PRIMORDIAL – The complete guide to their discography

0
200

Από τα ιερά χώματα της Ιρλανδίας, χώματα που τίμησαν μεταξύ άλλων τεράστιες προσωπικότητες όπως οι συγχωρεμένοι Gary Moore, Phil Lynott και Rory Gallagher, ξεπήδησαν το 1992 (με τις ρίζες τους να φτάνουν πίσω στο 1987) τούτοι οι εκφραστές της βιοπάλης και του απώτερου ψυχισμού που είναι συνώνυμο του νησιού. Ο λόγος για τους PRIMORDIAL, οι οποίοι σχηματίστηκαν στο Δουβλίνο πριν 27 χρόνια και μέσα από 9 studio, 1 ΕΡ και 2 ζωντανά ηχογραφημένα albums (το ένα μόνο σε DVD), έχουν καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους και έχουν γίνει μία από τις πλέον αγαπημένες και σεβαστές μπάντες των τελευταίων τριών δεκαετιών. Την Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα και την επόμενη στη Θεσσαλονίκη, θα είναι η ένατη φορά που θα επισκεφτούν την χώρα μας, δείχνοντας ότι η υποστήριξη του ελληνικού κοινού είναι κάτι το οποίο δεν έχουν ξεχάσει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια και πως μεταξύ αυτών και των Ελλήνων οπαδών τους έχουν σφυρηλατηθεί δεσμοί που δύσκολα θα σπάσουν.
Από την πλευρά μας αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα που να μην αναφέρει γενικότερες εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες αλλά να εστιάζει στην δισκογραφία τους, καθώς ο πλούτος κάθε δίσκου τους μας επιτρέπει να είμαστε όχι μόνο τυπικοί, αλλά ουσιαστικά περιγραφικοί. Στην ουσία η δισκογραφία τους χωρίζει σε δύο (2) μέρη, παρότι οι περίοδοι είναι δυσανάλογες χρονικά. Η πρώτη περίοδος φτάνει μέχρι το “Storm before calm” όπου και γνώρισαν την μεγαλύτερή τους προβολή μέχρι τότε και υπάρχει έντονο το black στοιχείο, και η δεύτερη περίοδος ξεκινάει από το “The gathering wilderness” μέχρι σήμερα, όπου «άνοιξαν» τον ήχο τους με συνέπεια να προκύψει το πιο στρωτό τους ύφος. Ας δούμε μαζί αυτήν την μπάντα – φαινόμενο των καιρών μας και ας θυμηθούμε τα πεπραγμένα της.

Από τους Δημήτρη Τσέλλο και Άγγελο Κατσούρα


“Dark romanticism… sorrow’s bitter harvest…” demo (Independent release, 1993)

Βουτιά στο παρελθόν… Οι PRIMORDIAL αφού είχαν ξεκινήσει σαν μία μπάντα που προσπαθούσε να παίξει κάτι μεταξύ thrash/death, άλλαξαν δραστικά το στυλ τους σε μία μίξη πρώιμων BATHORY και CELTIC FROST συν ότι υπήρξαν εμφανώς επηρεασμένοι από την άνοδο του ελληνικού και νορβηγικού black metal εκείνη την εποχή (η σχέση τους με μπάντες της χώρας μας κρατάει από τότε με πολύ tape-trading και γράμματα αλληλεγγύης από και προς κάθε πλευρά). Ο κύριος υπεύθυνος της αλλαγής αυτής δεν ήταν άλλος από τον νεοφερμένο τραγουδιστή Nemtheanga (κατά κόσμον Alan Averill), ο οποίος είδε αφίσα με αγγελία του συγκροτήματος που ζητούσαν τραγουδιστή και πήρε τη θέση σε μόλις δύο ώρες και σε ηλικία 16 ετών, το 1991. H πρώτη τους απόπειρα ηχογράφησης ήταν το demo “Dark romanticism… sorrow’s bitter harvest…” το 1993. Ο Nemtheanga παρά το νεαρό της ηλικίας του φτύνει το λαρύγγι του, ο ήχος του demo δεν είναι και ο καλύτερος δυνατός καθώς το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ακατέργαστο, ωστόσο μέσα από την όλη βαβούρα, μπορούσε κανείς να διακρίνει ψήγματα ότι κάτι μεγάλο ερχόταν για να μείνει. Στο demo περιέχεται το θρυλικό “To enter Pagan” που ποτέ δεν μπήκε σε δίσκο αλλά ακόμα και σήμερα παίζεται στις συναυλίες τους, όπως και τα “The darkest flame”, “Among the Lazarai” και “To the ends of the Earth” τα οποία και κατέληξαν στα δύο πρώτα τους άλμπουμ. Το demo επανακυκλοφόρησε σε ειδική έκδοση CD/DVD το 2004 από την Karmageddon Media, κλείνοντας έτσι για πάντα μία τρύπα κι ένα φετίχ στην δισκογραφία των φανατικών οπαδών της μπάντας.
Highlights: Δικαιωματικά και λόγω ιστορικότητας, το “To enter Pagan”.
Pros: Δεν ακουγόταν σαν καμία άλλη μπάντα παρά τις επιρροές τους.
Cons: Η μετέπειτα μορφή και ηχητική εξέλιξη των κομματιών κάνει το demo να ακούγεται πολύ ανώριμο.

7 / 10

(A.K.)

“Imrama” (Cacophonous Records, 1995)

Οι PRIMORDIAL στο ντεμπούτο τους μπορούν να υπερηφανεύονται για πλείστα όσα πράγματα. Πρώτον, μπορούν να ακούγονται «μαύροι», πιστοί στις διδαχές των BATHORY και γιατί όχι των MAYHEM, έχοντας όμως την δική τους ταυτότητα ως μπάντα. Δεύτερον, η folk πλευρά την οποία και υπηρετούν με ευλάβεια και σύνεση, δεν αντιπροσωπεύεται από μια χαζοχαρούμενη προσέγγιση στα πλήκτρα και παραδοσιακά όργανα ακόμη πιο χαζοχαρούμενα (στα όρια του χαζά) παιγμένα, αλλά μοιάζει να βγαίνει «πηγαία» από την ψυχή τους και ουχί επιτηδευμένα. Τρίτον, οι στίχοι τους, ακατανόητοι μα τόσο μαγευτικοί και γραμμένοι στην προγονική τους γλώσσα αποτελούν σημείο αναφοράς, αντικείμενο μελέτης αλλά και τείχος απρόσβλητο για την υπεράσπιση της αυθεντικότητας του group αφού κανείς δεν μπόρεσε, δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει να γράψει αντίστοιχους με αυτούς του Alan Averill. Τέταρτον, είναι από τους πρώτους που ένωσαν τα απαγγελτά και black φωνητικά σε τέτοια ιδανική αναλογία. Το “Imrama” σχεδόν 25 χρόνια μετά κρίνεται ως ένα ντεμπούτο που προμηνύει πως «κάτι μεγάλο γεννήθηκε» στον χώρο του black metal, έστω και αν στην πορεία οι Ιρλανδοί «ξέφυγαν» από αυτόν τον ήχο και δημιούργησαν τον δικό τους. Πέραν της αξίας του, για εγκυκλοπαιδικούς λόγους πρέπει να σημειωθεί πως είναι και το μοναδικό όπου μπορούμε να ακούσουμε τον Derek MacAmlaigh στα τύμπανα.
Highlights: “Here I am king”, “To the ends of this earth”, “Awaiting the dawn”.
The Pros: το καταπληκτικό βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD, το οποίο και σε βάζει στο ίδιο κλίμα με αυτό που βίωνε η μπάντα όταν ηχογραφούσε, κοινωνικά, πολιτιστικά αλλά και προσωπικά.
The Cons: η κάτω των απαιτούμενων standards παραγωγή, που του στερεί το άριστα.

9 / 10

(Δ.Τ)

“A journey’s end” (Misanthropy Records, 1998)
Αλλάζοντας εταιρεία και μεταπηδώντας στην Misanthropy Records, είχε έρθει η ώρα να δημιουργήσουν τον διάδοχο της «καταιγίδας» του “Imrama”. Ο δεύτερος δίσκος τους, με τον Simon O’Laoghaire πια στα τύμπανα, έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το πιο ΣΚΑΤΟΨΥΧΟ (με κεφαλαία και χωρίς σύμβολα που κρύβουν τη λέξη για έμφαση) δημιούργημα τους. Στο “A journey’s end” οι PRIMORDIAL βάζουν μαύρα πανιά στο καράβι που τους συντροφεύει στο ταξίδι τους προς το τέλος. Το τέλος της ανεμελιάς, το τέλος της σοβαροφάνειας και το τέλος της όποιας αμφιβολίας μπορεί να είχε κάποιος για την αξία τους μετά το “Imrama”. Αρχίζει αυτό το «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» μοτίβο των συνθέσεων τους που εξυψώνει το πνεύμα και κάνει την καρδιά να χτυπάει δυνατότερα, συγκίνηση και σπαραγμός ρέουν μέσα στις φλέβες του ανυποψίαστου ακροατή και γενικά ο δίσκος αποτελεί μέγιστη αφύπνιση ως προς την ευρύτερη κατανόηση των σταθερών αξιών της ζωής. Εδώ αρχίζει και θεμελιώνεται το πομπώδες και δαιδαλώδες ύφος των συνθέσεων τους, με τις διάρκειες των κομματιών να μεγαλώνουν αισθητά. Μόνο το “Dark song” είναι μικρότερο από 8’ από τα «κανονικά» κομμάτια του δίσκου, καθώς το “Solitary mourner” αποτελεί μία κατηγορία από μόνο του. Ένα 3λεπτο πέρασμα προς την αιωνιότητα, με τον Νemtheanga να παγώνει το αίμα με την βαθιά ανάσα που παίρνει στην αρχή και απλά απαγγέλει φέρνοντας ένα ξεκάθαρο βάρος στο στήθος και την καρδιά. Μόνο το “The gathering wilderness” στη συνέχεια «έπιασε» ανάλογη ατμόσφαιρα, αλλά και πάλι πιο «καμουφλαρισμένα».
Highlights: “Graven idol”, “Autumn’s ablaze”, “Bitter harvest”.
The Pros: Το ψυχικό βάρος μέσα από την ατμόσφαιρα του δίσκου που οδηγεί σε λύτρωση.
The Cons: Το πανέμορφο λιτό εξώφυλλο που άλλαξε στην επανέκδοση και το λάθος στο “On Aistear Deirneach” που στις επανεκδόσεις το “on” άλλαξε σε “an”.

9 / 10

A.K.)

“The burning season” EP (Hammerheart Records, 1999)

Η μπάντα κατάλαβε γρήγορα ότι επέζησε από μία τεράστια εσωτερική διαμάχη κατά τις ηχογραφήσεις του “A journey’s end”. Όπως ανέφεραν και οι ίδιοι, ήταν η είσοδος του Simon O’Laoghaire που τους έκανε να καταλάβουν ότι τελικά δεν μισούν ο ένας τον άλλο όσο νόμιζαν και μπόρεσαν να τελειώσουν τον δίσκο. Η αλλαγή στο εξώφυλλο που αναφέρθηκε πιο πάνω ήταν η τελευταία φορά που συμβιβάστηκαν και νιώθοντας ότι πράγματι τέλειωσε ένα ταξίδι στις μαύρες ημέρες του παρελθόντος, άλλαξαν ρότα και δημιούργησαν την πιο όμορφη μουσική της καριέρας τους την διετία 1999-2000. Αφού υπέγραψαν στην τότε ανερχόμενη Ολλανδική Hammerheart Records, μιας και η Misanthropy Records σταμάτησε να υφίσταται, αποτέλεσμα της νέας τους νοοτροπίας που ήταν να αναγεννηθούν από τις στάχτες του παρελθόντος τους ήταν αρχικά το κορυφαίο EP “The burning season”. Τέσσερα κομμάτια με συνολική διάρκεια άνω των 30’ (όπως το διαφήμιζαν περήφανα στο οπισθόφυλλο) που τους έβρισκαν σε κορυφαία φόρμα, με τα κομμάτια πιο ανεβαστικά και με μία κορυφαία επανεκτέλεση του “Among the Lazarai” από το πρώτο τους demo, το οποίο εδώ συναντάμε ως “Among the Lazarae”. To ομότιτλο έπος του ΕΡ είναι σε ελαφρώς διαφορετική εκτέλεση από αυτή που θα το συναντούσαμε ένα χρόνο μετά στο κορυφαίο άλμπουμ της καριέρας τους, ενώ το θρυλικό “And the sun set on life forever” είναι κι αυτό επανεκτέλεση του “Let the sun set on life forever” από το “Imrama” το οποίο κατέληξε ως έξτρα κομμάτι σε επανεκδόσεις του “A journey’s end”. Τέλος, το εναρκτήριο “The calling” είναι το μοναδικό κομμάτι της κυκλοφορίας που δεν συναντήθηκε ποτέ σε άλλη κυκλοφορία.
Highlights: 31’ τελειότητας από την αρχή ως το τέλος, κανένα συγκεκριμένο highlight.
The Pros: Ο κορυφαίος οργανικός ήχος και οι επανεκτελέσεις των παλιότερων κομματιών
The Cons: Ότι οι νεότεροι οπαδοί δεν βρήκαν ενδιαφέρον στην απόκτηση του μια και τα 3 από τα 4 κομμάτια μπορούσαν να τα βρουν σε μετέπειτα επανεκδόσεις.

10 / 10

(A.K.)

 


“Spirit the Earth aflame” (Hammerheart Records, 2000)

Κατά την προσωπική μου άποψη (και δεν είμαι ο μόνος), το κορυφαίο άλμπουμ που μας χάρισε αυτό το κορυφαίο συγκρότημα. Το άλμπουμ – κάθαρση που τους έβγαλε από το τέλμα των εσωτερικών αναζητήσεων και που τους έδωσε μεγαλύτερη προβολή στο εξωτερικό. Η πρώτη φορά που η μπάντα είχε μεγάλο ενδιαφέρον από τον Τύπο, που οι ίδιοι (κυρίως ο Nemtheanga) ενήργησαν πιο επαγγελματικά στην προώθηση του συγκροτήματος τους και που τους βρήκε σε μία νέα αρχή όπως οι ίδιοι το ονομάζουν. Σύμφωνα με τις ιστορικές σημειώσεις του εσώφυλλου, ο δίσκος συνδυάζει τις τραγωδίες που πέρασε ο Ιρλανδικός λαός, το αίμα του οποίου υπερχείλισε τη χώρα, αλλά και το δυνατό και μαχητικό τους πνεύμα που τους έβγαλε δυνατότερους μέσα από τις κακουχίες των προηγούμενων αιώνων. Με τον αέρα ανανέωσης διάχυτο μέσα στις συνθέσεις, οι ίδιοι οι PRIMORDIAL ένιωσαν τότε ότι είναι η πρώτη φορά που μπορεί κάποιος να καταλάβει το όραμα που είχαν για τη μουσική τους και τι μπορούν να σημαίνουν και οι ίδιοι για τους οπαδούς τους. Πιο επικοί από ποτέ μέχρι τότε, θα βάσιζαν κατά πάρα πολύ μεγάλο μέρος το μέλλον τους και την τεχνοτροπία των συνθέσεων τους σ’ αυτόν το δίσκο, ενώ και ο ίδιος ο Nemtheanga περιγράφει την διαδικασία των ηχογραφήσεων του ως την διασκεδαστικότερη από όλα τα άλμπουμ τους. Στην χρόνια μάχη τους ενάντια στο μεταλλικό κατεστημένο και ενάντια στην όποια τάση και εμπορικότητα, οι PRIMORDIAL εδώ καταθέτουν τον απόλυτο θρίαμβο τους, ο οποίος είναι κατά πολύ υπεύθυνος για την ώθηση που λάβανε μελλοντικά και την αύξηση του αριθμού των οπαδών τους.
Highlights: “Gods to the godless”, “The burning season”, “Glorious dawn”
The Pros: Το πέρασμα σε άλλο μουσικό και επαγγελματικό επίπεδο.
The Cons: Η επιτυχία και αύρα του, είχε σύμφωνα με τους ίδιους αρνητικό αντίκτυπο στο επόμενο τους άλμπουμ “Storm before calm”, το οποίο χαρακτηρίζουν άνισο και με έλλειψη συγκέντρωσης.

10 / 10

(A.K.)

 


“Storm before calm” (Hammerheart Records, 2002)

Μπορεί το τιτάνιο “Spirit the Earth aflame” να έριξε τους πρώτους σπόρους της εγκαθίδρυσης του “PRIMORDIAL ήχου” που έγινε στο μέλλον σημείο αναφοράς από κόσμο και κοσμάκη, αλλά αυτοί οι σπόροι εδώ ευδοκίμησαν, ξεκάθαρα. Όταν το “Storm before calm” κυκλοφόρησε, μπορεί η έκπληξη να ήταν μεγάλη από πλευράς ακροατών – οπαδών και Τύπου, αλλά παράλληλα για αυτόν ακριβώς τον λόγο ουδείς μπορούσε τότε να μαντέψει το πόσο σημαντικός δίσκος θα αποδεικνυόταν μέσα στην πορεία των ετών. Οι σήμα κατατεθέν κιθάρες των Ιρλανδών εδώ αγγίζουν νέα επίπεδα μεγαλείου και τα τύμπανα εγκαθιδρύουν την δική τους «άποψη» στον χώρο του ακραίου ήχου…γιατί οι PRIMORDIAL εκεί ανήκουν ακόμη. Ο Alan κρατά τον κλασσικό black metal τρόπο ερμηνείας στην ουσία μόνο στο “Sun first rays” χρησιμοποιώντας ολοένα και περισσότερο τα καθαρά του φωνητικά, ενώ η ποίηση στους στίχους φαντάζει ως ένα γαελικό πολιτιστικό-πολιτισμικό μανιφέστο και είναι διάχυτη σε ολόκληρο το άλμπουμ, το οποίο διανθίζεται και με τα ποιήματα “The hosting of the Sidhe” του William Butler Yates και το παραδοσιακό “The recovery of the Tain”, που χρησιμοποιούνται εδώ αυτούσια σχεδόν. Ο Alan το θεωρεί υποτιμημένο και ίσως μια λάθος κίνηση από πλευράς μπάντας, οι οπαδοί όμως μάλλον διαφωνούν μαζί του και το λατρεύουν, με βασικότερο λόγο να αποτελεί το προτελευταίο τραγούδι του… “Shone the sunset, red, and solemn!”

Highlights: “Sons of the Morrigan”, “Fallen to ruin”.
The Pros: ο νέος ήχος της μπάντας, ένας νέος ήχος για το metal στερέωμα στην ολότητά του.
The Cons: σχετικά πιο «δύσκολος» δίσκος από τους προηγούμενους, απαιτεί περισσότερες ακροάσεις αλλά ανταμείβει.

9 / 10

(Δ.Τ)

 


“The gathering wilderness” (Metal Blade Records, 2005)

Υπάρχει μια ιδιότυπη αρχή στην μουσική, που θέλει σχεδόν κάθε δίσκο που ξεκινά αριστουργηματικά, να είναι στο σύνολό του καταπληκτικός. Η αρχή αυτή βρίσκει εδώ απόλυτη εφαρμογή, γιατί πολύ απλά… “The golden spiral”. Επίσης υπάρχει μια άλλη ιδιότυπη αρχή που θέλει σχεδόν κάθε δίσκο που κάνει το “back to back” στα δύο πρώτα του κομμάτια, να είναι αριστουργηματικός. Και αυτή η αρχή βρίσκει εδώ απόλυτη εφαρμογή, γιατί πολύ απλά… “The gathering wilderness”. Ο ξυρισμένος γουλί πια Nemtheanga (όταν είχε μαλλιά έμοιαζε με έναν “Martin Walkyier” του black) τραγουδά πιο παθιασμένα από κάθε άλλη φορά, τα λόγια του είναι ξίφος που διαπερνά και την ισχυρότερη θωράκιση, είναι δηλητήριο που διαβρώνει κάθε έννοια υποκρισίας, είναι ο δαυλός που φωτίζει τις αξίες του παρελθόντος ώστε να τις δουν επιτέλους οι νεότερες γενεές και να παραδειγματιστούν. H γκρίζα και πάνω απ’ όλα επική ατμόσφαιρα, η εισχώρηση (και) του doom στον PRIMORDIAL ήχο (Cities carved in stone”), το βιολί της Aoife King, τα αιώνια κομμάτια, η ούτε μία υποψία filler ή άσκοπης νότας, όλα εδώ συντελούν στο θαύμα. Δίσκος σημείο αναφοράς τόσο για την ίδια την μπάντα, όσο και για όποια άλλη θα αποφάσιζε να παίξει κάπως έτσι (γιατί ΕΤΣΙ δεν θα παίξει κανείς ποτέ) στην συνέχεια. Ένα από τα συγκλονιστικότερα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής μας…και αν θέλετε μπορείτε να αφαιρέσετε το «μας» από την φράση αυτή. Πρώτος δίσκος και για τον Michael Flynn, από τούδε και στο εξής συνοδοιπόρος του Ciáran MacUiliam στις κιθάρες.

Highlights: “The golden spiral”, “The gathering wilderness”, “The coffin ships” (το δικό τους “One road to Asa Bay” κατά τον Alan).
The Pros: η σιγουριά της στήριξης από μια εταιρεία – κολοσσό, η θέληση για επαναδιατύπωση των αρχών του group σε πιο ξεκάθαρο πλαίσιο την φορά αυτή, η τέλεια για το ύφος αυτό παραγωγή.
The Cons: μηδέν.

10 / 10

(Δ.Τ)
 


“To the nameless dead” (Metal Blade Records, 2007)

Πάρα πολύ κρίσιμο άλμπουμ στην ιστορία της μπάντας. Κι αυτό γιατί είχε να συναγωνιστεί το άλλο αδιαμφισβήτητο αριστούργημα τους, “The gathering wilderness”. Το συγκεκριμένο άλμπουμ όχι απλά τους είχε ανεβάσει σε άλλο επίπεδο αναγνωρισιμότητας, καθώς είχαν συνάψει το συμβόλαιο με την Metal Blade, αλλά έμοιαζε τόσο κραταιό που ένιωθαν πολλοί ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί. Όμως το “To the nameless dead” έχει πολλή από την ουσία του προκατόχου του, χωρίς αυτό το πνίξιμο στο λαιμό αλλά με μία πιο επική και θετική αύρα μέσα του. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι αυτοί οι οποίοι το θεώρησαν ανώτερο κι από το προαναφερθέν αριστούργημα, ενώ είναι γενικά το αγαπημένο άλμπουμ της δεύτερης εποχής για πολλούς οπαδούς τους. Οι PRIMORDIAL όπως είχαν αποδείξει άλλες πέντε φορές κατά το παρελθόν, δεν μπορούσαν να γράψουν μέτριο κομμάτι ούτε υπό την απειλή όπλου, έτσι για άλλη μία φορά έβαλαν επτά κομμάτια (κι ένα ιντερλούδιο) κατά την προσφιλή BATHORY τακτική των πρώτων ημερών και έκαναν το θαύμα τους για άλλη μία φορά με αυτό τον πλέον πολυδιάστατο σε σχέση με το παρελθόν θρίαμβο τους. Κατάφεραν όχι μόνο να διατηρήσουν το όνομα τους στην επικαιρότητα με τον κατάλληλο τρόπο, αλλά έδειχναν ότι ακόμα είχαν πολύ λάδι στο καντήλι της ζωής τους κι ότι μελλοντικά θα έρχονταν κι άλλα ανάλογα αριστουργήματα (όπως και ήρθαν). Nαι, εδώ μπορεί να μην υπάρχει ένα “The coffin ships” (το δικό τους “One road to Asa Bay” όπως λέει ο Nemtheanga και αναφέρθηκε ήδη) που να κάνει την μεγάλη διαφορά, αλλά το άλμπουμ λειτουργεί εκπληκτικά ως σύνολο που κάθε κομμάτι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του.
Highlights: “Empire falls”, “Gallows hymn”, “Heathen Tribes”
The Pros: Δεν το πλάκωσε η σκιά του “The gathering wilderness” και δημιούργησε νέα γενιά οπαδών.
The Cons: Αρκετοί θεώρησαν ότι βγάλανε «ασφαλή» δίσκο και πως είναι ένα νέο, λίγο πιο καθαρό, “The gathering wilderness”.

9,5 / 10

(A.K.)

 


“Redemption at the puritan’s hand” (Metal Blade Records, 2011)

Θριάμβων συνέχεια για το συγκρότημα με το ίσως πιο ιδιαίτερο στιχουργικά άλμπουμ τους, μ’ έναν απίστευτο αέρα ανανέωσης και συνάμα την σύμπτυξη των δύο προηγούμενων δίσκων τους σε έναν, συν τα όποια νέα τους στοιχεία. Αρμόδιος καλύτερα να αναλύσει τα του δίσκου ο ίδιος ο Nemtheanga σύμφωνα με δηλώσεις της εποχής: «Αυτό είναι το άλμπουμ μας για τον θάνατο. Απλά και λιτά. Παρότι δεν είναι concept album, πολλά από τα θέματα του έχουν να κάνουν με την θνητότητα και πως την αντιμετωπίζουμε. Τις πνευματικές κατασκευές που τοποθετούμε γύρω μας για να την καταλάβουμε. To σεξ, ο θάνατος, η προδημιουργία και ο Θεός. Όσο μεγαλώνουμε, η σχέση με τις ζωές μας αλλάζει, η επιβεβαίωση ότι δε θα ζήσουμε για πάντα, το μεγάλο σχέδιο που πάντα θέλαμε να αποκαλύψουμε ποτέ δεν υλοποιείται, γινόμαστε τροφή για τα σκουλήκια και τίποτα παραπάνω». Όσον αφορά γιατί καταφέρεται ενάντια στις θρησκευτικές πεποιθήσεις… «Όλοι ζητάμε λύτρωση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από ψέματα ή αλήθειες. Όσοι από εμάς είναι άθεοι ή άπιστοι συχνά ζηλεύουμε αυτόν που έχει πίστη γιατί η ζωή του μοιάζει να έχει ένα έξτρα σκοπό, παρότι η λογική, ο πραγματισμός, η επιστήμη και ο ρεαλισμός θα έπρεπε να συντρίβουν οποιοδήποτε σημάδι πίστης , ακόμα επιμένουμε στο να λέμε ψέματα στους εαυτούς μας. Ίσως η εναλλακτική να είναι ισχυρή για να την αντέξουμε. Έτσι τα θέματα της θρησκείας, της θνητότητας και του θανάτου δίνουν και παίρνουν στον δίσκο, μαζί με συνεχή θέματα αποξένωσης, μαρτυρίου, θυσίας, βίας και εκδίκησης»…
Highlights: “No grave deep enough”, “Bloodied yet unbowed”, “Death of the gods”.
The Pros: Έχει έναν έξτρα επικό ψυχισμό μέσα του σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ. Συν την εξωφυλλάρα.
The Cons: Σε αρκετούς η δεύτερη πλευρά του (κομμάτια 5-8) μοιάζει άνιση σε σχέση με την πρώτη (1-4).

9,5 / 10

(A.K)

 


“Where greater men have fallen” (Metal Blade Records, 2014)

Οκτώ δίσκοι, οκτώ μεγάλες κυκλοφορίες. Απίστευτο, έτσι; Βρείτε μου εσείς συγκροτήματα που να έχουν τέτοιο σερί, ειδικά από την εποχή μας, και θα σας παραδεχτώ. Ελάχιστα (πρέπει να) είναι. Οι Ιρλανδοί επανέρχονται με όλα τους τα στοιχεία να είναι εδώ: οι «απλωτές» κιθάρες, τα heavy riffs, τα ακουστικά «πήγαινε-έλα», η «θάλασσα συναισθημάτων» που σε «καταπίνει», το επικό σκοτάδι που καλύπτει κάθε τους δίσκο, το ιδιαίτερο rhythm section και φυσικά η φωνή του Alan. Με μια νέα κατάθεση ψυχής. Με ένα επικολυρικό αριστούργημα που έχει τον χρόνο παντοτινό σύμμαχο και μερικές από τις καλύτερες στιγμές στο σύνολο της δισκογραφίας τους στις τάξεις του. Με στίχους που κατακεραυνώνουν όλες τις αδυναμίες του ανθρώπου από καταβολής κόσμου. Και είναι όντως απορίας άξιον αλλά και συνάμα αντικείμενο μελέτης, πως γίνεται ένα τέτοιο άλμπουμ να ΜΗΝ ανήκει στο black metal, αλλά να έχει πάνω του όλη την «μαυρίλα» του υποτίθεται πιο «σκοτεινού» και «μοχθηρού» metal ιδιώματος. Εκτός και αν εσείς δεν ακούτε επί παραδείγματι ένα ΞΕΚΑΘΑΡΟ black metal riff στο “Babel’s tower”, το οποίο να έρχεται απευθείας από τα βάθη της σάπιας καρδιάς του “De mysteriis dom Sathanas”. Ναι, το “Where greater men have fallen” είναι ελαφρώς κατώτερο όσων προηγήθηκαν, αλλά οι PRIMORDIAL δείχνουν ακόμη πανίσχυροι. Μόνο που κάποιοι εξ ημών, κάπου αρχίσαμε να πιστεύουμε πως εδώ λογικά το σερί θα σταματήσει… όπερ και εγένετο στον επόμενο δίσκο.

Highlights: “Born to night”, “Wield lightning to split the sun” και φυσικά το ομώνυμο έπος.
The Pros: Η επιβλητικότερη εισαγωγή στην ιστορία της μπάντας βάζει γκολ από τα αποδυτήρια, η κραυγή “Traitors!” στην αρχή του “The seed of tyrants” και ο καλύτερος ήχος που είχαν ποτέ.
The Cons: Τα “Come the flood” και “The alchemist’s head” καίτοι καλά ως συνθέσεις, υστερούν έναντι των υπολοίπων και δεν αφήνουν το απόλυτο δεκάρι να έρθει αβίαστα με την πρώτη κιόλας ακρόαση.

8,5 / 10

(Δ.Τ)

 


“Gods to the Godless” – live (Metal Blade Records, 2016)

Οι Ιρλανδοί είναι πέντε μουσικοί που καταθέτουν πάντα σώμα και ψυχή στο σανίδι. Πέντε μικροί ήρωες στα μάτια «διψασμένων» για νότες οπαδών. Ηχογραφημένο στο Bang Your Head της Γερμανίας το 2015, το “Gods to the Godless” αποτελεί τηρουμένων των αναλογιών ένα καλό υποκατάστατο ενός “PRIMORDIAL live”, αλλά όπως και να το κάνεις, δεν μπορεί να αντικαταστήσει το συναίσθημα μιας συναυλίας. Πιστεύω δε ακράδαντα, πως θα έπρεπε να έχει έρθει νωρίτερα, ειδικά υπό αυτόν τον τίτλο. Βασιζόμενοι στην δεύτερη περίοδό τους, οι PRIMORDIAL μέσα από έντεκα κομμάτια αντιπροσωπευτικά (ή και όχι τόσο) αυτής θέλουν να κάνουν ξεκάθαρο πως είναι μια μπάντα με ιδιαίτερη άποψη και το κυριότερο, πως έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τους οπαδούς τους. Αυτό το τελευταίο έχει την αποστολή να στο δώσει να το καταλάβεις κυρίως ο Alan, ο οποίος είναι ένας από τους καλύτερους frontmen σήμερα. Όλα καλά, όλα ωραία, αλλά κάποιες μπάντες δεν τις ακούς απλά, τις ΖΕΙΣ, και το “Gods to the Godless” στον τομέα αυτόν χάνει.
7,5 / 10

(Δ.Τ)

 


“Exile amongst the ruins” (Metal Blade Records, 2018)

Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμη ο δίσκος αυτός διχάζει. Όταν έχεις πίσω σου τέτοια δισκογραφία, τότε κάθε νέο βήμα σου αναμένεται με ανυπομονησία, συνοδεύεται από απαιτήσεις, αναμένει σκληρή κριτική, είτε καλοπροαίρετη από τους πραγματικούς φίλους, είτε κακοπροαίρετη από τους πραγματικούς εχθρούς. Και μπορεί το “Nail their tongues” να ακούγεται σαν leftover του “Where greater men have fallen” κάνοντάς σε να το βλέπεις θετικά μεν αλλά με κάποιο προβληματισμό, το νεωτεριστικό “To Hell or the Hangman” όμως που ακολουθεί σου δημιουργεί ένα ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι… Βλέπεις, ακούς, αισθάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά… το ζήτημα με το άλμπουμ λοιπόν ξέρεις πως υπάρχει, και προσπαθείς να το βρεις. Τι ευθύνεται λοιπόν για τα πρώτα σημάδια παρακμής στην ακαταπόνητη αυτή μηχανή παραγωγής αριστουργημάτων; Η τάση πειραματισμού και αλλαγής στον ήχο που αρχίζει και διακρίνεται, ή μήπως το γεγονός πως όσα κομμάτια ακολουθούν το κλασσικό PRIMORDIAL στυλ, δεν είναι τόσο δυνατά ώστε να σε αρπάξουν από τον λαιμό; Η απάντηση είναι απλή, και ονομάζεται «ο συνδυασμός αυτών». Σε κάποιους ο πειραματισμός ταιριάζει, και πρέπει και να επιζητείται. Κάποιοι άλλοι όμως, έχουν ένα στυλ το οποίο οι ίδιοι εγκαθίδρυσαν, τους ταιριάζει, και δεν χρειάζεται να αλλάζει. Το σερί των 8/8 σπάει, σημάδι πως κανείς δεν μπορεί να έχει την έμπνευση στα ύψη για τόσα πολλά άλμπουμ, ακόμη και αν είναι διασταύρωση JUDAS PRIEST με IRON MAIDEN.

Highlights: “Where lie the gods”, “Exile amongst the ruins”.
The Pros: Η εξαιρετική παραγωγή.
The Cons: η αίσθηση πως τα κομμάτια είναι «ό,τι άφησε» το “Where greater men have fallen”, η αδικαιολόγητα μεγάλη τους διάρκεια και το “Stolen years”, γιατί ήταν προϊόν διαφωνίας και στην ουσία θα μπορούσε να λείπει.

7 / 10

(Δ.Τ.)

Έτσι κλείνει αυτό το αφιέρωμα στους PRIMORDIAL. Ποτέ δεν θα γίνουν το μεγάλο εμπορικό όνομα. Ποτέ δεν θα πουλήσουν εκατομμύρια ή και χιλιάδες αντίτυπα. Ποτέ δεν θα αποκτήσουν μόνιμη θέση στα playlists του ραδιοφώνου. Πάντα όμως θα είναι οι αγέρωχοι κοινωνοί πραγματικών αξιών του ανθρώπου, θα τιμούν τους οπαδούς τους, θα μας κάνουν να νιώθουμε μέλη του group. Θα ιδρώνουν και θα τιμούν τη φανέλα. Όσοι τους έχετε παρακολουθήσει, ξέρετε τι να περιμένετε. Όσοι δεν το έχετε κάνει, έχετε μία ακόμη ευκαιρία. Και όταν ο Alan ρωτήσει ξανά “Are you with us?”, εμείς θα απαντήσουμε “To the bitter end!”

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here