DARK TRANQUILLITY – ENSIFERUM – PYOGENESIS – GWENDYDD (Fuzz Live Music Club, 12/5/2022)

0
187

Δεύτερη Πέμπτη του Μαΐου, κατηφορίζουμε προς ένα ακόμα μεγάλο και σημαντικό γεγονός για τα συναυλικά δρώμενα της χώρας μας. Την συναυλιακή επιστροφή των καμαριών του Goteborg, θρύλων του μελωδικού death metal DARK TRANQUILLITY. Στο πλευρό τους οι πασίγνωστοι στο χώρο του folk metal ENSIFERUM, οι Γερμανοί PYOGENESIS (οι πιο παλαιοί ίσως θυμάστε την πρώιμη doom/death metal περίοδο τους πριν μετατραπούν σε κάτι απροσδιόριστο ηχητικά/ποιοτικά και επιστρέψουν εκ νέου) και οι νεότεροι του πακέτου, GWENDYDD από την Σόφια της γειτονικής Βουλγαρίας. Με αυτούς θα ξεκινούσε η συναυλία στις 19:45 κατά το χρονοδιάγραμμα.

Οι GWENDYDD, ιδρυθέντες το 2018, έχοντας μόνο δύο δίσκους στις αποσκευές τους, το ντεμπούτο “Human nature” (2020), και το δεύτερο (και ντεμπούτο τους στην Drakkar Records) που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες με τίτλο “Censored”, ανέλαβαν τον συχνά “άχαρο” ρόλο του να ανοίξουν μια συναυλία. Και λέω άχαρο, γιατί αναλαμβάνεις να κεντρίσεις το ενδιαφέρον ενός κοινού, που κατά πλειοψηφία ήρθε για το κύριο όνομα. Το ύφος τους, που συνδυάζει μπάντες όπως οι LAMB OF GOD, ARCH ENEMY και SLIPKNOT με τα κομμάτια από το νέο άλμπουμ να μαρτυρούν την εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα, κέρδισαν τον υποφαινόμενο επί σκηνής κι όχι μόνο εκείνον!

Η εκρηκτική παρουσία της Viktoria Stoichkova (φωνητικά), βοήθησε στο να ζεσταθεί σταδιακά το κοινό, σε συνδυασμό με την εν γένει ενθουσιώδη απόδοση της μπάντας, που κέρδιζε κομμάτι-κομμάτι το δυνατότερο χειροκρότημα όλων των παρευρισκόμενων, καθώς και τη συμμετοχή τους. Πανάξια, αν ρωτάτε εμένα, μια και οι 4 κοπέλες και ο ακούραστος drummer “ίδρωσαν τη φανέλα”. Ειδικά σε μια φάση που έκαναν συγχρονισμένο windmill headbanging (το γνωστό “ελικοπτεράκι” που λέμε), ήταν χάρμα οφθαλμών. Το όνομα σημειώθηκε ως ένα από αυτά που πρέπει να προσέξουμε μελλοντικά, αν εξελιχθούν αναλόγως. Εύγε από μεριάς μου, καλοτάξιδο το νέο άλμπουμ, και εις ανώτερα!

Γιάννης Σαββίδης

Το ότι θα έφτανε η στιγμή να έβλεπα στην Ελλάδα τους PYOGENESIS κι ότι μετά από όσα μεσολάβησαν στην πολυτάραχη καριέρα τους, θα το χαιρόμουν και δεόντως, δεν το περίμενα είναι η αλήθεια. Ίσως να μιλάμε για τη μπάντα που έφαγε το μεγαλύτερο κι απόλυτα πιο δικαιολογημένο κράξιμο όλων των εποχών κάπου το 1995, όταν έβγαλε το “Twinaleblood”. Βλέπετε, οι ΡΥΟ έπαιζαν ΝΤΕΘΜΕΤΑΛΛΑΡΑ και άλλαξαν σε ένα ανεκδιήγητο alternative και ψευτο-punk στυλάκι, προκαλώντας απόλυτο χάος στους ως τότε οπαδούς τους οι οποίοι φυσικά και τους έκλεισαν για πάντα την πόρτα. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, πιο αραιές κυκλοφορίες, ένα διάλειμμα μεταξύ 2007-2014 και έχουν επιστρέψει τα τελευταία χρόνια δριμύτεροι. Μοναδικός εναπομείναντας από τα παλιά ο συμπαθέστατος και πολύ ικανός frontman, Flo Schwarz. Ο… μαύρος (όπως σημαίνει το επίθετο του) ο Flo έκανε ότι μπορούσε στο μισάωρο που τους δόθηκε, να ξεσηκώσει τον κόσμο και δεν θα το πιστέψετε, αλλά τα κατάφερε με το παραπάνω. Βγαίνουν ακριβώς στις 8μιση και παρότι είμαι σχεδόν βέβαιος ότι το 99.9% όλων εκεί μέσα δεν είχαν ιδέα ποιοι είναι (βασικά μόνο ο Σαββίδης παίζει να είχε ακούσει το πρώιμο υλικό τους, άντε κι ο Τσουρέας), κατάφεραν να κάνουν αυτό το μισάωρο άκρως διασκεδαστικό συναυλιακά.

Έπαιξαν γνωστά τους κομμάτια (σε μένα τουλάχιστον) όπως τα “Blaze my northern flame”, “Flesh and hair”, “Will I ever feel the same” και “I have seen the soul”, ενώ εντύπωση προκάλεσε το dress code τους, όλα μαύρα, πουκαμισάκι, παντελόνι, γιλέκο, γκρίζα γραβάτα, φιγουρίνια όλοι τους, τους το δίνω. Ο Flo έπαιξε και με τον κόσμο τραγουδώντας a capella μέρη των “You give love a bad name” και “I like to move it” (κι όμως), ενώ δεν έδειξε να μασάει ότι έσπασε χορδή του έτερου κιθαρίστα Thilo Schmidt και το πήρε πάνω του τραβώντας την προσοχή μέχρι να φτιαχτεί. Είναι η μουσική των ΡΥΟ καλή για να την ακούσετε από ένα σημείο και μετά; Καθόλου! Ακούω κάθε άλμπουμ τους μια φορά και ρίχνω κατάρες. Είναι όμως μια μπάντα που σε αυτό που κάνει είναι άκρως ποιοτική και διασκεδαστική συναυλιακά; Απόλυτα! Πέρασα πολύ καλά και από τη στιγμή που κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν, η δική μου γνώμη περισσεύει. Προφανώς θα ήθελα να τους είχα δει υπό άλλες συνθήκες αλλά και πάλι έστω κι έτσι μια ακόμα μπάντα σβήστηκε ως επιθυμία από το καρνέ μου. Αποχώρησαν με χειροκροτήματα που δεν περίμενα να λάβουν και ο κόσμος ήταν πλέον έτοιμος για πιο… πολεμική ατμόσφαιρα!

Άγγελος Κατσούρας

Αν ερχόταν κάποιος να μου πει πριν την πανδημία, ότι θα πάω ξανά σε συναυλία μετά από 2 χρόνια, θα του έλεγα ότι είναι τρελός. Ανεξάρτητα από την απόδοση των συγκροτημάτων, το γεγονός αυτό, το ότι είδα πρόσωπα που είχα να δω χρόνια, που γελάσαμε, που κοπανηθήκαμε, που κλάψαμε (ναι με τους DARK TRANQUILLITY εγώ λύγισα, αν είχαν και καλύτερο ήχο θα με έπαιρναν με φορείο), που έζησα τέλος πάντων όλο αυτό που λέγεται συναυλία, θα μου αφήσει αυτή την βραδιά ανεξίτηλη και χαίρομαι που την έζησα μαζί με τον φίλο μου τον Φραγκίσκο Σαμοΐλη.

Πριν ξεκινήσουμε με τα τους ENSIFERUM, θα ήθελα να δώσω συγχαρητήρια στον ηχολήπτη για την επιλογή των τραγουδιών πριν βγει το συγκρότημα. Εύγε! Σύμφωνα με το πρόγραμμα, που τηρήθηκε άψογα, οι ENSIFERUM έκαναν την εμφάνιση τους στις 21:15 και ξεκίνησαν ευδιάθετοι με το τραγούδι “Rum, women, victory” και στην συνέχεια με το “Andromeda”, από την τελευταία τους κυκλοφορία, το άλμπουμ “Thalassic”.

Στο ξεκίνημα τους ήμουν προβληματισμένος με τον ήχο, τελικά όμως η θέση στην οποία βρισκόμουν κάτω από τον εξώστη, έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όταν μετακινήθηκα προς την σκηνή, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Οι Markus Toivonen (κιθάρα)  και Sami Hinkka (μπάσο) ήταν όλα τα λεφτά και σε γενικές γραμμές το συγκρότημα είχε ενέργεια και γούσταρε την κάθε στιγμή. Η εκπληξούλα ήρθε από το νέο μέλος της μπάντας, τον Pekka Montin (πλήκτρα), που στο “Thalassic” έχει αναλάβει πολλά μέρη με καθαρά φωνητικά και ζωντανά τα απέδωσε τίμια, προσπαθώντας να πιάσει αρκετές ψηλές νότες. Μάλιστα το τραγούδι “Run from the crushing tide”, το πήρε επάνω του, φεύγοντας από την θέση του στα πλήκτρα, με το μικρόφωνο στο χέρι δίπλα από τον Petri.

Η αλήθεια είναι όμως ότι όσο τίμιο είναι το “Thalassic”, τα πιο παλιά τραγούδια τους είναι που κάνουν την διαφορά και το “Into battle” ήταν το πρώτο από αυτά που έπαιξαν. Όταν δε, ήρθε το σερί “Treacherous Gods”, “In my sword I trust”, “Lai lai hei” και “From afar”, με το οποίο έκλεισαν, ο κόσμος φάνηκε να διασκεδάζει περισσότερο, ακόμα και ένα μέρος αυτών που δεν τους ενδιέφερε να τους δει αρχικά.

Το ζητούμενο είναι ότι η πλειοψηφία το διασκέδασε, ο κόσμος πέρασε καλά και για warm up, για ότι θα ζούσαμε στην συνέχεια, ήταν μια χαρά.

Δημήτρης Μπούκης

Όλα καλά, όλα ωραία ως εδώ. Έχουμε κάνει το απαραίτητο socializing μας (είπαμε… είναι πολλά τα χρόνια αποχής, είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουμε να δούμε καιρό), έχουμε ακούσει ήδη ENSIFERUM και ο κόσμος έχει ζεσταθεί για τα καλά, αφού οι Φινλανδοί έχουν μεγάλο και οπαδικό κοινό και στη χώρα μας, έχει έρθει η ώρα όμως για τη λατρεία από τη Σουηδία.

Τι και αν είναι μόνο ο τεράστιος Mikael Stanne να συνδέει όλες τις εποχές της μπάντας, έχοντας δίπλα του τον Martin Brandstrom στα πλήκτρα (που έκλεισε αισίως 23 χρονάκια στο σχήμα… δυνατός) σαν παλαιότερο. Οι DT είναι αρχικά ο Stanne, αυτή η τόσο συμπαθητική και πάνω από όλα αληθινή προσωπικότητα, που βλέπεις ότι ζει και αναπνέει για αυτό που κάνει, το απολαμβάνει, στο περνάει και απλά χαίρεσαι και που τον βλέπεις επί σκηνής. Είναι τα τραγούδια, τα οποία, όπως αποδείχθηκε και την Πέμπτη στο Fuzz, καταφέρνουν και μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Και μετά είναι όλα τα άλλα. Γιατί συνθετικά, όλα να τα συζητήσουμε και για το μέγεθος των απωλειών όλα αυτά τα χρόνια, εννοείται. Αλλά στη σκηνή, εμφανίστηκε μία μπάντα τόσο καλή μουσικά, που καιρό είχαμε να δούμε είναι η αλήθεια από τους Σουηδούς. Και δεν σε ένοιαζε ποιοι παίζουν, αλλά το τι βγάζουν αυτοί που παίζουν. Τεράστια μεταγραφή ο Johan Reinholdz (ANDROMEDA) στην κιθάρα, ο οποίος μπορεί να μην έχει το όνομα και την ιστορία του Christopher Amott, αλλά έδειξε ότι είναι πρώτα οπαδός του σχήματος και μετά ένας εξαιρετικός μουσικός (όλα τα μέρη του ήταν καρφωμένα), τραγουδώντας κάθε στίχο κάθε τραγουδιού. Μεγάλη υπόθεση και ωραίος! Ο Christopher Amott έλειπε μεν, αφού έγινε μπαμπάς και ο άνθρωπος ήθελε να είναι με τη γυναίκα και το παιδί του, όμως έδωσε στη μπάντα τον κολλητό του (και μουσικό συνοδοιπόρο του σε ARMAGEDDON, ο οποίος έχει περάσει και από SANCTUARY και ARCH ENEMY έστω και σε live), τον Joey Concepcion, ο οποίος αυτά που έπρεπε να κάνει τα έκανε ολόσωστα, έστω και πιο μαζεμένος και συγκεντρωμένος στο παικτικό. Ο Christian Jansson που έχει αναλάβει χρέη μπασίστα για τα live (πρώην μέλος των TRANSPORT LEAGUE) απέδειξε το γιατί πειράματα τύπου «βγαίνουμε χωρίς μπάσο στα live» απλά δεν υφίστανται και γέμισε τον ήχο τους, ενώ τέλος, ο Joakim Strandberg-Nilsson στα τύμπανα (IN MOURNING), μπορεί να μην «τα έσπασε» όπως λέμε, με μανία και δύναμη, αλλά ήταν σταθερότατος και ολόσωστος, δημιουργώντας έτσι ένα μουσικό team που απέδωσε τα πάντα εξαιρετικά! Πραγματικά, είχα χρόνια να δω τόσο καλή απόδοση από το σχήμα. Και ως γνωστόν, όσο καλύτερη η μπάντα επί σκηνής, τόσο περισσότερο μπαίνει και ο κόσμος στο πανηγύρι. Και ο κόσμος άλλο που δεν ήθελε όπως φάνηκε. Διψασμένος, στερημένος, λες και είχες τον Οβελίξ ατάιστο και σε κλουβί καμία εβδομάδα και εμφάνισες μπροστά του δύο στρατιές προς εξόντωση: μία από αγριογούρουνα και μία από Ρωμαίους! Μοναδικό, αλλά σημαντικότατο ψεγάδι προσωπικά, ήταν ο ήχος. Να με συγχωράτε, αλλά ήταν επιεικώς μέτριος. Ναι, έφτιαχνε στην πορεία, αλλά περάσαμε μεγάλο μέρος του live με τις κιθάρες… κάπου, τα φωνητικά σε σημεία πιο χαμηλά, με τα τύμπανα να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα αφού για κάποιο λόγο δεν είχαν καν overheads (εκτός και αν τυφλώθηκα και γέρασα τόσο πολύ) και πολλά τα «παίρναμε» απευθείας από το stage. Γενικά ήχος-αμαρτία γι’ αυτό το live, γιατί αν ήταν σε ένα καλό/πολύ καλό επίπεδο, θα μιλάγαμε για εκτόξευση τώρα. Ακόμα και έτσι όμως, η βραδιά ήταν super, κυρίως λόγω και της ενέργειας που υπήρχε στο χώρο.

Αφού ακούσαμε λοιπόν το “Iron man” των SABBATH από τα ηχεία, τύπου intro της μπάντας, το «καλησπέρα σας και καλή βραδιά» ήταν (λογικό και αναμενόμενο, αφού μιλάμε για live προώθησης δίσκου, έστω και με καθυστέρηση) με “Identical to none” και “Transient” από το τελευταίο άλμπουμ του σχήματος, το “Moment”. Η μπάντα βγήκε με full όρεξη (ειδικά ο Stanne, αλλά σιγά το νέο θα μου πείτε) και το καλό ήταν πως ο κόσμος είχε ακόμα περισσότερη, αφού δεν χρειάστηκαν παρά δευτερόλεπτα να μπουν όλοι στο κλίμα και να φύγει το όποιο μούδιασμα της αποχής ετών. Και όταν το πάρε-δώσε κόσμου και μπάντας είναι σε τόσο καλό επίπεδο όπως την Πέμπτη, το live δεν μπορεί, παρά να πάει πολύ καλά.

Ο κόσμος γουστάρει τους DT και τους γουστάρει και στα νέα και στα παλιά και σε όλα, ασχέτως αν κάποια αρέσουν λιγότερο ή περισσότερο. Όμως, η αλήθεια είναι πως η μεσαία περίοδος του σχήματος, ίσως είναι η πλέον αγαπημένη. Τουλάχιστον από όσο δείχνει η ανταπόκριση στα live, καλή ώρα όπως σε αυτό. Γιατί όταν ακούστηκαν κομμάτια-ύμνοι της δισκογραφίας τους, όπως “The treason wall”, “Monochromatic stains”, “Terminus” και το πολυαγαπημένο και «μαύρο» “Inside the particle storm”, τα πάντα ήταν σε 1-2 επίπεδα πάνω συγκριτικά με αυτά των δίσκων από το “We are the void” και έπειτα. Τα οποία πάντως, στάθηκαν και αυτά επάξια μέσα στο setlist, καθώς φρόντισε και το σχήμα να επιλέξει μερικές από τις καλύτερες στιγμές της νεότερης εποχής του, όπως τα “The dark unbroken”, “Atoma”, “Phantom days”, “Forward momentum” και “Encircled”. Όταν σκάει όμως ένα από τα κομμάτια-ορόσημα του melodic death metal made in Gothenburg, το “Punish my heaven”, ε, πώς να το κάνουμε, ο κόσμος γύρω σου αλλάζει και μεταφέρεσαι αλλού, ασχέτως αν πρόλαβες ή όχι αυτές τις εποχές.

Πανάξια στιγμή αναφοράς, είναι ο πρόλογος του Stanne πριν το “Punish my heaven”, το οποίο αφιέρωσε στον νικημένο από την επάρατο νόσο πρώην κιθαρίστα τους, τον Fredrik Johansson, ο οποίος απεβίωσε πριν 4 μήνες. Η ανταπόκριση του κόσμου στον λόγο του Stanne, το παρατεταμένο χειροκρότημα και το vibe που έπαιρνε ο άνθρωπος στη σκηνή από εμάς, του προκάλεσαν μία απολύτως αληθινή και δυνατή συγκίνηση. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος είπε, ο Fredrik μπήκε στο σχήμα την κατάλληλη στιγμή για να τους αλλάξει επίπεδο και τα κατάφερε, αν αναλογιστούμε ότι μαζί έγραψαν την ιερή τριάδα των “The gallery”, “The mind’s I” και “Projector”.

To setlist του σχήματος ήταν επί της ουσίας αυτό που έχουν σε όλη τη συγκεκριμένη περιοδεία τους (όπου αλλάζουν 1-2 τραγούδια ανάλογα τη μέρα), όμως εμείς είχαμε και το δωράκι μας, το οποίο ήταν το “Final resistance” σαν εξτραδάκι και ανταποδώσαμε φυσικά αυτό το δώρο με ένα επιπλέον ξελαρύγγιασμα. Σημάδι της αγάπης της χώρας μας προς αυτούς τους Σουηδούς, είναι επίσης και το ότι η μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου τραγουδούσε τους στίχους από τα περισσότερα κομμάτια, δημιουργώντας μία ακόμα πιο δυνατή ατμόσφαιρα μέσα στο Fuzz.

Μία ατμόσφαιρα που έγινε ανατριχίλα με το άκουσμα του intro του “ThereIn” (όπου το κλασικά γηπεδικά «οοο» είχαν την τιμητική τους εννοείται) και που όσα χρόνια και αν περάσουν, όσες φορές και αν το ακούσεις, τα συναισθήματα που δημιουργεί μένουν εκεί. Μεγάλη στιγμή φυσικά.

Κλασικά και εικονογραφημένα, το πρώτο και τυπικό “goodnight, thank you all” ακολουθεί το “ThereIn”, για να περάσουν 1-2 λεπτά πριν βγουν ξανά στη σκηνή υπό τις ιαχές του κόσμου και το ρυθμικό “Dark Tranquillity” να δονεί την ατμόσφαιρα. Στη σκηνή όμως βγήκαν όλοι πλην του Stanne, ο οποίος, στη συνήθεια που έγινε λατρεία, νάτος δίπλα μας, μπροστά μας, να κάνει τη βολτίτσα του ανάμεσα στο κοινό τραγουδώντας παράλληλα το “State of trust”, να αποθεώνεται φυσικά και να αποδεικνύει για ακόμη μία φορά το πόσο μη ψωνάρα, ντίβα και όλα τα συναφή είναι. Παρεμπιπτόντως, μία κίνηση που έκανε πολλές φορές, μου προκάλεσε ακόμα μία ευχάριστη έκπληξη εκ μέρους του: Αν δεν κάνω κάποιο χοντρό λάθος, σε κάθε μα κάθε άνθρωπο που έκανε crowd surfing (μα τι ωραία είναι που γυρίσαμε πίσω στα lives!!!) και πλησίαζε στη σκηνή, σε απόσταση που μπορούσε να τον ακουμπήσει από πάνω, είτε άπλωνε το χέρι του όσο μπορούσε για να τον φτάσει και να τον χαιρετήσει, είτε τσέκαρε αν «προσγειώθηκε» σωστά. Άσε που με όλους/όλες των πρώτων σειρών πρέπει να έδωσε χέρι η «covid-o-μπουνίτσα». Ρε τι να λέμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο.

Το live έφτανε δυστυχώς στο τέλος του και φυσικά το τέλος δεν μπορούσε να είναι άλλο από δύο από τα απόλυτα hits και συναυλιακά highlights του σχήματος. “Lost to apathy” και “Misery’s crown” και ο κόσμος τα δίνει όλα, ο Stanne έχει πλέον «χαζέψει» από την ανταπόκριση και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Σχεδόν, γιατί ο «Μιχαλάκης» έκατσε και λίγο παραπάνω στη σκηνή, αφότου κατέβηκε η υπόλοιπη μπάντα, να γνωρίζει την αποθέωση και να συγκινείται πραγματικά από αυτό που ζούσε.

Μιχαλάκη είσαι τρέλα, ευχαριστούμε και είμαι σίγουρος ότι το απόλαυσες και εσύ και οι υπόλοιποι της μπάντας όσο και εμείς. Άντε και στο επόμενο γρηγορότερα… και με (πολύ) καλύτερο ήχο!!! Μας λείψατε και σας λείψαμε.

Αν παρέλειψα κάτι να με συγχωράτε. Η συγκίνηση κερδάει (sic).

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here