νέα μέλη, με τον Gene Hoglan πάντως μαζί του ξανά. Αυτή τη φορά με τον ερχομό του Bobby Koelble στην κιθάρα και του Kelly Conlon στο μπάσο, πάλι είχαμε διαφορετικό άλμπουμ και τι άλμπουμ. Ένα σεμινάριο κιθάρας που απογείωσε τη φήμη των DEATH έστω κι αν δεν ήταν ένα τυπικό death metal άλμπουμ, ενώ δε μπορεί να χαρακτηριστεί και progressive καθώς ο όρος θα το αδικούσε. Το “Symbolic” ήταν και παραμένει η χαρά των νεότερης γενιάς οπαδών του συγκροτήματος. Μία οροσειρά από ριφφάρες και σολάρες από την αρχή μέχρι το τέλος του δίσκου, μία κατολίσθηση από συναισθήματα που ο Chuck που προκαλεί με την απόδοση του και τους εκπληκτικούς του στίχους, ενώ εδώ ο Hoglan βαράει μέχρι και προπέλα (!) και έναν κάλυκα από Μ-16 (!!!) για να ενισχύσει το ήδη σχιζοφρενές παίξιμο του. Οι Koelble/Conlon αποδεικνύονται φοβερές προσθήκες και το “Symbolic” έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας, καθώς ο Chuck στη συνέχεια αποφασίζει να διαλύσει το συγκρότημα ύστερα κι από την περιοδεία που ακολούθησε. Εκεί είναι που του γεννήθηκε και η ιδέα να φτιάξει τους CONTROL DENIED.
Παρότι τα κομμάτια που συνέθετε για τους CONTROL DENIED ήταν έτοιμα, ήρθε η Nuclear Blast να του δώσει συμβόλαιο και να του προτείνει να βγάλει το δίσκο σαν DEATH και να κάνει στη συνέχεια το άλμπουμ με τους CONTROL DENIED.  O Chuck που ήθελε όσο τίποτα να προωθήσει την ιδέα των CONTROL DENIED και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην κιθάρα, δέχτηκε κι έτσι το άλμπουμ που ονομαζόταν “A moment of clarity” κατέληξε να γίνει το πράγματι τελευταίο άλμπουμ των DEATH με τίτλο “The sound of perseverance”. Ήταν 1998, 3 χρόνια μετά το “Symbolic”, ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο μεγάλο κενό από άλμπουμ σε άλμπουμ, ενώ και οι DEATH μετά την άτυπη διάλυση τους είχαν γιγαντωθεί σε μέγεθος και ειδικά μετά την κυκλοφορία του “Symbolic”. Το “The sound of perseverance” κατέβασε τα σαγόνια όλων κάτω ξανά. Με νέους παίκτες τους Shannon Hamm (κιθάρα), Scott Clendenin (μπάσο) και τον καταπληκτικό Richard Christy στα τύμπανα (ένας μικρός Gene Hoglan όπως τον χαρακτήριζε ο Chuck), ο δίσκος έκανε πάταγο, ενώ ο ίδιος ο Chuck προσπαθούσε (όπως και στο “Symbolic”) να τραγουδήσει λίγο περισσότερο έχοντας ήδη κατά νου το μέλλον με τους CONTROL DENIED. O δίσκος έμελλε να τους φέρει και στη χώρα μας.
Στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου του 1998, το Ελληνικό κοινό ήρθε για πρώτη και τελευταία φορά με τους DEATH και το μεγαλείο τους επί σκηνής. Προσωπικά πέρασα 3 μέρες μαζί τους και είναι πολύ έντονη η όλη ανάμνηση που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Εκπληκτικά άτομα όλοι τους, δε χάλασαν ποτέ χατίρι σε οπαδό ενώ έχω και μία ωραία ιστορία καθώς σε βόλτα με τον Chuck, πέτυχε ένα παιδί που ήρθε να τον αγκαλιάσει και όταν τον ρώτησε αν θα έρθει σε συναυλία και το παιδί είπε ότι δε μπορούσε, έβγαλε ένα χαρτί και στυλό, έγραψε κάτι και είπε στο παιδί «θα πάρεις αυτό μαζί σου και θα έρθεις το βράδυ να σε δω, θα πεις ότι εγώ στο έδωσα». Το παιδί έφυγε με χαρά και το πρόσωπο του Chuck έλαμψε και όταν το βράδυ συνάντησα το παιδί, έδωσε το σημείωμα του Chuck στην πόρτα και μπήκε μέσα. Όταν οι DEATH βγήκαν και το παιδί είχε έρθει μπροστά, αφού τον είδε ο Chuck, έριξε ένα από αυτά τα υπέροχα χαμόγελα του που σκλάβωναν τον κόσμο και με κοίταξε και μου έκανε νόημα σε φάση «όλα πήγαν καλά». Ο Chuck είχε τους οπαδούς υπεράνω όλων, το αντίθετο με τους δημοσιογράφους δηλαδή.
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, τσίτωνε εύκολα ειδικά όταν προσπαθούσαν να του μιλήσουν για το παρελθόν ή για πράγματα στα οποία πατούσε πόδι ότι ίσχυε αυτό που θεωρούσε ο ίδιος σωστό. Αυτός ο δύσκολος και πιεστικός εν γένει άνθρωπος όμως, ήταν ο ήρωας μου απ’ όλους όσους κυκλοφορούν εκεί έξω. Είναι αυτός που έπαιξε συνολικά το πιο πολυδιάστατο μέταλλο που παίχτηκε ποτέ, έκανε 8 φορές διαφορετικό δίσκο (μαζί με το CONTROL DENIED), ζούσε για να παίζει μουσική και να διευρύνει το όραμα του κάθε φορά. Η έλλειψη προόδου θα τον σκότωνε πριν την ώρα του. Αυτό που μπορούσε να τον νικήσει δεν ήταν καν ο χρόνος, αλλά ο καρκίνος, τον οποίο πολέμησε σφοδρά και με την αρχική εκτίμηση για 6 μήνες ζωής να διευρύνεται κοντά στα δυόμιση χρόνια, επειδή ο ίδιος δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Ο Chuck και κατά συνέπεια οι DEATH μπορεί να μην είναι πλέον ανάμεσα μας, αλλά όσο υπήρξαν μέρος της καθημερινότητας μας, ήταν πάντα πρωτοπόροι, ήταν πάντα καλλιτεχνικά ανήσυχοι και ποτέ δεν έμειναν στάσιμοι και κολλημένοι σε ένα στυλ. Οι DEATH ήταν τέλειοι σε κάθε τους μορφή, σκέψη και ανάσα και η απώλεια τους είναι κάτι παραπάνω από δυσαναπλήρωτη. Ο ίδιος ο Chuck έδωσε το σύνθημα κάποτε και μέσα από αυτό, συνεχίζει η κληρονομιά του να μένει αθάνατη.
Let the metal flow…

Άγγελος Κατσούρας

 

Αυτή την εβδομάδα, η τιμώμενη μπάντα στην στήλη είναι οι DEATH, ένα συγκρότημα που δυστυχώς το όνομα του έμελε να «πάρει» σε πολύ μικρή ηλικία τον Chuck Schuldiner, έναν από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς που υπήρξαν στο heavy metal. Παρόλο που δεν δηλώνω φανατικός της death metal σκηνής/μουσικής ήταν μαζί με 3-4 άλλα σχήματα, ο λόγος για να ασχοληθώ λίγο περισσότερο με το εν λόγω είδος. Με τους DEATH, των οποίων το ντεμπούτο “Scream bloody gore” όρισε για πολλούς το death metal παρακλάδι, μας χάρισε 7 καταπληκτικά albums που ειδικά με το “Spiritual healing”, με το οποίο τους γνώρισα, το 1990 και μετά, δεν ήξερες πιο να βάλεις πάνω από τα άλλα αφού οι συνθετικές διαφορές ήταν απειροελάχιστες και μόνο βάση του γούστου του καθενός θα υπερτερούσε ένα από τα άλλα. Παράλληλα κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει το “The fragile art of existence” από το side project CONTROL DENIED που δημιούργησε, θέλοντας να παίξει λίγο πιο «μαλακά», «κινούμενος» σε πιο progressive μονοπάτια. Δεν είναι τυχαίο, κάτι που δεν έχουν βιώσει οι νεότερες γενιές, ότι τότε που κυκλοφορούσαν τα albums τους, υπήρχε μια φρενίτιδα από τους οπαδούς, που περίμεναν πως και πως την κάθε νέα κυκλοφορία και όχι αδίκως. Θεωρώ πως αν το group ήταν ενεργό ακόμα, θα ήταν σίγουρα από τα μεγαλύτερα του χώρου και θα μας χάριζε και άλλες δισκάρες. Είναι κρίμα και μόνο κρίμα. Τουλάχιστον υπάρχει πολύ καλή μουσική κληρονομιά για όλες τις γενιές και έτσι η μουσική των DEATH θα «μπαίνει» σε πολλά σπίτια για πάρα πολλά χρόνια ακόμα.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

Χωρίς πολλά-πολλά και δακρύβρεχτες εισαγωγές, οι DEATH είναι το αγαπημένο μου death metal συγκρότημα και γενικότερα ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Δεν θα κάτσω να μπω στην διαδικασία για το ποιοι είναι οι πατέρες του death metal, όμως ο Chuck Schuldiner δικαιωματικά μπορεί να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος και πιο σημαντικός αντιπρόσωπος του, καθώς αυτός είναι ο κύριος υπεύθυνος για την ραγδαία εξέλιξη του είδους. Και για να μην βάζουμε ταμπέλες, ο Chuck πρόσφερε στην μουσική σε ένα μεγαλύτερο πλαίσιο από αυτό του death metal.  Οι δίσκοι των DEATH, ένας και ένας. Σήμερα μπορώ να πω πως ο αγαπημένος μου είναι το “Symbolic”, αύριο το “The sound of perseverance” ή το “Individual though patterns” ή το “Leprosy” που είναι και η αφορμή που οι DEATH είναι η τιμώμενη μπάντα της εβδομάδας. Βέβαια τους DEATH πρέπει να τους τιμούμε κάθε μέρα. Η μουσική του Chuck, που φυσικά συνεργάστηκε και σε περιόδους με πάρα πολύ καλούς μουσικούς, είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που θα μπορούσε να μας αφήσει. Σας οπαδός για τους DEATH μπορώ να γράφω με τις ώρες, αλλά τα πολλά λόγια μερικές φορές χάνουν το νόημα τους και προτιμώ να σταματήσω εδώ με ένα τεράστιο ευχαριστώ για το έργο που μας άφησε ο μεγάλος Chuck Schuldiner και να διαβάσω για ακόμα μία φορά το εξαιρετικό αφιέρωμα που επιμελήθηκε στο έντυπο Rock Hard o συνάδελφος Κώστας Αλατάς μαζί με την πολύτιμη έρευνα του Σάκη Φράγκου.

Δημήτρης Μπούκης

 

Υπό το όνομα των DEATH τιμώ την προσφορά του αδικοχαμένου νεαρού ταλέντου και της προσφοράς του στο χώρο του ακραίου ήχου. Ο Chuck Schuldiner σχεδόν μόνος του άλλαξε το τοπίο του death metal, με την τεχνική του και την έμπνευσή του. Δεν έμεινε κολλημένος στα ακούσματά του και με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να μαζέψει την επιθετικότητά του και να την τιθασεύσει. Βλέποντας τις τάσεις της εποχής, προώθησε την τεχνική, καθάρισε την αγριάδα του ήχου του και έφτασε στα πρόθυρα του power metal. Λίγοι μουσικοί μας έχουν φανερώσει τέτοια πρόοδο και πρόθεση να σπρώξει τα σύνορα της μουσικής.  Από το προτόγονο “Scream bloody gore” στο προοδευτικό “The sound of perseverance” είναι μια τεράστια απόσταση για να διανύσει κάποιος σε 9 χρόνια. Μπορεί να μην είμαι από τους fan των DEATH, όμως δεν μπορώ να μείνω ασυγκίνητος από την επηρροή τους στο metal και το πόσο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. Με την μεταπήδησή του στους CONTROL DENIED έδειχνε πως είχε ακόμα πολλά να δώσει.

Γιώργος “Misanthrope” Κουκουλάκης

Τι να πρωτοπώ για τους DEATH; Είναι από τα πιο αγαπημένα μου σχήματα και ευτυχώς τους είδα έστω και μια φορά live! Αν ζούσε ο Chuck θα είχε κυκλοφορήσει όργια στα επόμενα χρόνια που θα ήταν απαλλαγμένος από τους όρους των συμβολαίων που τους έβαζαν οι εταιρείες! Είναι σίγουρα η μεγαλύτερη απώλεια στον ακραίο ήχο γιατί έφυγε σε ηλικία που άλλοι μουσικοί ξεκινάνε την «ώριμη» περίοδο τους! Φανταστείτε τι θα είχε κάνει με τους CONTROL DENIED… Ελάχιστα, όμως, συγκροτήματα στον ακραίο ήχο είχαν την εξέλιξη που είχαν οι DEATH. Κι αυτό γιατί ο Chuck Schuldiner δεν ήταν απλά ένας ταλαντούχος συνθέτης και κιθαρίστας. Ήταν πάνω από όλα ένας μουσικός με όραμα κάθε φορά που είχε να ετοιμάσει έναν δίσκο, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι κανένας δίσκος του δεν θυμίζει τον προκάτοχο του. Ειδικά το χάος ανάμεσα στο “Spiritual healing” και στο “Human” είναι πρωτοφανές! Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι επέλεγε σαν τελευταίο κομμάτι των δίσκων του να βάζει εκείνο που μπορεί να πει κανείς ότι θα είναι οιωνός για το επόμενο βήμα του. Ειδικά στην περίπτωση του “Leprosy” που «γιορτάζουμε» τα 31 χρόνια από την κυκλοφορία του αυτό είναι πέρα για πέρα προφανές! Το σημαντικότερο που άφησε πίσω του ο Chuck είναι επίσης ότι ήταν σεμνός σε σημείο που μπορεί να θεωρηθεί και σημείο αναφοράς στο σινάφι του ανεξαρτήτως ειδών. Κανείς μα κανείς δεν έφτασε στα καλλιτεχνικά Έβερεστ που έφτασε εκείνος χωρίς να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το όνομα του. Εκείνος ήταν ανέκαθεν τόσο αθόρυβος και μετρημένος που έφτασε το 1996 να διαλύσει τους DEATH γιατί ο κόσμος και η μουσική βιομηχανία έπαψαν να ασχολούνται μαζί του! Και μιλάμε για την περίοδο που έβγαλε το πιο μεστό album του, το “Symbolic”! Όλα αυτά είναι πραγματικά περίεργα βλέποντας τα μετά από τόσα πολλά χρόνια. Είναι όμως; Θα έλεγα πως είναι απλώς επιβεβαίωση ότι αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις και δεν δίνεις αφορμές για να ασχοληθούν μαζί σου εξωμουσικά, κινδυνεύεις να μείνεις στην αφάνεια. Κι αυτό συμβαίνει ειδικά στην εποχή μας που όσο περισσότερο θόρυβο κάνεις, τόσο περισσότερο αποκτάς υπόσταση. Όπως και να έχει οι DEATH είναι το πληρέστερο extreme metal σχήμα στην ιστορία γιατί απλά προσδιόρισε σε 6 δίσκους κάθε πλευρά του ακραίου ήχου. Κάθε δίσκος όρισε και μια πλευρά του και το σημαντικότερο είναι ότι όχι μόνο την προσδιόρισε αλλά και την εξέλιξε σε τέτοιο βαθμό που όποιος τόλμησε να κινηθεί σε ανάλογο ύφος απλά έφαγε τα μούτρα του! Αν αυτό δεν είναι απόδειξη για το πόσο ιδιότυπος και χαρισματικός ήταν ο Chuck τότε τι είναι; Και μην ξεχνάμε επίσης το γεγονός ότι παρέλασαν στις τάξεις του μουσικοί με Μ κεφαλαίο όπως το καλύτερο line up δίσκου στο “Individual thought patterns”!O Gene Hoglan  με τον Steve DiGiorgio έκαναν όργια στο rhythm section και ο Andy La Roque γάζωσε την κιθάρα του όπως κανείς δεν κατάφερε πλάι στον Chuck! Για εμένα, όμως, παραμένει το “Leprosy” ο πιο αγαπημένος μου δίσκος του! Ακόμα θυμάμαι το σοκ από τον ήχο της αντιγραμμένης κασέτας που μου έδωσε ο κολλητός μου πριν 25 χρόνια! Είναι ο ήχος που έκανε διάσημα τα Morrisound studios και όλοι ήθελαν να ηχογραφήσουν με τον Scott Burns και να αναπαράγουν την ηχητική κατεύθυνση του “Leprosy”! Και το ομότιτλο κομμάτι που ξεκινά το δίσκο έχει το ΑΠΟΛΥΤΟ σημείο στο τρίτο του λεπτό που είναι σαν ποδοβολητό! Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα πάψω να πωρώνομαι με αυτό το σημείο…

Λευτέρης Τσουρέας

Ψάχνοντας αφορμές για “Band of the week”, πήγε ο αγαπημένος αφέντης αρχισυντάκτης και λέει: Λόγω “Leprosy”, γράφουμε DEATH. Να χαρώ εγώ.
Επειδή εδώ δε χωράνε οπαδικά, πιστεύω λίγο πολύ όλοι οι συνάδελφοι θα συμφωνήσουμε και περίπου τα ίδια θα γράψουμε. Κι επειδή DEATH ξεκάθαρα = Chuck Schuldiner, θα αρκεστώ να γράψω λίγα λόγια για αυτό το ΕΙΔΩΛΟ.
26 Σεπτεμβρίου 1998. Ο μεταλλικός μου μέντορας (Πέτρο σε ευχαριστώ για όλα…) παίρνει τηλέφωνο και λέει “ετοιμάσου, θα πάμε βόλτα σε μια συναυλία”. Άκουγα DEATH, αγαπούσα DEATH, αλλά δεν είχα ιδέα ότι εκείνο το βράδυ εμείς οι 1500 ψυχές εκεί μέσα γράφαμε ιστορία. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο ιστορικό γεγονός θα ήταν όλο αυτό, παρά μόνο όταν ο Chuck έπαψε να είναι ανάμεσά μας.
Αδιανόητο πόση θλίψη μπορείς να νιώσεις μαθαίνοντας τα νέα. Δεν ήταν συγγενής, δεν ήταν φίλος, δεν ήταν καν απλός γνωστός. Διαβάζαμε τι συμβαίνει, θυμάμαι και κάτι σαν fundraise με πρωτοβουλία της μητέρας του, θυμάμαι ακριβώς τη τελευταία συνέντευξη που είχε δώσει, γνωρίζοντας ότι το τέλος του πλησιάζει, βγαίνοντας τη 1η φορά από το νοσοκομείο πριν επιδεινωθεί εντελώς η κατάστασή του, δουλεύοντας τον 2ο δίσκο των CONTROL DENIED, ρωτάει ο συντάκτης πως είναι στην υγεία του κι αυτός γνωρίζοντας ότι “φεύγει”, απαντάει “αισθάνομαι καλά, δουλεύουμε σκληρά για την καινούρια κυκλοφορία μας, ελπίζω ο δίσκος να τελειώσει σύντομα”…
Κρίμα που δεν μπόρεσε να το δει ολοκληρωμένο, κρίμα που έφυγε τόσο νέος και τόσο άδικα, κι εμείς είμαστε απλώς ευγνώμονες που καταφέραμε και τον είδαμε έστω μια φορά, τυχεροί που αγαπήσαμε και κατανοήσαμε τη μουσική του, τυχεροί που έζησε και δημιούργησε στην εποχή μας, δε θα μπορέσουμε ποτέ να του ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανε σαν μουσικούς.
Η προσφορά του στο Metal μας αδιαμφισβήτητη, το δικό του όραμα παντοδύναμος φάρος που έδειχνε το δρόμο στα καράβια όλων των υπόλοιπων. Οι στίχοι του με νόημα, οι ιδέες του μπροστά για την εποχή τους.
Υποτίθεται είχαμε να γράψουμε αφιέρωμα DEATH, κι εγώ αναλώνομαι να γράφω για τον Charles. Όπως και να το κάνουμε όμως, αυτός ήταν οι DEATH. Κάθε δίσκος διαφορετικός, πάντα ένα βήμα παραπέρα, πάντα με διαφορετική σύνθεση, πάντα με αξιόλογους μουσικούς (αδύνατον να αναφερθούν ονόματα), αρκετοί από αυτούς Ημίθεοι κανονικοί σαν περσόνες, αλλά πάντα δεξιά, αριστερά και πίσω από το Θεό.
Αισθάνομαι ότι το έχω ξανακάνει αυτό, το φόρο τιμής, με διάφορους τρόπους, με κάθε ευκαιρία που μου δίνεται πάντα προσπαθώ να βάζω ένα ταπεινό κόκκο άμμου στο υπερ-οικοδόμημα που λέγεται DEATH, γιατί με τα χρόνια τελικά συνειδητοποίησα ότι ο Chuck ήταν ο φίλος μας, ο δάσκαλός μας, ο μεγάλος αδερφός μας, ο πατέρας μας, ο Chuck ήταν όλοι εμείς μαζί. Και οι DEATH ήταν όλων μας. Και δυστυχώς, φεύγοντας, πήρε μαζί του κι από ένα τόσο δα μικρό κομμάτι μας.
Οι γραμμές αυτές συντάσσονται με τη βοήθεια σπάνιου  οπτικοακουστικού υλικού από εκείνο το Σαββατόβραδο στο Μύλο (goddamn τι setlist ήταν αυτό…) και έχοντας συνέχεια στο μυαλό ένα από τα μεγαλύτερα “what if…” στην Ιστορία της μουσικής μας… Τι θα γινόταν τελικά αν ο αγαπημένος μου Warrel είχε αποδεχτεί την πρόταση του φίλου του και τραγουδούσε στο 1ο CONTROL DENIED… Πόσο περίεργο παιχνίδι έπαιξε η Μοίρα φέρνοντας τα έτσι ώστε να έχουν οι δυο τους ακριβώς την ίδια ημερομηνία θανάτου… Ελπίζω, εύχομαι, βασικά ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ότι έχουν ανταμώσει, είναι μαζί.
Και μιας και αφορμή ήταν το “Leprosy”, για κλείσιμο κράτησα μια φράση, το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που μπορούμε να πάρουμε, και βρίσκεται εκεί, στο “Pull the plug” (το οποίο με κάποια σούπερ διαβολική σύμπτωση παίζει αυτή τη στιγμή στο βίντεο που βλέπω, και μόλις το είπε ο Chuck…!)
“Life ends so fast, so take your chance and make it last…”

Μίμης Καναβιτσάδος

 

Εγώ θα την πω την αμαρτία μου και ας γίνω στόχος αρνητικών σχολίων. Οι DEATH δεν μου αρέσουν. Βασικά, ποτέ δεν μου άρεσαν. Δεν μπορώ με τίποτα να «χωνέψω» την μουσική που έπαιζαν. Δεν είναι στην συχνότητά μου, για να το πω διαφορετικά. Πολλοί θα πουν πως διαπράττω «ύβρη» και πως κάποτε θα επέλθει η «νέμεση», αλλά γούστα είναι αυτά. Από την άλλη, σέβομαι το όνομα του συγκροτήματος, αναλογιζόμενος του τι έχει προσφέρει σε αυτή τη μουσική. Αναγνωρίζω στο 100% ποιος είναι ο κύριος Chuck Schuldiner  και το μέγεθός του στο metal στερέωμα! Όπως αναφέρει πολύς κόσμος, είναι μία οδυνηρή απώλεια την οποία και μπορώ να αφουγκραστώ! Μέχρι εκεί όμως. Ούτως ή άλλως το όνομα της μπάντας δεν χρειάζεται εμένα για να γιγαντωθεί. Πλέον, είναι στα όρια του μύθου, αν δεν είναι ήδη!

Ντίνος Γανίτης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here