RIOT CITY interview

0
351
RIOT-CITY-band-pic1.jpg

“They take control… they break them all!”

Είναι Καναδοί, ήρθαν να ταράξουν τα heavy metal ύδατα και το έκαναν με τρόπο εμφατικό. Αρχικά το 2019, με το σαρωτικό ντεμπούτο τους, “Burn the night” και κατόπιν με το “Electric elite” έναν από τους καλύτερους heavy/power metal δίσκους της προηγούμενης χρονιάς. Οι RIOT CITY είναι το “next big thing” στον κλασσικό ήχο και στον απόηχο του θριάμβου τους, λίγες μέρες πριν μας αποχαιρετήσει το 2022, ο Δημήτρης Τσέλλος συνομίλησε με τους άκρως ευδιάθετους Dustin Smith (μπάσο), Jordan Jacobs (φωνητικά) και τον νεοφερμένο Jake Gracie (τύμπανα), περί πολλών και διαφόρων και ιδού τι ειπώθηκε.

Κύριοι, σας καλωσορίζουμε στο ελληνικό Rock Hard και σας συγχαίρουμε για το “Electric elite”. Πριν μιλήσουμε όμως για αυτό, ας πάμε λίγο πιο πίσω, μιας και είναι η πρώτη φορά που σας «γνωρίζουμε». Το ντεμπούτο σας έκανε μεγάλη εντύπωση στους «κύκλους» του κλασικού heavy metal. Πιστεύετε ότι το γεγονός αυτό «άνοιξε το δρόμο» για να έχει φέτος το “Electric elite”, την καλύτερη δυνατή υποδοχή;
Jake: Ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση και τα καλά σας λόγια! Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση είναι «σίγουρα». Η υποδοχή που έτυχε το “Burn…” ξεπέρασε κάθε προσδοκία και πραγματικά οδήγησε το συγκρότημα σε ένα διαφορετικό, υψηλότερο επίπεδο, κατά τη γνώμη μου. Ως κάποιος που ήταν εκεί στην πρώτη συναυλία των RIOT CITY, στις μέρες του demo του “Living fast”, μπορώ να σου πω πως η μπάντα δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται μουσικά καθόλου και νομίζω ότι η δυναμική της συνεχώς αυξάνεται. Το “Burn…” είναι σίγουρα ένα σπουδαίο άλμπουμ, αλλά το “Electric…” είναι χωρίς αμφιβολία ένα σοβαρό ανοδικό βήμα, ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, όσον αφορά τη σύνθεση των τραγουδιών.

Τρία χρόνια μετά και με όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένη ματιά, πώς θα το χαρακτηρίζατε;
Dustin:
Χμ… δεν το κάνουμε συχνά αυτό, εννοώ να κοιτάμε πίσω και να κρίνουμε, αλλά πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, ακούγοντας το “Burn the night” και βλέποντάς το όσο γίνεται πιο «ψυχρά», νομίζω ότι καταφέραμε κάτι πολύ ιδιαίτερο και ελπίζω ο κόσμος να το θυμάται και να το βλέπει έτσι και στο μέλλον.

Η αξία του, σας δημιούργησε κάποιο άγχος, όσον αφορά τη δημιουργία του “Electric elite”;
Αυτή είναι μια πραγματικά σπουδαία ερώτηση… Το άγχος της δημιουργίας ενός άλμπουμ που ακολουθεί ένα τέτοιο ντεμπούτο, είναι φυσικά μεγάλο. Είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό… Νιώθαμε ότι έπρεπε να είμαστε ακριβείς με όλα, με τις ενορχηστρώσεις, τα hooks και κυρίως το στιχουργικό περιεχόμενο και τις μελωδίες. Φαινόταν πως υπήρξε εξαρχής πολύς ντόρος γύρω από το όνομά μας, ο οποίος θα μεγάλωνε με το δεύτερο άλμπουμ μας. Έτσι, ήμασταν αποφασισμένοι να δώσουμε το «απόλυτο» που μπορούσαμε και νομίζω ότι τα καταφέραμε.

Σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης, ηλεκτρονικά και έντυπα, ανακήρυξαν το “Electric elite” ως «δίσκο του μήνα», όταν κυκλοφόρησε και το έχρισαν αμέσως έναν από τους κύριους διεκδικητές για την πρώτη θέση, ανάμεσα στα καλύτερα της χρονιάς. Είπαμε πριν για τον επερχόμενο «ντόρο», αλλά ειλικρινά, περιμένατε τέτοια υποδοχή;
Η υποδοχή του Τύπου ήταν κάτι το εξωπραγματικό, ήταν δύσκολο να το παρακολουθήσουμε όλο αυτό, από ένα σημείο και μετά! Είναι μεγάλη τιμή ακόμα και να σε αναφέρουν ανάμεσα στους υποψηφίους καλλιτέχνες για το «άλμπουμ της χρονιάς», πόσο μάλλον να ακούς ότι είσαι η αγαπημένη μπάντα κάποιου, όλων των εποχών!

Τι εννοείς, ακούστηκε κάτι τέτοιο όντως;
Ναι, το ακούσαμε κι αυτό! (γέλια) Από τη μια με κάνει, τόσο εμένα όσο και τα υπόλοιπα παιδιά, να αισθανόμαστε μια ταπεινότητα, αλλά από την άλλη είναι ταυτόχρονα κάτι το απίστευτα σουρεαλιστικό… μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είμαι ζωντανός ή σε κάποιο heavy metal κώμα! Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε όλους όσους μας υποστηρίζουν, σημαίνει τα πάντα για μας. Ας πιούμε σε αυτό, στην υγειά μας!

Εις υγείαν λοιπόν! Να σου πω, σίγουρα έβαλε το χεράκι της με το επιτυχημένο της promotion και η No Remorse, έτσι; Ταχέως αναπτυσσόμενη εταιρεία, ήδη κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως. Πώς ενταχθήκατε στο roster της;
Γαμώτο, ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι γιατί ο Chris (σ.σ: Χρήστος Παπαδάτος, το αφεντικό της No Remorse) μας έστειλε μήνυμα! Πού μας βρήκε; Τι μας βρήκε; (γέλια) Τέλος πάντων! Chris rules! Και όλοι οι υπόλοιποι στη No Remorse όμως, είναι καταπληκτικοί, η εταιρεία είναι “solid as a rock”! Μας βοήθησαν να χαράξουμε το μέλλον μας και μας ώθησαν στο επόμενο επίπεδο! Πλήρης υποστήριξη!

Η επόμενη ερώτηση είναι σίγουρα αναμενόμενη: Οι ερμηνείες του Cale Savy στο ντεμπούτο σας, ήταν εντυπωσιακές. Ωστόσο, ο νέος σας τραγουδιστής, Jordan Jacobs, είναι ακόμα καλύτερος, σε σημείο που να θεωρείται η επόμενη «μεγάλη φωνή» στο κλασικό heavy/power metal! Πού τον βρήκατε αυτόν;
Τον γνωρίζαμε τον Jordan χρόνια, έπαιζε με αρκετές μπάντες της περιοχής μας. Εκεί τον συνάντησα κι εγώ, σε μια τοπική συναυλία. Θυμάμαι έπαιζε η προηγούμενη μπάντα, κι εγώ πήγα να πάρω βελάκια για να παίξω στόχους (σ.σ: κατάλαβα…). Όταν ανέβηκε στην σκηνή η επόμενη μπάντα, άκουσα μια απίθανη φωνή που τρυπούσε αυτιά, τα παράτησα όλα και έτρεξα να δω ποιος τραγουδά σαν banshee (σ.σ: Το banshee είναι ένα θηλυκό πνεύμα στην ιρλανδική λαογραφία, που προαναγγέλλει το θάνατο ενός μέλους της οικογένειας, θρηνώντας ή κλαίγοντας ουρλιάζοντας), από πού στο διάολο ερχόταν αυτό! Εκεί, σε όλο του το μεγαλείο, ήταν ο κοντομάλλης Jordan Jacobs που ούρλιαζε πιο δυνατά από τον οποιονδήποτε, στην σκηνή του Calgary. Λίγο μετά την κυκλοφορία του “Burn the night” και ενώ κρατούσαμε μια επαφή, ο Jordan είχε στείλει μήνυμα στον Cale συγχαίροντάς μας για τον δίσκο καθώς και για τη φωνητική απόδοση του Cale. H απάντηση του Cale ήταν «Ευχαριστώ φίλε, τι θα έλεγες να έρθεις να τραγουδήσεις για εμάς;» Ε, όπως καταλαβαίνεις, τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Jordan είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις καλύτερες φωνές στο metal σήμερα και αξίζει να αναγνωριστεί ως κορυφαίος υποψήφιος για την πρωτιά, κατά τη γνώμη μου!

Ακούγατε μουσική κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύνθεσης των νέων κομματιών ή ήσασταν «απομονωμένοι» από τον «έξω κόσμο»;
Πάντα ακούμε μουσική και τα αγαπημένα μας τραγούδια, από το σούρουπο μέχρι την αυγή! Το heavy metal κυριαρχεί στη ζωή μας!

Το “Electric elite” έχει δύο μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια, που ξεχωρίζουν αμέσως: Το “Ghost of Reality” και το “Severed ties”. Η σύνθεσή τους προέκυψε τυχαία ή θέλατε εξαρχής να έχουν αυτήν τη μορφή;
Jordan:
Το “Severed ties” ήταν από την αρχή προορισμένο να είναι ένα 10λεπτο κομμάτι, ιδανικό για το «κλείσιμο» του άλμπουμ. Του αλλάζαμε μορφή συνεχώς και στο τέλος περιορίστηκε στα περίπου 7 λεπτά. Προς έκπληξή μας όμως, ο Chad (σ.σ: Vallier, ο πρώην drummer του group, ο οποίος έχει παίξει τα τύμπανα) συνέθεσε και ηχογράφησε τη μουσική για το «μπαλαντοειδές» τμήμα της εισαγωγής, το οποίο ήταν τόσο καλό που όχι μόνο μας ώθησε να ξαναγράψουμε τα φωνητικά για ολόκληρο το τραγούδι, αλλά επιπροσθέτως «τράβηξε» τη διάρκεια του τραγουδιού στα δέκα λεπτά, όπως ήταν το αρχικό μας όραμα.

Εκτός από αυτά τα δύο, ποιες θεωρείτε τις καλύτερες στιγμές του “Electric elite”;
Dustin:
Μεγάλο highlight είναι η παραγωγή του μπάσου, φυσικά! (γέλια) Σίγουρα αγαπημένα μου κομμάτια, που επίσης ξεχωρίζουν, είναι τα “Return of the force” και “Beyond the stars”. Τα λατρεύω!

Ποια θέματα πραγματεύεστε στιχουργικά;
Το “Burn the night” κινείτο λίγο στον χώρο του φανταστικού, αλλά ήταν και μια τρόπον τινά «συλλογή συναισθημάτων», που βίωνα εκείνη την εποχή. Μερικές φορές, πρέπει να γράψεις γι’ αυτά τα πράγματα, να τα βγάλεις από το μυαλό σου και να τα γράψεις στο χαρτί. Έτσι πάει αυτό…
Jordan:
Για μένα, είναι καλύτερο να αρχίσω να γράφω για αυτά που ξέρω, για το πώς νιώθω και για αυτά στα οποία είμαι αντίθετος και μετά να «χτίζω» στιχουργικά πάνω σε αυτά. Για παράδειγμα, ενώ έγραφα στίχους για το “Electric…”, ο γάμος μου έφτασε στο τέλος του. Ήταν μια δύσκολη στιγμή, αλλά σίγουρα ώθησε την πένα μου στο χαρτί. Στη συνέχεια, καθώς τα τραγούδια εξελίσσονταν, τα θέματα διευρύνονταν. Οι αρχικοί συλλογισμοί της ξεθωριασμένης πια αγάπης, μετατράπηκαν εύκολα σε ιστορίες φόβου, αποτυχίας, απομόνωσης, θυμού, μίσους, λύπης, προδοσίας και απελπισίας.

Άρα, έκανες αυτές τις εμπειρίες σου ένα στιχουργικό όπλο…
Ακριβώς! Όλα αυτά είναι στοιχεία τα οποία, σωστά δομημένα, οδηγούν σε  θρίαμβο!

Πείτε μας μερικά πράγματα για τη σημερινή metal σκηνή του Καναδά…
Dustin: Η καναδική metal σκηνή είναι… πώς το λένε; «Πολύ coooool». Και είναι επίσης ποικιλόμορφη, διότι απ’ όσους ανήκουμε σε αυτή, άλλοι είμαστε γ@μάτοι και άλλοι είμαστε γ@μησέ τα! (παλαβά γέλια)

Εσείς ως Καναδοί, τί ψηφίζετε; Την Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες; Πού αισθάνεστε καλύτερα, ως metal μπάντα;
Εμείς; Παντού, γιατί στοχεύουμε στην παγκόσμια κυριαρχία!

Σε ποιο άλμπουμ της αγαπημένης σας μπάντας, θα θέλατε να συμμετέχετε ως παίκτης ή ακόμα και να το έχετε γράψει;
Πφφ… τι ερώτηση είναι αυτή; Με «έπιασες» απροετοίμαστο!
Jordan:
Θα πω για μένα. Ένα τέτοιο άλμπουμ είναι το “Gods of violence” των KREATOR. Είναι μελωδικό, γρήγορο και ταυτόχρονα άγριο, το είδος της μουσικής που πάντα ήθελα να παίζω. Είχα πάθει ψύχωση μ’ αυτό το άλμπουμ για δύο χρόνια, σε σημείο που είχα ευχηθεί να είχε γραφτεί για τη φωνή μου! Η κατεύθυνση που ακολούθησαν με αυτόν τον δίσκο, με βοήθησε πραγματικά να καταλάβω πώς να ακούω σωστά και εν τέλει να απολαμβάνω τη μπάντα, κάνοντάς τη τελικά μια από τις αγαπημένες μου. 

Για το τέλος, δώστε μου το τρίπτυχο της επιτυχίας, για μια νέα μπάντα που μόλις ξεκινάει την καριέρα της. Δείτε το ως συμβουλή προς τα νεότερα παιδιά.
Dustin: Δε χρειάζεται καν τρίπτυχο, δύο πράγματα έχουν σημασία: Να είστε ενωμένοι και να μη βιάζεστε!

Τέλεια. Θα σας δούμε στην Αθήνα τον Μάιο παίδες, στο Up the Hammers festival. Ως τότε, εις το επανιδείν!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here