Αφιέρωμα στο 90’s metal – 1991 part 1

0
300

Αφού τελειώσαμε το αφιέρωμα στα 80’s και ξεκινήσαμε τα 90’s, ολοκληρώσαμε το 1990 και προχωράμε με το πρώτο μέρος του 1991. Για μία ακόμη φορά, πολλοί και σημαντικοί δίσκοι, αλλά και σημάδια παρακμής. Το ταξίδι μας προμηνύεται μακρύ και θα ξαναθυμηθούμε ή θα ανακαλύψουμε πολλές σπουδαίες στιγμές. Πάρτε τον χρόνο σας και διαβάστε τα κείμενα των συντακτών του Rock Hard, μαζί με τη λίστα spotify που ακολουθεί στο τέλος…


ALICE COOPER – “Hey stoopid” (Epic)

Τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 βρήκαν τον Alice Cooper να επανέρχεται στις ψηλές θέσεις των charts αφού το σπουδαίο “Trash” είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες ακόμη και του πιο φανατικού οπαδού του Prince of Darkness! Τα 90’s μπήκαν και οι αλλαγές στο μουσικό κλίμα έκαναν δειλά την εμφάνισή τους αν και το καλοκαίρι του 1991 που κυκλοφόρησε το “Hey stoopid” απείχαμε λίγες βδομάδες από τον οδοστρωτήρα των NIRVANA και την εμπορική ανάδειξη του grunge κινήματος. Έτσι, σχεδόν από κεκτημένη ταχύτητα, ο Alice ακολούθησε την πεπατημένη του “Trash” με μία παρόμοια –κατά το μάλλον ή ήττον- ηχητική προσέγγιση στη νέα του δουλειά. Αυτή τη φορά, δεν είχε μαζί του τον Desmond Child ο οποίος ήταν απασχολημένος με την ηχογράφηση του πρώτου του αμιγώς solo άλμπουμ. Χρέη παραγωγού ανέλαβε ο γνωστός Peter Collins και το πρώτο single για το ομώνυμο κομμάτι δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης αναφορικά με το στυλ του 19ου δίσκου του Alice.

Αυτό που έκανε αμέσως εντύπωση με την αγορά του δίσκου ήταν η πληθώρα επιφανών καλεσμένων (και σε αυτό το κομμάτι, είχαμε μία… αντιγραφή τακτικής με το “Trash”) οι οποίοι αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο το πρεστίζ του “Hey stoopid”: Ozzy, Joe Satriani, Steve Vai, Nikki Sixx, Vinnie Moore, Mick Mars ήταν μονάχα μερικοί από αυτούς. Επιπλέον, η παρουσία του Alice ένα χρόνο μετά στην πετυχημένη ταινία “Wayne’s world” που έδωσε την περίφημη ατάκα “We’re not worthy” και η παρουσία του “Feed my Frankenstein” σε αυτή ανέβασε και άλλο τη δημοτικότητα του “Hey stoopid” το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ την τεράστια επιτυχία του προκατόχου του Η αλήθεια είναι όσο και αν προσπάθησε η συνθετική ομάδα των Ponti/Vallance/Pfeifer δεν έφτασε ποτέ τις αριστουργηματικές συνθέσεις και την προσέγγιση του Desmond Child στο “Trash”.

Παρόλα αυτά το “Hey stoopid” διατήρησε κάπως το momentum για τον Alice αν και κανένας δεν περίμενε ότι αυτό θα ήταν μόλις το ένα από τα δύο (όλα και όλα) studio άλμπουμ του για τη δεκαετία του ‘90! Σίγουρα μία διόλου παραγωγική δεκαετία για τον Alice ο οποίος βέβαια επανήλθε πιο δυναμικά από το 2000 και μετά έχοντας αφήσει πιο πριν το συνθετικό αριστούργημα του “The last temptation”. Αυτό είναι όμως μία άλλη ιστορία…

Σάκης Νίκας

 

ANACRUSIS – “Manic impressions” (Metal Blade)

Η ιστορία των ANACRUSIS του “Manic impressions”, ουσιαστικά συνεχίζει από εκεί που μας άφησαν στο “Reason”. Με μία πολύ σημαντική διαφορά. Το ότι μεταπήδησαν στην Metal Blade αφήνοντας την αγκαλιά της Active. Αυτό που θα περίμενε κανείς θα ήταν να “καθαρίσουν” κάπως το προφίλ τους. Να περιορίσουν τις αντισυμβατικές μανιέρες που είχαν υιοθετήσει, να πάψουν να ηχούν τόσο στριφνοί για την μάζα, να κάνουν συμβιβασμούς προκειμένου να περάσουν στο επόμενο level, να χτυπήσουν την πόρτα της εμπορικής επιτυχίας. Προφανώς και κανείς δεν μπορούσε να κάνει κουμάντο στην ελευθερία στον τρόπο έκφρασης του Kenn Tardi, που ανακάλυψε μία ακόμα πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου να εξαπολύσει τα τσιτάτα του προς πάσα κατεύθυνση. Το πρώιμο thrash του “Suffering hour” είχε ήδη βαπτισθεί σε μια ανεξήγητα αλλόκοτη μαρμίτα, που χωρούσε εκ διαμέτρου αντίθετες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Από το dark wave και το gothic έως το κλασικό US metal και το thrash, ένα τσιγάρο δρόμος… Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα πρέπει να μας προκαλεί την παραμικρή εντύπωση η επιλογή του να αποδώσουν με τον δικό τους τρόπο το αριστουργηματικό “I love the world”, το εναρκτήριο τραγούδι του “Thunder and consolation” των τεράστιων NEW MODEL ARMY. Το έφεραν στα μέτρα τους, το “διασκεύασαν” με όλη την σημασία της λέξεως, το έκαναν κτήμα τους!

Κατά τ’ άλλα, το υλικό εξακολουθεί να κινείται στα γνώριμα προοδευτικά thrash μονοπάτια, δείχνοντας μια συνάθροιση ταλαντούχων μουσικών που προφανώς και έρχονται να συμπλεύσουν με την περφεξιονιστική παράνοια κάποιων DEPRESSIVE AGE, CORONER, VOIVOD, CONFESSOR, δεν υποκύπτουν ούτε λεπτό στον πειρασμό ν’ αφήσουν κατά μέρους το ψυχρό και άτεγκτο “εγώ” τους προς όφελος μιας εφήμερης χαράς. Η αποθέωση της πεισματάρας μπάντας, το επιστέγασμα μιας πορείας που μόνο με ροδοπέταλα δεν ήταν στρωμένη. Το “Manic impressions” και υπερθεματίζοντας όσα ο Κώστας Αλατάς ανέφερε στο πρόσφατο αφιέρωμα του Rock Hard για το τεχνικό παρακλάδι του thrash, στα κάτι παραπάνω από πενήντα λεπτά της διάρκειας του, είναι ένα ιδιότροπο και “ξινό” για τον πολύ κόσμο δισκογραφικό πόνημα αλλά είναι νομοτελειακά σίγουρο πως θα ανταμείψει όσους αρέσκονται σε ακροβασίες που περικλείουν πλειάδα ακουσμάτων και ηχητικών παραμέτρων.

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
 

ANTHRAX – “Attack of the killer B’s” (Island Records)

Το “Attack of the killer B’s” αποτελεί μια ειδική περίπτωση για τη δισκογραφία των ANTHRAX. Με διάρκεια περίπου 45 λεπτά, το “Attack….” Θα μπορούσε κάλλιστα να υπολογίζεται ως ολοκληρωμένο άλμπουμ παρά ως EP. Το περιεχόμενο του βέβαια, σαφέστατα όμως παραπέμπει σε EP, αν και αρκετά πλούσιο. Έχουμε λοιπόν δυο ακυκλοφόρητα κομμάτια (“Startin’ up a posse” και “N.FB.”) και από εκεί και πέρα υπάρχουν τα διαβόητα “Bring the noise”(σε συνεργασία με τους PUBLIC ENEMY) και “I’m the man” (σε διαφορετική εκτέλεση από την έκδοση του 1987) δύο live εκτελέσεις των “ Belly of the beast” και “Keep it in the family” και 6 κομμάτια διασκευών εκ των οποίων τα δύο ανήκουν στους S.O.D. και τα υπόλοιπα από ένα σε KISS, DISCHARGE, THE CHANTAYS, και TRUST. Από το περιεχόμενο του καταλαβαίνει κανείς ότι η μπάντα, χωρίς να παίρνει τον εαυτό της και πολύ στα σοβαρά, προσφέρει ένα δισκάκι που μπορεί να μην απευθυνόταν (τότε) στον μέσο μεταλλά ακροατή αφού όταν κυκλοφόρησε προκάλεσε πολύ συζήτηση και ντόρο, ιδίως με τη συνεργασία με τους PUBLIC ENEMY αλλά δεν παύει να έχει τεράστια ποικιλία. Τα ακυκλοφόρητα κομμάτια είναι πολύ διασκεδαστικά καθώς το “Startin’ up a posse” ξεκινά ως ένα τραγούδι country/western για να καταλήξει σε ένα κλασικό ANTHRAX thrash riff ενώ το “N.F.B.” είναι μια ξεκαρδιστική μπαλάντα. Κερασάκι στην τούρτα είναι οι φανταστικές διασκευές, με το “Parasite” των KISS να κλέβει την παράσταση. Περισσότερο από όλα όμως, το “Attack of the killer B’s” σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής για τους ANTHRAX καθώς αποτέλεσε την τελευταία δισκογραφική δουλειά της μπάντας με τον Joey Belladonna στα φωνητικά, μέχρι το “Worship music” 20 ολόκληρα χρόνια αργότερα.

Θοδωρής Κλώνης

ANVIL – “Worth the weight” (Maximum Records)

To “Worth the weight” είναι το έκτο άλμπουμ των Καναδών ΘΕΩΝ ANVIL και είχε τον άχαρο ρόλο να διαδεχθεί το εκπληκτικό “Pound for pound” του 1988. Παρόλα αυτά το “Worth the weight” κινήθηκε ξανά σε υψηλές πτήσεις. Ο αρχικός τίτλος του δίσκου ήταν “Evoke the evil” μέχρι να καταλήξουν στο “Worth the weight” λίγο πριν την κυκλοφορία του. Δύο πολύ σημαντικά στοιχεία όσον αφορά το line up του συγκεκριμένου άλμπουμ. Το “Worth the weight” είναι το πρώτο άλμπουμ των ANVIL χωρίς τον κιθαρίστα David Allison. Και αν υπήρχαν αμφιβολίες για το αν θα αλλοιωνόταν ο ήχος των ANVIL, ο αντικαταστάτης του, Sebastian Marino (μετέπειτα στους OVERKILL) φρόντισε να σβήσει τις όποιες ενστάσεις με τον πλέον εμφατικό τρόπο και είναι κρίμα που έμεινε στους ANVIL μόνο για ένα δίσκο. Από την άλλη το “ Worth the weight” αποτέλεσε το κύκνειο άσμα για τον μπασίστα Ian Dickson που και αυτός, όπως και ο Allison, ήταν στη μπάντα από την εποχή που ονομάζονταν LIPS. Συνθετικά, το “Worth the weight” χάνει σε σημεία από τον προκάτοχο του, τα λες και απειροελάχιστα. Από την επιβλητική εισαγωγή με τον χτύπο του αμονιού και την ακουστική κιθάρα που προκαλεί ανατριχίλες στο ακροατή σαν αράχνη που περπατά στο σβέρκο του, καταλαβαίνει κανείς ότι τα πράγματα εδώ παίρνουν μια τροπή διαφορετική από αυτή που μας είχαν συνηθίσει οι ANVIL στο παρελθόν.

Με μια πιο σκοτεινή διάθεση ο Lips συνθέτει κάποια από τα πιο ώριμα κομμάτια των ANVIL όπως τα “Infanticide”, “On the way to hell”, “Embalmer” και “Sins of the flesh”, το “Pow Wow” είναι απλά συγκλονιστικό, το αφιερωμένο στον διαβόητο Al Capone “A.Z. #85” τσακίζει κόκαλα και το “Bushpig” είναι ένα ταχύτατο κομμάτι με την κλασική ANVIL θεματολογία που όλοι γνωρίζουμε και αγαπάμε. Ο επίλογος απλά αφήνει τον ακροατή άφωνο με τη συνθετική ωριμότητα των ANVIL καθώς μετά από μια δίλεπτη μπαλάντα,(“Sadness”) το “Love me when I’m dead” που ακολουθεί, κλείνει το δίσκο με την ίδια ανατριχιαστική αίσθηση της εισαγωγής του δίσκου καθώς το άκρως SLAYERικό riff τύπου “South of heaven” στην αρχή του, γραπώνει τον ακροατή με την γοητεία της κόμπρας και τη δύναμη της μέγγενης. Η κιθαριστική δουλειά των Lips/ Marino είναι εξαιρετική και όπως προανέφερα θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν συνέχιζαν μαζί για λίγο ακόμα. Και βέβαια κάποιος θα πρέπει να αναφερθεί επιτέλους σε αυτόν τον ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ντράμερ, τον Rob Reiner. Ο άνθρωπος είναι συγκλονιστικός, ένα πραγματικό κτήνος πίσω από το drum kit και οι ικανότητες του πραγματικά εντυπωσιάζουν σε κάθε δίσκο των ANVIL. Συνοψίζοντας, το “Worth the weight”είναι ένα ποιοτικότατο άλμπουμ, πραγματικά βαρύ και με “ενοχλητική” θεματολογία που απέχει ελάχιστα από το να θεωρηθεί κλασικός δίσκος των ANVIL, είναι όμως απαραίτητος, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας των Καναδών.

Θοδωρής Κλώνης

ARMORED SAINT – “Symbol of salvation” (Metal Blade)

Αυτή η μπάντα λες και δημιουργήθηκε για να γράψει αυτό τον δίσκο. Μετά από πολλά χρόνια, λίγες κυκλοφορίες και μεγάλες προσπάθειες, το σύμπαν είχε ευθυγραμμιστεί ώστε το “Symbol of salvation” να είναι το αποκορύφωμα των ARMORED SAINT. Με τα μέλη να 30αρίζουν, έχοντας κερδίσει εμπειρίες κι έχοντας ωριμάσει, δημιουργούν το αριστούργημά τους, τον δίσκο ορόσημό τους. Όσο διαφορετικά μπορεί να είναι δυο κομμάτια όπως το “Reign of fire” και το “Dropping like flies” που ακολουθεί ή το “The truth always hurts” λίγο παρακάτω, τόσο ταιριάζουν στον χαρακτήρα των Αμερικάνων, όπως ταιριάζουν φυσικά μαργαριτάρια σε ένα κολιέ. Ο Dave Prichard, κιθαρίστας εξ αρχής, κατά την ολοκλήρωση των συνθέσεων, διαγνώσθηκε με λευχαιμία και δυστυχώς εξέπνευσε πριν ηχογραφήσουν το άλμπουμ. Αν και οι υπόλοιποι συνέχισαν φέρνοντας τον Jeff Duncan (ex-ODIN), ο δίσκος δεν έχασε την δυναμική του. Αντιθέτως θα έλεγα πως ο τελευταίος, βοήθησε στο να γίνει καλύτερος, με τραγούδια όπως το “Last train home”, που παραμένει από τα διαμάντια της δισκογραφίας τους. Γενικότερα δεν υπάρχει μέτρια στιγμή στο άλμπουμ, από το ethnic “Tribal dance” που όμοιό του δεν υπήρχε εκείνη την εποχή, μέχρι το εκτενές “Tainted past” με ένα αυτούσιο σόλο του Prichard. Το “Symbol of salvation” δεν κατάφερε να εκτινάξει τους ARMORED SAINT εμπορικά, οπότε ακόμα και σήμερα, κάποιοι αγνοούν το μεγαλούργημα αυτό. Δυστυχώς η ανοδική τους πορεία έμελλε να τερματιστεί με την απόσχιση του John Bush ( ο οποίος προσλήφθηκε από τους ANTHRAX), που αξίζει να σημειώσουμε πως στο άλμπουμ είναι απίστευτα εκφραστικός. Η ήρεμη δύναμη της μπάντας, ο μπασίστας Joey Vera μπορεί να μην διακρίνεται με το παίξιμό του, αλλά όσο πιο προσεκτικά ακούσετε τραγούδια όπως το “Burning question” τόσο περισσότερο θα τον εκτιμήσετε. Τέλος τα αδέρφια Gonzo (τύμπανα) και Phil Sandoval (κιθάρα), δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, με τον δεύτερο μάλιστα να επανέρχεται μετά από μερικά χρόνια και να αναλαμβάνει πλέον χρέη lead κιθαρίστα για να αναπληρώσει το κενό του Prichard. Να μην παραλείψουμε και την συμμετοχή των ARMORED SAINT στο “Hellraiser III”, ένα από τα καλύτερα horror franchise, με το “Hanging judge” ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου. Δεν μπορώ να μην κλείσω δίνοντάς τους συγχαρητήρια, που μετά από 4 απόπειρες κατάφεραν να έχουν κι ένα αξιοπρεπέστατο εξώφυλλο, σε έναν αριστουργηματικό δίσκο.

Γιώργος “Warzone” Κουκουλάκης

 

ATHEIST – “Unquestionable presence” (Active)

Οι ATHEIST ήταν, είναι και θα είναι μία από αυτές τις μπάντες για τις οποίες όσοι τόνοι μελάνι και αν ξοδευτούν, ποτέ δε θα μπορέσει κανείς να περιγράψει ακριβώς το πόσο σπουδαίοι, σημαντικοί, πρωτοποριακοί κι επιδραστικοί ήταν. Μία μπάντα που άλλαξε κατά πολύ το παιχνίδι στον ακραίο ήχο και ειδικά στο τεχνικό παρακλάδι του, είχαν ήδη ηχογραφήσει από το 1988 το τιτάνιο ντεμπούτο τους “Piece of time” το οποίο κυκλοφόρησε στην Ευρώπη την επόμενη χρονιά, αλλά στη χώρα τους την Αμερική δεν κυκλοφόρησε πριν το 1990. Πολλοί είναι αυτοί που αναφέρουν ότι αν το συγκεκριμένο άλμπουμ έβγαινε όντως το 1988, τότε πολλοί θα είχαν πάει σπίτια τους πρόωρα, μην μπορώντας να σταθούν δίπλα τους επάξια. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, οι ATHEIST τράβηξαν πάνω τους την προσοχή δίκαια και μάλιστα προκάλεσαν αντιδράσεις που κανείς δεν φανταζόταν. Μέγιστη όλων, αυτή του ίδιου του συγχωρεμένου Chuck Schuldiner των DEATH, ο οποίος είχε στοχοποιήσει την μπάντα λέγοντας ότι τον αντέγραφαν και ότι δεν είναι αυθεντικοί. Ο τραγουδιστής Kelly Shaefer προς τιμήν του δεν τράβηξε ποτέ το σχοινί από πλευράς ATHEIST, ενώ και μετά το χαμό του Chuck, οι δηλώσεις του ήταν το λιγότερο ανεπανάληπτες: «Ο Chuck ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ το metal και τη μουσική γενικά, για κάποιο λόγο όταν κυκλοφορήσαμε το άλμπουμ μας ένιωσε σαν να απειλείται, ενώ από την πλευρά μας δεν υπήρχε ποτέ κανένας ανταγωνισμός προς τους DEATH και τον ίδιο, μια και τον θαυμάζαμε και αποτελεί ακόμα και σήμερα μία ηγετική φιγούρα όλης μας της μουσικής, πως θα μπορούσαμε να πούμε οτιδήποτε αρνητικό γι’ αυτόν; Ότι είπε το θεωρούμε λήξαν και ότι το είπε πάνω στην προσπάθεια του να προστατεύσει το έργο του, με το οποίο πάντα ήταν παθιασμένος». Μετά τον πάταγο που προκάλεσε το “Piece of time”, είχε έρθει η ώρα να κυκλοφορήσουν τον επόμενο χρόνο το δεύτερο τους άλμπουμ “Unquestionable presence”. Δυστυχώς η μοίρα τους έπαιξε άσχημο παιχνίδι, καθώς στις 12 Φεβρουαρίου του 1991, σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα με το tour βανάκι τους ο εμβληματικός μπασίστας Roger Patterson. O ψιλόλιγνος μπασίστας είχε κάνει θραύση με το παίξιμο του στον πρώτο δίσκο και η απώλεια του θα μπορούσε κανείς να πει ότι θα ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο για τη μπάντα. Κατά την προσωπική μου άποψη, μιλάμε για έναν από τους τρείς καλύτερους παίχτες στην ιστορία του μεταλλικού ήχου, μαζί φυσικά με τον Cliff Burton και τον Steve Digiorgio. Η απώλεια του προκάλεσε οδύνη γενικά σε όλο το περιβάλλον της μουσικής μας.

Η μπάντα παρόλα αυτά, έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της και να βρει κουράγιο να κυκλοφορήσει το δίσκο. Επιστράτευσαν ίσως τον μοναδικό που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Patterson, τον παιχταρά Tony Choy, ο οποίος έσπειρε στο δίσκο. Το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου είχε συνθέσει (όπως και το πρώτο άλμπουμ) ο ίδιος ο συγχωρεμένος και ο Choy πρόσθεσε το όνομα του σ’ αυτό το μεγαλείο του τεχνικού ήχου, που συνέχιζε την κατεύθυνση του “Piece of time” στο ακόμα τεχνικότερο άκρο του. Το “Unquestionable presence” ήταν και είναι από τα προοδευτικότερα άλμπουμ που έχουν βγει ποτέ, ενώ αν δεν είχε τα κάφρικα φωνητικά, θα λογιζόταν ενδεχομένως και ως το καλύτερο καθαρά progressive metal άλμπουμ όλων των εποχών (που ισχύει για όλα τους τα άλμπουμ πάνω-κάτω). Μέσα σε 32΄ λεπτά (η κλασσική διάρκεια των δίσκων τους πλην του “Elements” που διαρκεί 10’ παραπάνω), μπόρεσαν και μετουσίωσαν όλες τις νόρμες που οδηγούν σε ένα άρτιο αποτέλεσμα με την όποια υπερβολή μπορεί να αντέξει ο μεταλλικός ήχος και δε μπορεί να αντέξει ο πολέμιος αυτού. 8 κομμάτια-ποιήματα τα οποία έχουν κάνει τον κόσμο καλύτερο σε κάθε άκουσμα τους. Τιμής ένεκεν, οι DEATH στο “Human”, οι SUFFOCATION στο “Effigy of the forgotten” και οι NAPALM DEATH στο “Mass appeal madness” EP, αφιέρωσαν τα άλμπουμ τους στον Roger Patterson. Ένας δίσκος που βάφτηκε με αίμα στην κυριολεξία, αλλά που στιγμάτισε ακόμα περισσότερο όλο τον ήχο μας και που στέκει ως κορωνίδα του τι εστί αψεγάδιαστη μεταλλική αισθητική στο σύνολο της.

Άγγελος Κατσούρας

 

AUTOPSY – “Mental funeral” (Peaceville)

Θα αρχίσω το κείμενο αυτό λίγο ανορθόδοξα, αλλά δε γίνεται να μην αναφέρω τη γνώμη ενός πολύ καλού παλιού μου γνώριμου, ώστε να καταλάβετε τον αντίκτυπο του “Mental funeral” γενικώς. Ο παλιόφιλος Αντρέας λοιπόν σε επίδειξη φανμποϊσμού πριν πολλά -πολλά χρόνια (τουλάχιστον 20+) πέταξε την αμίμητη ατάκα: «Ξέρεις γιατί οι AUTOPSY είναι η καλύτερη death metal μπάντα και το “Mental funeral” το καλύτερο άλμπουμ του είδους; Γιατί είναι ο ίδιος ο ψόφος κι έτσι πρέπει να ηχεί το είδος όλο, αργό, βασανιστικό και να σε σκοτώνει με κάθε νότα». Πιστεύω μέχρι και σήμερα ότι ήταν τόσο απλοϊκό, ειλικρινές κι ατράνταχτο το επιχείρημα του, που δε μπόρεσα να τον αδικήσω ή να τον αντικρούσω στιγμή σ’ αυτό που εξέφρασε.

Οι AUTOPSY ίσως μέχρι σήμερα να είναι και η μοναδική μπάντα του είδους που κανείς δεν την έχει πιάσει στο στόμα του με αρνητικό τρόπο. Να βρεiς δηλαδή να πεiς τι εδώ που τα λέμε; Να μιλήσεις για τη μπάντα του ανθρώπου που ήταν εκεί όταν το death metal γεννιόταν κι επισήμως; Φυσικά και ο Chris Reifert (ντράμερ/τραγουδιστής της μπάντας) αποτελεί φιγούρα-τοτέμ. Όχι μόνο έλαβε μέρος στο “Scream bloody gore” (και ήταν από τους ελάχιστους που αποτέλεσαν παρελθόν από τους DEATH που ο Chuck εκτιμούσε μέχρι να φύγει από τη ζωή και πάντα τόνιζε τη μεγάλη του βοήθεια στο δίσκο), αλλά άνοιξε τα φτερά του ώστε να κάνει κάτι δικό του στη συνέχεια. Κι αν το ντεμπούτο του 1989 “Severed survival” ήταν ορισμός του death metal όπως το έχω εγώ στο νου μου (θρασαριστό και με κοπάνημα μέχρι θανάτου), η συνέχεια έφερε αλλαγή νοοτροπίας και ήχου και οι ταχύτητες μειώθηκαν αισθητά, η αρρώστια αυξήθηκε πνιγηρά και τελικά φτάσαμε εν έτει 1991 (η χρονιά-ορισμός των διαμαντιών του είδους) για να παίξουν οι AUTOPSY σαν τον προαναφερθέντα ψόφο. Τα doom στοιχεία στον ήχο τους δεν ήταν φυσικά τυχαία, καθώς είχε προηγηθεί δύο μήνες πριν (Φεβρουάριος) το EP “Retribution for the dead”, όπου και άρχιζε η αρρώστια να έρπεται από τα ηχεία. Το “Mental funeral” το μόνο που έκανε δύο μήνες μετά (Απρίλιος) ήταν να την ενισχύσει όσο δεν πήγαινε, τα φωνητικά του Chris Reifert να γίνουν ακόμα πιο απόκοσμα, τα τύμπανα του να μαδάνε τα δέρματα ακόμα περισσότερο και οι εφιαλτικά βαρύτατες και αργές κιθάρες του ανίερου διδύμου Eric Cutler/Danny Coralles (για τους οποίους έχω πνευματικά δικαιώματα του όρου “The C-Team” –κατά το H-Team των Gary Holt/Rick Hunolt των EXODUS) να σε στέλνουν να συναντήσεις τον δημιουργό σου από τον τρόμο που προκαλούν. Τα πάντα μαρτυρούσε και το εξώφυλλο με αυτή τη… μάζα (πως αλλιώς να το πεις) που μοιάζει με τέρας αλλά είναι κάτι πολύ χειρότερο. Κηδεία όνομα και πράγμα, νοητική, σωματική, ψυχολογική, ότι όρο μπορείς να σκεφτείς δίπλα της. Αργό και βάναυσο για να το αντέξει ακόμα και ο πιο προπονημένος, έφερε τον όλεθρο σε μία ολόκληρη σκηνή.

Μιλάμε για την εποχή που όλοι γινόντουσαν πιο ακραίοι, ή που ξεπηδούσαν ντεμπούτα συγκροτημάτων όπως IMMOLATION, GORGUTS, SUFFOCATION και δε συμμαζεύεται που προσπαθούσαν να παίξουν όσο πιο σκληρά και γρήγορα γινόταν. Οι δε AUTOPSY από τότε τράβηξαν τον δικό τους –απόλυτα μοναχικό- δρόμο, κερδίζοντας όχι μόνο το σεβασμό και την εκτίμηση των κάφρων αλλά και όσων δεν είχαν σχέση με το death metal και το ζοφερό αυτό δημιούργημα στέκει ως ακρογωνιαίος λίθος πολλών ήχων που ακολούθησαν μέσα στα χρόνια. Μπάντες που ο νους δεν πάει επηρεάστηκαν σφοδρά από το άλμπουμ και η αργόσυρτη λογική του λατρεύεται ειδικά στη Σουηδία από πολλούς που δε νοούν να ξεπεράσουν το αρχικό σοκ. Πολλές οι στιγμές που μπορεί κάποιος να σταθεί, αλλά μία είναι αυτή που προκαλεί ρίγος και σήψη μαζί, μέσα σε μόλις τέσσερις στίχους και έντεκα συνολικά λέξεις…

Dead.
Stiff and cold.
In a box.
To decay.

Άγγελος Κατσούρας

 

BADLANDS – “Voodoo highway” (Titanium/Atlantic)

Το πόσο μεγάλη μπάντα ήταν οι BADLANDS και το πόσο εξαιρετικά ήταν τα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, δεν χρειάζεται κανείς σαν εμένα να σας το πει. Αρκεί μία, μόνο μία ακρόαση τους και όχι μόνο θα συμφωνήσετε, αλλά θα υπερθεματίσετε. Jake Lee, Ray Gillen, Greg Chaisson, Jeff Martin. Ονόματα «βαριά», με τρομερό «εκτόπισμα». Δύσκολο να ξεπεράσεις ή έστω να ισοφαρίσεις έναν δίσκο σαν το “Badlands”. Οι παραπάνω μουσικοί όμως, το κατάφεραν με χαρακτηριστική ευκολία. Και κατάφεραν να αναμείξουν για μια ακόμη φορά το hard rock, με τα blues, το funk, τους southern ήχους και τη latin μουσική κουλτούρα. Όλα τα κομμάτια ένα και ένα. Η παικτική ικανότητα στο ύψιστο σημείο. Ένα rhythm section – ποίημα, ο πιο μεστός και ουσιαστικός Jake Lee που ακούσαμε ποτέ ( αλλά το ίδιο εντυπωσιακός με τον τρομερό Lee των υπερ-δίσκων με τον Ozzy) και κυρίως, η φωνή. Ή σωστότερα, Η ΦΩΝΗ. Ο Ray Gillen, ήδη ασθενής με τον ιό HIV εδώ και δύο χρόνια, αδυνατισμένος, καταπονημένος, αλλά φωνητικά τόσο ακμαίος… Στου δρόμου τα μισά, πριν πεθάνει… Θέση 74η στα βρετανικά charts, θέση 140η στα charts του Billboard. Το λες και αδικία. Το λες και έγκλημα κατά της μουσικής. Αλλά το λες και φαινόμενο διαχρονικό… πόσες και πόσες φορές αριστουργηματικοί δίσκοι δεν έλαβαν τη διάκριση που τους έπρεπε. Πολλά έγραψα, δεν χρειάζονται περαιτέρω λόγια. Πάω να το ξανακούσω και μόλις τελειώσουν τα καταπληκτικά “Silver horses” και “Love don’t mean a thing”, θα το σταματήσω, και θα βάλω Joe Bonamassa. Γιατί ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι τυχαίο σε τούτη τη ζωή.

Δημήτρης Τσέλλος

ΒΑΝG TANGO – “Dancing on coals” (MCA) 

Η μπάντα αυτή από το Los Angeles είχε εμφανιστεί στα χρυσή εποχή του hair metal, με το πρώτο της album “Phycho Café” να κάνει την εμφάνιση του τo 1989. Mάλιστα ήταν ένα αρκετά επιτυχημένο album, γεγονός που έδωσε ώθηση στο σχήμα και την προοπτική για μια επιτυχημένη καριέρα.

Οι BANG TANGO ήταν ένα sleaze rock σχήμα που έμοιαζαν περισσότερο με τους FASTER PUSSYCAT και διέθεταν έναν πολύ καλό και εκφραστικό τραγουδιστή (Joe Leste) και γενικότερα η μπάντα είχε μια σπουδαία live φήμη από πίσω της. Το “Dancing on Coals” ακολούθησε το ντεμπούτο με μεγάλες φιλοδοξίες, μάλιστα θα προσθέσουν πολλά funk στοιχεία στον ήχο τους (μην ξεχνάμε ότι την περίοδο ‘89-91 ήταν στα φόρτε του ο funk metal ήχος) και θα επιστρατεύσουν και τον διάσημο John Jansen (FASTER PUSSYCAT, CINDERELLA, BRITNY FOX, Lou Reed) για την παραγωγή. Παρόλο που ο δίσκος είναι εξαιρετικός απέτυχε να αποσπάσει την απαιτούμενη επιτυχία παρόλο που τραγούδια σαν τα “Dancing on coals”, “Last kiss”,”Emotions in gear”, “I’m in love”, “Midnight struck” και “Untied and true” ήταν εξαιρετικά δείγματα των ικανοτήτων τους. Πρέπει να προσθέσουμε στους παράγοντες εμπορικής αποτυχίας και το γεγονός ότι το μουσικό κλίμα για τις μπάντες του Los Angeles και το hair metal είχε αρχίσει να αλλάζει και να είναι αρνητικό.

Πολλές φορές η ποιότητα δεν συμβαδίζει με την εμπορικότητα, οι BANG TANGO είναι ένα εξαιρετικό σχήμα που ανήκει σε αυτήν την κατηγορία και αν πέσετε πάνω στα 2 πρώτα album τους και στο EP “Ain’t no Jive…live!” (1992) δεν πρέπει για κανέναν λόγο να τα προσπεράσετε. Αξίζουν την προσοχή σας και με το παραπάνω.

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

BATHORY – “Twilight of the Gods” (Black Mark)

Οι BATHORY υπήρξαν πρωτοπόροι τόσο κατά το πρώτο κύμα του black metal με τα τρία πρώτα τους album, όσο και στη θεμελίωση αυτού που πολλοί αποκαλούν ως Viking metal (προσωπικά προτιμώ το epic pagan) με τις κυκλοφορίες τους την περίοδο 1988-1991. Το τεράστιο “Blood Fire Death” υπήρξε προπομπός της στροφής των BATHORY προς τον επικό ήχο και το μνημειώδες “Hammerheart” ήρθε να το επιβεβαιώσει με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Το “Twilight of the Gods” που ακολούθησε, έκλεισε τη Viking τριλογία (ή τετραλογία αν συνυπολογίσουμε και το “Blood on Ice” που είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο μέρος του το 1989 αλλά κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα) και έδωσε άλλη διάσταση στο επικό metal.

Ο δίσκος ανοίγει ονειρικά με το ομώνυμο 14λεπτο έπος και δεν γίνεται παρά να μείνεις άναυδος με όλη τη μαεστρία του αλλά και το συναισθηματικό βάρος με το οποίο το μπόλιασε ο Quorthon. Ακούς την εισαγωγή και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο, νιώθοντας τους βοριάδες να σου χαϊδεύουν το πρόσωπο. Διάολε, πως γίνεται μέσα σε κάτι λιγότερο από τα δύο λεπτά του intro να συναντάς τους IMMORTAL και τη μισή σκηνή του black metal, χωρίς καν η μουσική να είναι ακραία; Το κομμάτι εξελίσσεται μετά το εισαγωγικό του μέρος και η κλιμάκωσή του είναι απλά μαγική. Η απίστευτη χρήση των χορωδιών σε συνδυασμό με τα ακουστικά αρπίσματα πραγματικά απογειώνουν το κομμάτι και του δίνουν βάθος, με τη λυρικότητα να βαράει κόκκινο και το αίσθημα του υψηλού να σε μεθάει. Το ακουστικό break λίγο μετά τη μέση του κομματιού συμβάλει στην περαιτέρω κλιμάκωση κι αμέσως έρχεται το σόλο για να φέρει την κορύφωση. Ακούς το κομμάτι και νιώθεις γεμάτος, βιώνοντας την πεμπτουσία των BATHORY, σε μια κατάθεση ψυχής από πλευράς του Quorthon.

Ο ήχος του “Twilight of The Gods” ήταν πιο γυαλισμένος σε σχέση με αυτόν του “Hammerheart” και δεν είχε την ωμότητα ή την ένταση του προκατόχου του, μιας και τα κομμάτια επί το πλείστον περιείχαν ακουστικά θέματα και κινούνταν σε αργές ταχύτητες. Πατώντας σε αυτό πολλοί έσπευσαν να ψέξουν τον Quorthon πως έφτιαξε έναν «light» δίσκο. Η πρόθεση όμως του ψηλού δεν ήταν η δημιουργία ενός γρήγορου ή ακραίου δίσκου, πράγμα που το είχε ήδη κάνει στο παρελθόν, αλλά ενός “grandiose” έργου με το επικό στοιχείο να κυριαρχεί. Το κομμάτι “Hammerheart” μαρτυρά προδήλως αυτές του τις προθέσεις, στο οποίο πήρε το μεσαίο μουσικό θέμα του “Jupiter”, από την ορχηστρική σουίτα “The Planets” του Gustav Holst, έβαλε στίχους κι έκλεισε με μοναδικό τρόπο τον δίσκο που πήρε τον τίτλο του από μια όπερα του Wagner (“Götterdämmerung”).

Μπορεί το ομώνυμο κομμάτι να στέκεται αυτόφωτο μέσα στο δίσκο και αυτό που τον κλείνει να εντυπωσιάζει, αλλά και τα υπόλοιπα κομμάτια δεν πάνε πίσω. Πέραν του λυρικού και του επικού στοιχείου που χαρακτήριζαν και τις υπόλοιπες συνθέσεις, η doom riff-ολογία και οι αργές ταχύτητες κυριαρχούν, ενώ στα solo επικρατεί μια “χεβιμεταλάδικη” λογική. Τραγούδια σαν το “Blood and iron” με την κυρίως μελωδία να που σου σφηνώνεται με επιμονή στο μυαλό, το “Under the runes” με τη μυσταγωγική του αύρα ή το “To enter your mountain” με τον folk χαρακτήρα του, απλά σε ταξιδεύουν στα μέρη που ο Odin τριγυρνούσε ιππεύοντας το Sleipnir. Εκτός από τη μουσική, ο ίδιος ο Quorthon εντυπωσιάζει με τις ερμηνείες του. Ποτέ δεν λογίστηκε ως ένας τραγουδιστής που θα συγκλόνιζε με τις φωνητικές του ικανότητες, αλλά πάντα ήταν εκείνος ο τραγουδιστής που μπορεί να φάλτσαρε, αλλά εν τέλει σε κέρδιζε αμαχητί με την ειλικρίνειά του, το πάθος και τη ψυχή που έβγαζε τραγουδώντας. Στο “Twilight of The Gods” αυτό ισχύει στον υπερθετικό βαθμό, όπου υπάρχουν στιγμές που σου δίνει την εντύπωση πως τραγουδώντας πραγματικά ζει και αναπνέει μέσα από τους στίχους. Εν τω μεταξύ δε γίνεται να μην κάνω αναφορά στο πόσο εντύπωση μου είχε κάνει το οπισθόφυλλο του δίσκου, όταν είχα πιάσει πρώτη φορά το CD στα χέρια μου. Στο φόντο ένας ουρανός κατά το ηλιοβασίλεμα και σε πρώτο πλάνο δύο επιβλητικές κατασκευές, που μέχρι να διαβάσω τις σημειώσεις μέσα στο βιβλιαράκι του CD, μου έμοιαζαν σαν απομεινάρια κάποιου αρχαίου παγανιστικού τόπου λατρείας στο Βορρά. Τελικά δεν ήταν παρά μια «πρόχειρη» κατασκευή του Quorthon, την οποία και φωτογράφισε για να υποστηρίξει οπτικά το περιεχόμενο του δίσκου.

Κακά τα ψέματα! Μπορεί το “Twilight of The Gods” να μην θεωρείται από πολύ κόσμο ως ο καλύτερος δίσκος των BATHORY και να είναι κατά κάποιον τρόπο το “outsider” ανάμεσα στις κλασικές τους κυκλοφορίες, αλλά αναμφίβολα είναι ένα μεγαλειώδες album και ίσως η πιο ώριμη καλλιτεχνικά και ολοκληρωμένη δουλειά του κύριου Thomas Forsberg. Ένα πραγματικό ταξίδι στη γη και στις ρίζες των προγόνων του Σουηδού και ένα μοναδικό μουσικό λιμάνι που δύναται να προσφέρει απίστευτες στιγμές ανάτασης.

Θανάσης Μπόγρης

 

BOLT THROWER – “Warmaster” (Earache)

Αγγλικός ακραίος ήχος. Ένα πλούσιο κεφάλαιο για να διαλύσει ο οποιοσδήποτε εν δυνάμει οπαδός το σβέρκο του και να μετατρέψει το τετράγωνο του σε οικοδομή. Από το ιδιαίτερο thrash metal που είχε η σκηνή (SACRILEGE, CEREBRAL FIX, SABBAT, ONSLAUGHT, ACID REIGN και πάει λέγοντας), μέχρι και το death metal/grindcore: NAPALM DEATH, BENEDICTION, CARCASS, CANCER, NECROSANCT και η αγαπημένη Βρετανική μπάντα του γράφοντα στο είδος: BOLT THROWER.

Το συγκρότημα που μέσω του πρωτόλειου grindcore ύφους που είχε στα σπουδαία “In battle there is no law” (1988) (NO LAW ΛΕΜΕ!) αλλά και “Realms of chaos – slaves to darkness” (1989) είχε ήδη εδραιώσει ένα σημαντικότατο στάτους στον Βρετανικό ακραίο ήχο, έκανε τη σημαντικότερη στροφή στην αψεγάδιαστη καριέρα του. Με το που μπαίνει ο Υ-Μ-Ν-Ο-Σ που λέγεται “Unleashed (upon mankind)” ο ακροατής συστήνεται στο νέο ΙΣΟΠΕΔΩΤΙΚΟ πρόσωπο των BOLT THROWER. Φανταστείτε το ηχητικό αντίστοιχο μιας μπουλντόζας που έρχεται με πλήρη ταχύτητα κατά πάνω σας. Ο Karl Willets μας δείχνει πόσο όμορφα κουμπώνει η χροιά του σε αυτό το νέο ύφος (ίδια και απαράλλαχτη από την αρχή μέχρι το τέλος της μπάντας), οι κιθάρες των Barry Thompson/Gavin Ward είναι ογκώδεις και λυσσασμένες εκεί που χρειάζεται για όσο χρειάζεται, και τέλος το πως κουμπώνουν το μπάσο της Jo Bench (η πιο badass γυναίκα μουσικός στο metal, χωρίς καν να ιδρώσει) με τα τύμπανα του Andy Whale είναι για σεμινάριο.
Για τους ανθρώπους που το death metal εκτός από blastbeats είναι και αίσθηση αυτού του μαγικού πράγματος που υπάρχει στη μουσική, και κάνει το ρημαδοκέφαλο να μη σταματάει να κοπανιέται μέχρι να αποκολληθεί από το υπόλοιπο σώμα: G-R-O-O-V-E! Είτε λέγεσαι “The shreds of sanity” είτε λέγεσαι το προσωπικό λατρεμένο του γράφοντα “What dwells within”, είτε το αθάνατο “Cenotaph” (συγνώμη, ήθελα να πω CENOOOOOOTAAAAAAAAPH) το αποτέλεσμα είναι ένα: οι σπονδυλικές στήλες ξεβιδώνονται και πηγαίνουν για απόσυρση! Τέρμα. Ο Άρχων του Πολέμου είναι εδώ, και δίνει τις διαταγές του. Ουαί και αλίμονο σε όποιον δεν υπακούσει…

Γιάννης Σαββίδης

BONFIRE – “Knock out” (RCA)

Οι BONFIRE το 1991 ήταν ήδη μια πολύ επιτυχημένη μπάντα αφού τα “Don’t Touch The Light” του 1986, “Fireworks” του 1987 και “Point Blank” του 1989, είχαν θέσει τις βάσεις έτσι ώστε το group να έχει αναγνωρισιμότητα και επιτυχία. Το “Knock Out” του 1991, ήταν απλά η φυσική συνέχεια των τριών πρώτων δουλειών τους και επέκτεινε/διατήρησε την αίγλη και φήμη του σχήματος στο κοινό. Σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα albums, ήταν κάπως άνισο αφού δεν είχε την πληθώρα των hits που είχαν τα προηγούμενα, αλλά και πάλι δεν πέρασε με τίποτα απαρατήρητο. Όλα εκείνα τα στοιχεία που είχαν αγαπήσει οι οπαδοί ήταν και πάλι παρόντα: mid tempo συνθέσεις με άκρατη ηχητική ευμάρεια και έξυπνα τοποθετημένα μουσικά μέρη και ριφς, ωραία «πιασάρικα» ρεφραίν και γενικά εύθυμη διάθεση σε όλη την διάρκεια του δίσκου θα «συναντούσε» όποιος ήθελε να ακούσει την δουλειά. Το “Knock Out” ήταν το πρώτο album χωρίς έναν εκ των ιδρυτών των BONFIRE, τον κιθαρίστα Hans Ziller, ο οποίος λόγω διαφορών που είχε με το management αλλά και τα μέλη του group αποφάσισε να μην συμμετέχει στο album. Έτσι οι συνθέσεις ήταν ένα κλικ πιο κάτω σχετικά με αυτό που είχαν συνηθίσει οι οπαδοί μέχρι πρότινος. Ναι μεν το essence και το feeling της ταυτότητας των BONFIRE υπήρχε, τα τραγούδια όμως δεν σου «έμεναν» τόσο πολύ όσο στο παρελθόν. Περνούσες καλά κατά την διάρκεια της ακρόασης αφού τα τραγούδια δεν ήταν αδιάφορα, αλλά μέχρι εκεί. Μάλλον η μη συμμετοχή του Ziller επηρέασε την τελική ποιότητα των κομματιών αφού σε όλες τις προηγούμενες δουλειές είχε πρωταγωνιστικό ρόλο συνθετικά. Το “Knock Out”, αποτέλεσε το «κλείσιμο ενός πρώτου κύκλου» για το group αφού λίγο μετά την κυκλοφορία του, αποχώρησε και ο τραγουδιστής που έχει συνδέσει το όνομα του με το σχήμα, Claus Lessmann, και η μπάντα μπήκε σε χειμερία νάρκη για 4 χρόνια πριν την μετέπειτα επαναδραστηριοποίηση της. Παρόλα αυτά και το “Knock Out” που έχει κάποια ωραία τραγούδια, και φυσικά τα 3 πρώτα albums, των BONFIRE δεν πρέπει να λείπουν από καμία δισκοθήκη, μια και θα είναι για πάντα μουσικά διαμάντια άσχετα αν το καθένα έχει άλλο μέγεθος. Άλλωστε το μέγεθος δεν μετράει αλλά η ποιότητα που έχει το καθένα.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

CANNIBAL CORPSE – “Butchered at birth” (Metal Blade)

Οι λατρεμένοι Καννίβαλοι του ακραίου ήχου έχοντας ήδη προκαλέσει τεράστια αίσθηση με το ντεμπούτο τους “Eaten back to life”, ήταν σαν από καιρό έτοιμοι να απολαύσουν τους καρπούς της φρενίτιδας που είχε ξεσπάσει με την πάρτη τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι τότε δεν είχε εμφανιστεί κάτι το παρόμοια ακραίο και πως το σοκ ήταν τεράστιο. Το πρώτο τους άλμπουμ μπορεί να είχε αυτή τη thrash αισθητική που είχαν πολλά –αν όχι τα περισσότερα ντεμπούτα- του είδους, ειδικά από Αμερική μεριά, αλλά σύντομα θα αποτελούσε παρελθόν δίνοντας τη θέση του στον κατ’ εξοχήν βαρύ και πηχτό ήχο τους. Το “Butchered at birth” κυκλοφόρησε μόλις 10 μήνες μετά τον προκάτοχό του (να τα βλέπουν αυτά ορισμένοι και να βλέπουν και τι δίσκοι κυκλοφορούσαν τότε) και σχεδόν έσβησε την ανάμνηση του ήχου του ντεμπούτου τους με τη μία. Όχι γιατί ήταν καλύτερο (συνεχίζω να πιστεύω ότι δεν είναι), αλλά γιατί τα thrash περάσματα είχαν πάει περίπατο, οι συχνότητες χαμήλωσαν επικίνδυνα, ενώ και τα φωνητικά του Chris Barnes δεν είχαν πλέον καμία σχέση με την σχεδόν καθαρή άρθρωση στο “Eaten back to life”. Φανταστείτε τώρα ένα ήδη ακραίο ήχο, απογυμνωμένο από πιο εύκολα ταχεία περάσματα, με τις κιθάρες κουρδισμένες χαμηλότερα κι από το υπέδαφος και τον Barnes να ηχεί λες και τρίβεις γυαλόχαρτο με σπάτουλα. Ο άνθρωπος μιλάμε ήταν ΑΚΡΑΙΟΣ όσο δεν πήγαινε τότε, πάει και η άρθρωση, πάει και ο τσαμπουκάς, μόνο πνίξιμο και ουρλιαχτά που δημιούργησαν μία ολόκληρη σχολή κάφρων τραγουδιστών εκεί έξω (θέλετε/δε θέλετε, ισχύει 100%). Το να μπορέσουν όμως συνολικά να ακούγονται τόσο απόκοσμοι, είναι κάτι που τους το δίνεις σαν παράσημο. Τα κομμάτια αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλα σε διάρκεια (το αρχικό βασανιστικό “Meat hook sodomy” διαρκεί σχεδόν 6’), ακουγόντουσαν πλέον με πολύ περισσότερα στρώματα κιθάρας, ενώ το rhythm section των Alex Webster/Paul Mazurkiewicz (μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα) έπαιζε πλέον τα άπαιχτα και κάπου εκεί ξεκίνησε η μουσική τους να γίνεται όλο και πιο ακραία πολύπλοκη.

Ο ήχος του δίσκου κατά πολλούς οφείλεται σε επιθυμία του ίδιου του Barnes που παρότρυνε τους υπόλοιπους να παίξουν όσο πιο ακραία γινόταν. Σε κατ’ ιδίαν συζήτηση μάλιστα με τον Alex Webster το 2001, μου εκμυστηρεύτηκε ότι μέχρι σήμερα αγαπάει πολύ το 1ο και το τελευταίο άλμπουμ της εποχής Barnes (δηλαδή το “Eaten back to life” και το “The bleeding”), ενώ για το “Butchered at birth” και το ακόμα πιο ακραίο “Tomb of the mutilated” είχε πει ότι ναι μεν τα αγαπάει εξίσου, αλλά περισσότερο ήταν ήχος που άρεσε κυρίως στον Barnes και όχι τόσο στα υπόλοιπα μέλη (“more of a Chris thing” όπως συγκεκριμένα είχε αναφέρει). Οι κιθάρες μοιάζουν σαν μπετονιέρες που έχουν σφυρηλατήσει το ισχυρότερο τσιμέντο και τόσο ο Jack Owen στις ρυθμικές, όσο και ο Bob Rusay στις lead κιθάρες, ακούγονται εκτός ελέγχου. Έχοντας παρακολουθήσει βίντεο της εποχής, είναι απίστευτο το πόσο χύμα και επικίνδυνοι φαινόντουσαν επί σκηνής, ειδικά οι δύο κολλητοί Barnes/Rusay χτυπιόντουσαν με τέτοιο τρόπο που είναι άξιο απορίας ότι μέχρι σήμερα στέκονται στα δύο πόδια τους. Όταν μετά το “Tomb of the mutilated” μάλιστα ο Rusay έφυγε ως ανεπαρκής παίχτης, ήταν πρακτικά και η αρχή του τέλους της σχέσης τους με τον Barnes. Πολλοί εμμένουν στην άποψη –όχι άδικα- ότι χωρίς τον Barnes η μπάντα δεν ήχησε ποτέ ίδια, όσο φιλότιμος κι αν είναι ο George “Corpsegrinder” Fisher”. Το “Butchered at birth” θα είναι πάντα η στιγμή που άλλαξαν τελείως τη λογική τους και που από’δω και μετά, κάθε δίσκος έγινε πιο απαιτητικός στο παίξιμο του. Για το εξώφυλλο δε, οι αντιδράσεις που προκάλεσε καλά κρατούν μέχρι και σήμερα. Συνέβαλλε στο να απαγορευτούν να παίζονται κομμάτια από τα τρία πρώτα άλμπουμ τους στη Γερμανία, ενώ πλέον οι αρχικές εκδόσεις του δίσκου τυλιγμένο σε χασαποκάλυμμα και με το κόκκινο λογότυπο τους σφραγιδιασμένο πάνω του, έχουν γίνει ακριβό σπορ για συλλέκτες. Στον Καναδά ο δίσκος δεν πωλούνταν για μεγάλο διάστημα σε ανθρώπους κάτω των 20 ετών.

Άγγελος Κατσούρας

 

CATHEDRAL – “Forest of equilibrium” (Earache records)

Σύντομο, τετριμμένο ίσως, αλλά αναγκαίο εισαγωγικό σημείωμα: Όλοι γνωρίζουμε πως οι BLACK SABBATH είναι αυτοί που δημιούργησαν το doom metal, όχι απλά με το ντεμπούτο τους, αλλά με την πρώτη νότα του ομότιτλου τραγουδιού τους. Στα 80’s από εκείνον τον ήχο, είτε με δάνειο αυτούσιο είτε με προσθήκες από άλλες μουσικές σχολές, δημιουργήθηκαν οι CANDLEMASS, TROUBLE, PENTAGRAM, ST. VITUS, WITCHFINDER GENERAL… μπάντες αυτού του στυλ, που πήραν το 70’s doom (ultra) heavy rock/metal των BLACK SABBATH και το έφεραν στη νέα (τότε) δεκαετία. Κάτι που έγινε και στα 90’s, με πρωτεργάτες μπάντες σαν το τιμώμενο, σε αυτό το κείμενο, συγκρότημα. Μόνο που οι θεοί CATHEDRAL (από τα πλέον ταιριαστά ονόματα για τέτοιο στυλ μουσικής), πήραν εκείνον τον θανατερό ήχο του “Black Sabbath” έπους, και τον έστειλαν ως τα Τάρταρα… Πιο αργό και από πορεία θανατοποινίτη προς τον λόφο με τα ικριώματα, όχι απλά πένθιμο αλλά εσχατολογικό σχεδόν, το “Forest of equilibrium” αποτελεί ένα μνημείο του είδους, και ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά του albums! Ανεβάζει (σχετικά) ρυθμούς σε ελάχιστα σημεία, οι κιθάρες του ανάβουν κεράκι μπροστά στην εικόνα του Iommi, το rhythm section είναι μονολιθικό, λιτό, απέριττο, τα φωνητικά νόμιζες πως ανήκαν σε μια διασταύρωση δαίμονα (όχι, δεν είναι μόνο τα black φωνητικά το μοναδικό «κακό» πράγμα στο κόσμο της μουσικής) με εσχατολογικό προφήτη (και είχαν πολύ από Warrior «μέσα» τους), ενώ ένα υπέροχο φλάουτο διανθίζει τις μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις του. Όποτε ακούω το “Forest of equilibrium”, πάντα σκέφτομαι πόσο καλό έκανε όχι μόνο στο doom αλλά γενικά στο metal η φυγή του Lee Dorian από τους NAPALM DEATH και το αντάμωμα με τον Gaz Jennings και τον Mark Griffiths. Κάθε φορά, πιάνω τον εαυτό μου να λέει πόσο σημαντικός είναι αυτός ο δίσκος και πόσο η σημασία του ξεπερνά τα (ευρύτατα) όρια της δεκαετίας στην οποία ανήκει. Μιλάμε για μνημείο.

Υ.Γ.: Και τι εξώφυλλο από τον Dave Patchett…

Δημήτρης Τσέλλος

 

CONCEPTION – “The last sunset” (CSF Records)

Κι εγένετο CONCEPTION! Από τις πολύ αγαπημένες 90’s μπάντες, με φανατικό κοινό στην Ελλάδα των 90’s ειδικά και από αυτές που στην τελική έγραψαν κομμάτια όπως το “Roll the fire” (θα έρθει η ώρα και αυτού του δίσκου), που το ακούγαμε σε κάθε metal club και στιγμάτισε τη δεκαετία.

Προφανώς και οι CONCEPTION ΔΕΝ είναι μόνο το “Roll the fire” και εννοείται έχουν και τόσα και τόσα άλλα υπέροχα τραγούδια. Άλλωστε μιλάμε για μία μπάντα που μπορεί να έβγαλε μόλις 4 δίσκους στην καριέρα της, όμως κατάφερε αυτό το 4/4, κυκλοφορώντας ποιοτικότατες δουλειές και μόνο.

Το “The last sunset” λοιπόν, είναι το άλμπουμ με το οποίο μας συστήθηκε ο Roy Khan και η παρέα του, ή καλύτερα ο Tore Ostby και η παρέα του, καθώς αυτός έγραφε κυρίως τα τραγούδια, ασχέτως αν αγαπήσαμε στην πορεία των χρόνων περισσότερο τον Roy και για την περίοδο που μας μάγεψε και με τους KAMELOT. Κάθε πρώτος δίσκος και ειδικά εκείνη την εποχή, ήταν και πιο «ωμός» ας πούμε, πιο πηγαίος ίσως, πιο «ανέμελος» αν επιτρέπεται η λέξη. Έτσι και εδώ οι Νορβηγοί δείχνουν μεν πολλά από αυτά για τα οποία θα μας κάνουν να κολλήσουμε μαζί τους στο μέλλον, απλά δεν τα έχουν βρει ακριβώς ούτε και οι ίδιοι ακόμα και όπως και να το κάνουμε, η απειρία, που πάντα παίζει το ρόλο της, υπάρχει και εδώ. Και αυτό είναι και το λογικό άλλωστε. Το ότι στο ντεμπούτο σου πάντως, περνάς και flamenco στοιχεία (καλή ώρα “War of hate”), δείχνει ότι το μικρόβιο του πειραματισμού το έχεις έμφυτο και περνάει και το μήνυμα ότι αυτή η μπάντα θα παίξει ότι και όπως θέλει. Και αυτό και έκαναν στην πορεία τους φυσικά με 4 δίσκους διαφορετικούς τον έναν από τον άλλο, χωρίς καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς. Εδώ πάντως, ο Ostby φανερώνει και τις Malmsteen-ικές επιρροές του, δείχνει για πρώτη φορά τι εξαιρετικός κιθαρίστας είναι (στους ARK μας έδειξε κι άλλες πτυχές του αργότερα), ενώ ο Khan, μπορεί να μην είναι ακόμα O Khan που καθηλώνει, αλλά ακούς ρε δγιάολε αυτή τη χροιά, ότι είναι εκεί και περιμένει απλά να γαλουχηθεί λιγάκι ακόμα. Το progressive metal συναντάει το melodic metal με dark αισθητική, με επιρροές από FATES WARNING κάπου εκεί στο “No exit” ή και DREAM THEATER του “When dream and day unite”, ενώ και οι CRIMSON GLORY δείχνουν να έχουν βάλει το χεράκι τους, όμως με τους Νορβηγούς, αν και σε ντεμπούτο, να έχουν ένα δικό τους ηχόχρωμα, κυρίως λόγω των ποικίλων επιρροών και των πειραματισμών τους. Άλλωστε και τα τραγούδια του ίδιου του δίσκου ποικίλλουν μεταξύ τους, με αγαπημένες στιγμές τα “Building a force”, “Fairy’s dance”, “The last sunset” (τι ωραία μπαλάντα) και φυσικά το υπέροχο “Among the Gods” (λιώσε μας εκεί στο 7:12) που είναι σαν το κομμάτι-περίληψη ολόκληρου του άλμπουμ, αλλά και trailer των επερχόμενων σε πολλά σημεία.

Ναι, ΟΚ, το “The last sunset” είναι το πιο «αδύναμο» από τα 4 άλμπουμ των CONCEPTION, όμως δεν παύει να είναι πολύ ωραίο, λαμβάνοντας ειδικά υπόψη όλα τα δεδομένα. Τα συνθετικά μεγαλεία έρχονται σύντομα άλλωστε. Καιρό είχα να το ακούσω ολόκληρο πάντως και το χάρηκα! Μια χαρά μας παρουσιάστηκαν τότε.

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

CORONER – “Mental vortex” (Noise)

Ένας από τους λόγους που λατρεύω τα 90’s, είναι ότι είναι η δεκαετία των μεγάλων ηχητικών αλλαγών και των συνεχόμενων πειραματισμών. Και μιλάω καθαρά για μπάντες και είδη του heavy metal που υπήρχαν ήδη και συνέχισαν και στα 90’s. Δε βάζω καν στην κουβέντα τη δημιουργία των τόσων άλλων και ποικίλων ειδών. Ένα από τα είδη που είδε πολλές και σημαντικές αλλαγές στα 90’s, όπως όμως και φοβερές μεταπτώσεις, καθώς πέρασε και την περίοδο που για πολύ κόσμο είχε «πεθάνει» που λέμε, είναι και το thrash metal. Και μία από τις μπάντες που ναι μεν μπήκε σε αυτό το τριπάκι, αλλά το έκανε τελείως με το δικό της τρόπο (και χωρίς να καρπωθεί και τίποτα τρελό εμπορικά όπως τόσοι και τόσοι άλλοι… χωρίς να είναι αυτό μομφή για τους άλλους, για κανένα λόγο), είναι οι Ελβετοί CORONER. Μία χαρακτηριστικότατη μπάντα αυτού του χαρακτηρισμού που τόσο αγαπάμε να λέμε στις κλασικές αιώνιες μεταλλικές συζητήσεις: υποτιμημένη! Καθαρά μουσικά να το πάρεις, ναι, είναι υποτιμημένη μπάντα οι CORONER. 5 άλμπουμ και τα 5 (ασχέτως προσωπικών προτιμήσεων κλπ) αν κάτι έχουν είναι τεράστια ποσότητα ποιότητας. Αλλά ας το αφήσουμε στην άκρη αυτό.

Προσωπικά, έχω ένα μικρό «κόλλημα» με τα άλμπουμ Νο 4 μίας μπάντας. Όχι ότι τα θεωρώ τα καλύτερα πάντα κλπ, αλλά γιατί είναι πολλές οι φορές που έχουμε δει ένα συγκρότημα είτε να αλλάζει σημαντικά τον ήχο του και να επαναπροσδιορίζει την καριέρα και την πορεία του, είτε γιατί στο Νο 4 βλέπουμε πολλές μπάντες να ολοκληρώνουν πειραματισμούς και ψαξίματα και να κατασταλλάζουν. Με το “Mental vortex” οι CORONER δικαιώνουν ας πούμε αυτό το προσωπικό «κόλλημα». Αφήνοντας πίσω τους τις υψηλές κυρίως ταχύτητες στις οποίες μας είχαν συνηθίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, αποφασίζουν να ρίξουν τα bpm και να groove-άρουν περισσότερο, δίνοντας παράλληλα περισσότερο χώρο στη μουσική τους να αναπνεύσει. Και groove-άρουν οι κερατάδες! Είναι το άλμπουμ της “metamorphosis” (να πάρουμε και τίτλο ενός εκ των κορυφαίων τραγουδιών του δίσκου) για το τρίο από την Ελβετία. Πίσω από την κονσόλα επιλέγουν σοφά και παίρνουν τον Tom Morris, αδελφό του Jim Morris (μια ματιά στη δισκογραφία της οικογενείας προκαλεί λίγο ζαλάδες) των Morrisound Studios (ΑΧ) φυσικά. Και παίζουν άλλη μπάλα. Και επειδή ο coach δείχνει τη δουλειά του ακόμα καλύτερα τη δεύτερη σεζόν, θα τον κρατήσουν και για το “Grin” με τα γνωστά αποτελέσματα που θα συζητήσουμε αργότερα στην πορεία αυτού του αφιερώματος στα 90’s.

Από το εναρκτήριο “Divine step (Conspectu mortis)” είναι φανερό ότι αυτό που θα ακούσει κάποιος είναι κάτι άλλο από αυτό που ήξερε μέχρι τώρα από τη μπάντα. Όπως είπα και πριν, οι ταχύτητες πέφτουν, η groove-α μπαίνει μπροστά, τα riffs εναλλάσονται με leads, ενώ οι εναλλαγές στο ύφος και την ταχύτητα μέσα στο ίδιο κομμάτι είναι υποδειγματικές. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι η μπάντα έχει καταφέρει και έχει δημιουργήσει μία καθηλωτική ατμόσφαιρα που περικλείει το άλμπουμ, όντας τρίο! Και μπορεί ο Kent Smith να έβαλε το χεράκι του με τα πλήκτρα εκεί που έπρεπε και για όσο έπρεπε, αλλά μιλάμε για τρίο! Και είναι στιγμές που νομίζεις ότι ακούς εξάδα να παίζει. Μεγαλύτερη δε απόδειξη αυτού και της μαγκιάς της μπάντας είναι οι live εμφανίσεις τους. Μία φορά τους έχω δει μόνο, στο Gagarin και απλά νόμιζα ότι μας κάνουν πλάκα. ΑΝ ποτέ ξανάρθουν, είναι αμαρτία να τους χάσετε και κλείνει εδώ αυτό. Επιστροφή. Σε όλα τα κομμάτια, τα χαρακτηριστικά είναι πάνω κάτω τα ίδια. Η νοοτροπία σχεδόν η ίδια. Το «όραμα» σχεδόν το ίδιο. Οι εναλλαγές είναι παντού και συνέχεια. Όμως τα κομμάτια μόνο ίδια δεν είναι στο τέλος. Και το άλμπουμ απλά κυλάει νεράκι, μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της διασκευής στο “I want you (She’s so heavy)” των THE BEATLES, μίας διασκευής που την έχουν κάνει τόσο δική τους και αυτή και την έχουν φέρει στα μέτρα και τα πλαίσια του δίσκου. Αγαπημένες στιγμές το εναρκτήριο, το “Semtex revolution” και το “Pale sister”, χωρίς προφανώς να υπάρχει κάποιο που υστερεί. Απλά για να επιλέξω μία τριάδα τραγουδιών, έτσι, για το καλό.

Groove-άτο, υπερ-τεχνικό χωρίς παρλαπίπες και επίδειξη τεχνικής χωρίς ουσία (να αραδιάσουμε πόσες και πόσες μπάντες του σκεπτικού “παίζω παπάδες και ταυτόχρονα παίζω και όσο πιο γρήγορα μπορώ, απλά στο τέλος δίνω βάση εκεί και δε μένουν και πολλά κομμάτια στο μυαλό κάποιου”) thrash, που κουνάει ρυθμικά κωλαράκια. Μία στροφή στον ήχο της μπάντας, που προσωπικά τελειοποιήθηκε στο “Grin” που έπεται. Και ένα άλμπουμ που έφευγε από τα δεδομένα και τα πρέπει, χωρίς να δώσει βάση στο τι θα πουλήσει, σε μία εποχή που το thrash έπαιρνε άλλους δρόμους. Respect και μόνο!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

CORROSION OF CONFORMITY – “Blind” (Relativity Records)

To 1991 κυκλοφόρησε το τρίτο άλμπουμ των CORROSION OF CONFORMITY (C.O.C.) ο δίσκος “Blind”. Είχαν περάσει 6 ολόκληρα χρόνια από την προηγούμενη δουλειά τους “Animosity” και οι αλλαγές που συντελέστηκαν ήταν πάμπολλες στο στρατόπεδο των C.O.C. με αποτέλεσμα να δικαιολογεί και κατά πολύ την αλλαγή στην μουσική κατεύθυνση που τράβηξαν. Ήταν ο μοναδικός δίσκος των C.O.C. που ο Karl Agell ήταν στα φωνητικά και ο Mike Dean δεν συμμετείχε. Στην θέση του Mike Dean στο μπάσο και μόνο για αυτό το δίσκο έπαιξε ο Phil Swisher, ενώ ήταν και το ντεμπούτο του τεράστιου Pepper Keenan στην κιθάρα. Ήταν ένας δίσκος με πολλά ορόσημα όπως ανέφερα και ένα από όλα αυτά ήταν και το ότι πρωτοτραγούδησε ο Pepper Keenan σε ένα τραγούδι (“Vote with a bullet”) όπου είναι και το κορυφαίο του δίσκου και θα σημάνει τον προάγγελο για το τι επιφυλάσσει η μοίρα στους C.O.C. για το πόστο του τραγουδιστή. Συνολικά αυτός ο δίσκος θα μνημονεύεται εκτός από τα τραγούδια που ήταν πραγματικά δυναμίτες, για την στροφή τους από το crossover thrash των 80’s, στο πιο heavy και ευθύ ήχο.

Τα φωνητικά του Karl Agell είναι δυνατά με έντονο συναίσθημα, ενώ το αίμα στις “αριστερές” φλέβες του ρέει μπαρουτοκαπνισμένο δίνοντας πολύ καλές ερμηνείες, χωρίς βέβαια να φτάνει τα επιθετικά επίπεδα που είχε η φωνή του όταν τραγουδούσε στους SCHOOL OF VIOLENCE. Η προσθήκη του “θεάρεστου” Pepper Keenan έκανε αισθητή άμεσα την συνεισφορά του μουσικά και στιχουργικά, ενώ αυτός ο δίσκος θα αποτελέσει το πρώτο λιθαράκι προσφοράς του για τον γίγαντα C.O.C. των 90’s που θα ακολουθήσει, με αυτόν να αναλαμβάνει τα ηνία για τα καλά. Στιχουργικά είναι πραγματικά ένας “θυμωμένος” δίσκος με πολλά κοινωνικά προβλήματα. “Θυμωμένος” για τους πολιτικούς “ηγέτες” που σκοτώνουν στο όνομα της ειρήνης για έναν “ελεύθερο κόσμο”, “θυμωμένος” για την κοινωνική καταπίεση που αναγκάζει τον κόσμο να χαμογελάει κ να δείχνει ευτυχισμένος ενώ πεθαίνει μέσα του και “θυμωμένος” για την ανεπάρκεια αλλά και σαθρή δομή ενός συστήματος που αρμέγει τους πολλούς για χάρη των λίγων.

Όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητα στοιχεία που θα πρέπει να έχει κάποιος κατά νου για να κατανοήσει πλήρως τον δίσκο “Blind”. Να κατανοήσει και να εκτιμήσει την αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης, την δύναμη και επιθετική διάθεση που βγάζει ο δίσκος αλλά και την μουσική παρακαταθήκη που αφήνει η συνεισφορά του Pepper Keenan. Μια συνεισφορά που με την συνεργασία με τον Woody Weatherman στους επόμενους δίσκους, θα δημιουργήσουν φουρνιά φανατικών οπαδών των C.O.C. και θα μας αφήσουν τραγούδια και δίσκους ανυπέρβλητους. Ο δίσκος το μόνο “αρνητικό” του είναι ότι θα επισκιαστεί από τις επόμενες κυκλοφορίες τους που είναι σαφώς ανώτερες, οπότε όσοι γνώρισαν τους C.O.C. στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του ‘90, ίσως δεν εκτιμήσουν στο βαθμό που του αρμόζει του άλμπουμ αυτού, με βάση την ποιότητά του συνολικά. Αναμφίβολα ο “Blind” εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της μπάντας και έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους στο χώρο της Metal μουσικής της δεκαετίας του ‘90.

Θάνος Κολοκυθάς

 

CRIMSON GLORY – “Strange and beautiful” (Atlantic)

Τόσα και τόσα χρόνια πέρασαν, δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα την απογοήτευση των οπαδών των CRIMSON GLORY όταν μετά το ομώνυμο άλμπουμ και το “Transcendence”, το 1991 κυκλοφόρησαν το “Strange and beautiful”… Ένα άλμπουμ τόσο διαφορετικό από τους δύο κολοσσούς του heavy metal. Φεύγοντας από τη Roadrunner για την πολυεθνική Atlantic, προφανώς είχαν στο μυαλό τους να κάνουν επιτέλους και μία εμπορική επιτυχία και να μην είναι γνωστοί μόνο στους μεταλλάδες. Το έκαναν όμως με εντελώς λάθος timing, σε μία περίοδο που κι αυτός σταμάτησε να έχει πέραση… Hard rock, με αρκετούς tribal ρυθμούς στα τύμπανα και τον Midnight να αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο στη σύνθεση, κάτι που και να μην το έγραφαν τα credits, αν ακούσει κανείς τις μετέπειτα σόλο δουλειές του μακαρίτη με τη χρυσή φωνή, θα το διαπίστωνε με βεβαιότητα. Μην ξεχνάμε, το 1991, δύσκολα χωνεύαμε δραστικές αλλαγές στον ήχο αγαπημένων μας συγκροτημάτων, όσο καλές κι αν ήταν. Το “Strange and beautiful”, δεν είναι τόσο κακό όσο φαινόταν εκείνη την περίοδο. Μου αρέσουν τρομερά οι μπαλάντες “Song for angels” και “Deep inside your heart” (καλά, παίζει και ρόλο που τις άκουγα τη χρονιά που βγήκαν, σε μεταμεσονύχτια ραδιοφωνική εκπομπή που έβαζε μπαλάντες, διαβάζοντας για τις πανελλήνιες), το εισαγωγικό “Strange and beautiful”, το “Promised land”. Μετά το “Transcendence” όμως, δεν βγάζεις για πρώτο single το “The chant”, που έχεις φωνάξει να στο συνθέσει ο Marti Frederiksen (γνωστός από τη συνεργασία του με τους AEROSMITH). Σκάει το video clip στο MTV, να ‘σου τα εγκεφαλικά… «Το γύρισαν σε MOTLEY CRUE», λέγαμε και κλαίγαμε. “Dance on fire”. Ανεπίτρεπτο να κυκλοφορείς αυτό το τραγούδι. Ο δίσκος δεν είναι κακός, είναι σίγουρα όμως άνισος και μέτριος. Υπάρχει μία progressive αισθητική, αλλά και πολύ hard rock, από συνθέσεις όμως, πάσχει. Αυτά τα φωνητικά όμως ρε παιδί μου, τι να πει κανείς για τη φωνάρα του Midnight… Ήδη η βάρκα έμπαζε νερά, αφού είχαν φύγει ντράμερ (Dana Burnell) κι ο ένας κιθαρίστας (Ben Jackson), απόγινε όμως με τη φυγή του Midnight αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, σημαίνοντας το ουσιαστικό τέλος αυτού του μεγάλου σχήματος. Πριν κλείσω αυτές τις γραμμές, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην άθλια επανακυκλοφορία του από τη Metal Mind to 2006, όπου στο booklet, δεν τους χώραγαν τα liner notes και απλά αποφάσισαν να τα κόψουν στη μέση στην πρώτη σελίδα… Πιο άρπα κόλα, δεν γίνεται.

Σάκης Φράγκος

 

CROWBAR – “Obedience Thru Suffering” (Pavement Music)

To 1991 οι πολυαγαπημένοι μου CROWBAR κυκλοφόρησαν τον “Obedience thru suffering” ένα δίσκο που η αξία του δεν μνημονεύεται κυρίως για τα αψεγάδιαστα τραγούδια του, αλλά κυρίως για το ότι ήταν ίσως ο πρώτος εξ ολοκλήρου sludge δίσκος που κυκλοφόρησε χρονικά μαζί με το “In the name of suffering” των EYEHATEGOD. Ήταν ο κατάλληλος δίσκος την κατάλληλη χρονική στιγμή και θεωρώ πως ότι ήταν το “Kill ’em all” για το thrash ήταν ο δίσκος αυτός για το Sludge metal. Ο Kirk Windstein πάντρεψε τις doom επιρροές των SAINT VITUS, BLACK SABBATH, TROUBLE με τις πιο Hardcore Punk όπως DISCHARGED, BLACK FLAG και μας έδωσε ένα δίσκο doom αλλά πιο ακραίο απ’ ότι είχαμε συνηθίσει ως εκείνη την στιγμή. Ο συνολικός τόνος και ατμόσφαιρα είναι μακράν πιο βαριά κι ζοφερή σε σύγκριση με τις επιρροές του, με τις κραυγές του Kirk Windstein να είναι ένας φόρος τιμής στους DISCHARGED και να δημιουργούν μία γοητευτικά σάπια αύρα.

Στον δίσκο αυτό ξεχωρίζουν τα τραγούδια “Waiting in silence”, “My agony”, “I despise”, και το ομώνυμο που ξεβράζουν ποιότητα, δείγματα της μουσικής προσωπικότητας του Kirk Windstein αλλά και έντονο προβληματισμό. Οι CROWBAR έχουν βγάλει πολύ καλύτερους δίσκους από το ντεμπούτο τους και αυτό είναι αναμφίβολο. Σαφώς και δεν μπορεί να συγκριθεί με το “Odd Fellows Rest” ή το “Sonic Excess…” όμως κάλλιστα μπορεί να σταθεί αξιοπρεπέστατα και μόνος του στο διάβα των χρόνων. Δεν έχει την ποιότητα των επόμενων δίσκων, όμως σε αυτή την κυκλοφορία “φυτεύτηκε ο σπόρος” για αυτό που θα αποκαλέσουμε στην συνέxεια sludge metal και θα είναι το ξεκίνημα μια πορείας που συνεχίζει ακόμα και που μας δίνει δίσκους με αυτή την αισθητική. Το “Obedience Through Suffering” θα πρέπει να βρίσκεται σε κάθε δισκοθήκη οπαδού των sludge,stoner,doom heavy ιδιωμάτων της μουσικής που αγαπάμε.

Θάνος Κολοκυθάς

 

THE CULT – “Ceremony” (Beggars Banquet/Sire)

Οι THE CULT με το “Sonic temple” γνώρισαν το απόγειο της δόξας τους, με πωλήσεις που έφτασαν μέχρι τη δεκάδα του Billboard και με ενάμιση χρόνο να οργώνουν όλες τις σκηνές παγκοσμίως. Όταν επιτέλους μαζεύτηκε στο studio το δίδυμο των Astbury/Duffy, προσέλαβε στις τάξεις του τον Charley Drayton (THE DIVINYLS) στο μπάσο και τον James Kottak (SCORPIONS, ex-KINGDOM COME) στα drums και εξέφρασαν σε ακόμη πιο έντονο βαθμό τις hard rock καταβολές τους, σε βάρος των goth/dark wave. Αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων ήταν το “Ceremony”, το οποίο όπως φάνηκε άφησε δυσαρεστημένο το κοινό τους, αφού τα αντίτυπα που αγοραστήκαν ήταν κατά πολύ μειωμένα συγκριτικά με τα albums που προηγήθηκαν. Η αλήθεια είναι ότι εδώ οι THE CULT ακούγονται αποπροσανατολισμένοι και ελάχιστες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το διαχρονικό “Wild hearted son” ή η καταπληκτική μπαλάντα “Heart and soul”. Η χαμηλή ανταπόκριση που είχε το “Ceremony” δεν εμπόδισε σε καμία περίπτωση το συγκρότημα να ξεχυθεί σε ακόμη μία εκτεταμένη παγκόσμια περιοδεία για την προώθησή του, η οποία έφτασε μέχρι και τα μέρη μας, σε εκείνη την ιστορική συναυλία ως support των METALLICA στη Νέα Σμύρνη. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το εξώφυλλο του album δημιούργησε ένα σωρό νομικά προβλήματα στους THE CULT, αφού απεικόνιζε έναν ανήλικο Ινδιάνο, οι γονείς του οποίου μήνυσαν το συγκρότημα, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία του σε ορισμένες χώρες να συναντήσει μεγάλες δυσκολίες.

Γιώργος Κόης

CYCLONE TEMPLE – “I hate therefore I am” (Combat)

Ιστορία μου, αμαρτία μου, ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ ΜΕΓΑΛΟ. Αυτός ο παραποιημένος στίχος περιγράφει απόλυτα τη σχέση μου με ένα άλμπουμ το οποίο αισθάνομαι πραγματικά τόσο πολύ τυχερός κάθε φορά που το ακούω, που νιώθω ότι μου προσθέτει χρόνια ζωής. Αν και ήμουν ο εξίσου τυχερός που αναφέρθηκα σε αυτό στο αφιέρωμα που κάναμε για το τεχνικό thrash, η επανάληψη είναι πάντα μητέρα μαθήσεως και πλέον χωρίς πλαφόν λέξεων μπορώ να το αναλύσω λίγο παραπάνω. Οι CYCLONE TEMPLE δημιουργήθηκαν αφού πρώτα διέλυσαν οι ZNOWHITE, μία φοβερή thrash μπάντα η οποία είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τα φωνητικά της τραγουδίστριας Nicole Lee και στη συνέχεια της αντικαταστάτριας της Debbie Gunn και που έχει προσφέρει το ανυπέρβλητο “Act of God” άλμπουμ. Κάποια στιγμή για αδιευκρίνιστους λόγους υγείας, η Gunn αποχώρησε από τη μπάντα, και έτσι οι εναπομείναντες Scott Schafer (μπάσο), John Slattery (τύμπανα) και Greg Fulton (πραγματικό όνομα Ian Tafoya, κιθάρες), σχημάτισαν τους CYCLONE TEMPLE το 1989, βρίσκοντας τον φοβερό τραγουδιστή Brian Troch, ενώ στον αντίποδα η Debbie Gunn σχημάτισε τους SENTINEL BEAST. Αποτέλεσμα της σύζευξης αυτής, ήταν ένα άλμπουμ το οποίο οι λέξεις ωχριούν να περιγράψουν ακόμα και σήμερα, 28 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Στο προαναφερθέν αφιέρωμα έγραψα ότι για το thrash metal, το “I hate therefore I am” όπως ονομάστηκε ο δίσκος, ήταν το αντίστοιχο του “Into the mirror black” για το Αμερικάνικο heavy/power. Η στιγμή που κάποιοι όντας σοβαρότεροι, ωριμότεροι και καθ’ όλα έτοιμοι για το μεγάλο βήμα, πήραν ένα είδος από το χέρι, το έκαναν σκεπτόμενο, έξυπνο, δημιουργώντας ένα άλμπουμ που ζούσε σαν μία δική του ζωντανή προσωπικότητα, διαφορετικό απ’ ότι υπήρξε (και θα υπάρξει) ποτέ. Φανταστείτε τους METALLICA πιο ευαίσθητους, ώριμους και χωρίς την πίκρα από το θάνατο του Cliff Burton, με γερές δόσεις TESTALLICA (δηλαδή TESTAMENT  που αντέγραφαν METALLICA) και έχετε μόλις μία μικρή ιδέα για τον ήχο του. Η χροιά του Troch σου έσκιζε την καρδιά, οι στίχοι του(ς) με νόημα και μάλιστα το εναρκτήριο “Why” θα μπορούσε να θεωρηθεί το δικό τους “Dyers eve”, δίκην ενός γράμματος του παιδιού στους γονείς του, εκφράζοντας όλα όσα οι ίδιοι δεν είδαν ή δε θέλησαν ποτέ να δουν.

Η μοίρα του δίσκου δυστυχώς ήταν προδιαγεγραμμένη καθώς μιλάμε για 1991, με το thrash ήδη να έχει φτάσει στην κορυφή του με την περιοδεία Clash of the titans, το grunge να ανεβαίνει ραγδαία, τους NIRVANA και τα φερέφωνα αυτών να κατακτούν σταδιακά τον κόσμο και όλο το είδος να θεωρείται πλέον νεκρό και παρωχημένο. Κοντά σε όλα αυτά, η Sony αγοράζει την Combat και το παρακλάδι της, την Relativity και πετάει στην κυριολεξία όλες τις μπάντες του ρόστερ της εταιρείας στο δρόμο. Η μπάντα παρόλα αυτά, παρότι χωρίς εταιρεία και ηθικό και πλέον και χωρίς τραγουδιστή, καθώς ο Troch εκδιώχθηκε και αποχώρησε το 1992, το πάλεψε όσο μπορούσε και άντεξε μέχρι το 1994, βγάζοντας το ΕΡ “Building errors in the machine” και το άλμπουμ “My friend lonely” με τον αρκετά επιθετικότερο τονικά τραγουδιστή Marco Salinas και τον Sonny DeLuca αντίστοιχα για κάθε κυκλοφορία. Μπορεί να έφυγαν με το κεφάλι ψηλά ξεχασμένοι όντες, μπορεί να πάλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους και τελικά να έφαγαν τα μούτρα τους, αλλά πρόλαβαν να δώσουν στην ανθρωπότητα και στο μεταλλικό ήχο συνολικά ένα από τα μεγαλύτερα του κοσμήματα. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που λένε ότι αυτό είναι το άλμπουμ που έπρεπε να βγει στη θέση του “Black album”, ή ότι η περίπτωση τους ήταν μία από τις μεγαλύτερες αδικίες που έχει υποστεί ποτέ συγκρότημα. Η ιστορία των CYCLONE TEMPLE θα μπορούσε να γίνει μέχρι και ταινία, αποτελούν μοναδική περίπτωση στα χρονικά και σίγουρα το “I hate therefore I am” θα κέρδιζε το Όσκαρ του καλύτερου soundtrack. Νιώθω πραγματικά ευλογημένος που χρειάζεται να γράψω δεύτερη φορά γι’ αυτό το άλμπουμ και η συγκίνηση ξεπερνάει την όποια αντικειμενικότητα, για την οποία ούτως ή άλλως δεν τίθεται θέμα. Μακάρι οι σημερινές μπάντες να έβγαζαν κάτι έστω από μακριά παρόμοιο σε αισθητική και τελειότητα όπως αυτό το άλμπουμ. Θα ήμασταν όλοι πολύ ευτυχέστεροι.
Άγγελος Κατσούρας

Άγγελος Κατσούρας

 

D.A.D – “Riskin’ it all” (Warner)

Το κουαρτέτο από τη Δανία, στην δεύτερη δουλειά του, που γνώρισε επιτυχία στην Ελλάδα. Χωρίς να αλλάξουν σε τίποτα την συνταγή, με το τρίχορδο μπάσο, τα AC/DC riff και το γλυκόπικρο χιούμορ, επιδίδονται στην συγγραφή μικρών rock n’ roll κομψοτεχνημάτων. Πιστοί στις παραδόσεις του εξ-ηλεκτρισμένου δωδεκάμετρου, αφήνουν την κακία, για τους πιο Βόρειους, την αγριάδα, το μπρουταλιτέ για την Γερμανική σκηνή και μας μιλάνε για τις αποτυχίες της ενήλικης ζωής, με τον πιο γλυκό τρόπο. Μέσα από σφηνάκια τριπλά αποσταγμένου ουίσκι και bourbon με μέλι. Δεν έχω ιδέα γιατί δεν έγιναν πιο γνωστοί, αλλά για όσους αρέσκονται στο rock n’ roll τους σκληρό, με επικάλυψη μελωδίας και δίχως ίχνος σοβαροφάνειας, τραγούδια σαν τα “Laugh and a ½”, ‘Day of wrong moves”, “Grow or pay” θα τους ακουστούν ακόμα και σήμερα επίκαιρα.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

DANGER DANGER – “Screw it” (Epic)

Ήταν μία εποχή που το αγαπημένο μου είδος μουσικής βρισκόταν στην κορυφή. Το αμερικάνικο hard rock σάρωνε τα charts όλου του κόσμου και χιλιάδες συγκροτήματα έβγαιναν στον αφρό με το όνειρο να γίνουν οι νέοι BON JOVI, DEF LEPPARD, MOTLEY CRUE. Ένα τέτοιο συγκρότημα ήταν και οι DANGER DANGER, που έκαναν ντεμπούτο στην μουσική βιομηχανία πριν από 30 χρόνια ακριβώς με το καταπληκτικό “Screw it”, που όμως εμπορικά δεν πήγε και τόσο καλά, κατατάσσοντας το συγκρότημα στην δεύτερη τη τάξη δυναμική του χώρου. Το 1991 κυκλοφορούσαν τον δεύτερο δίσκο τους με τίτλο “Screw it”, ελπίζοντας να κάνουν το ξεπέταγμα και να γίνουν μπάντα πρώτης γραμμής. Το κατάφεραν;

Δυστυχώς όχι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το “Screw it” είναι κακός δίσκος. Προφανώς και δεν αγγίζει σε δυναμική το ντεμπούτο αλλά έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο εξαιρετικού και καλοπαιγμένου hard rock. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι έπεσαν πάνω στα μεγαθήρια του ήχου και δεν είδαν προκοπή. Από την άλλη, και άλλες μπάντες έπεσαν σε αυτά τα μεγέθη αλλά έκαναν πραγματικά μεγάλα πράγματα με τους δίσκους που κυκλοφόρησαν, όπως οι SKID ROW για παράδειγμα.

Ίσως να λειτούργησε αρνητικά πως το άλμπουμ είχε 13 τραγούδια, συν intro και outro, που ίσως κούρασε τους ακροατές και ενδεχομένως να κουράζει ακόμα αυτούς που όταν βλέπουν μεγάλο αριθμό τραγουδιών ξεκινάνε προκατειλημμένα την ακρόαση ενός άλμπουμ. Από την άλλη δε βρίσκω το λόγο να μην σου αρέσουν τραγούδια όπως τα “Slipped her the big one”, “Crazy nites”, “Coming home”.
Θεωρώ πως το “Screw it” είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος και καλό είναι οι οπαδοί αυτής της μουσικής να του δώσουν μία ακόμα ευκαιρία. Όχι για να αποκατασταθεί, όπως συνηθίζουμε να λέμε, το όνομα της μπάντας μετά από τόσα χρόνια, αλλά γιατί περιέχει πολύ όμορφα τραγούδια γεμάτα μελωδίες και συναίσθημα.

Υ.Γ. Και μόνο που δίσκος ξεκινάει και έχει στο intro sample με ερωτικές «κραυγές» της porno star Ginger Lynn, έπρεπε να χτυπήσει την κορυφή του σύμπαντος! Έπος!

Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

DANGEROUS TOYS – “Hellacious acre” (Columbia)

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το glam/hair metal είχε μεγάλη άνθηση αφού αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο και ειδικά από τους Αμερικανούς μια και ήταν δικό τους προϊόν. Οι DANGEROUS TOYS παρόλο που δημιουργήθηκαν το 1981, πρωτοπαρουσιάστηκαν δισκογραφικά το 1987 κυκλοφορώντας την ομώνυμη δουλειά τους, όντας άλλο ένα αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του Αμερικανικού glam metal/hair metal/hard rock που ακροβατούσε ηχητικά μεταξύ hard και πιο metal ήχου όπως άλλωστε πολλά αντίστοιχα σχήματα της χώρας. Το “Hellarious Acre” το 1991 ήρθε να διαδεχτεί το πολύ επιτυχημένο ντεμπούτο και αποτέλεσε άλλο ένα μικρό διαμάντι σε κάθε δισκοθήκη οπαδού που αρεσκόταν στο είδος. Το album είχε όλα τα στοιχεία που οι οπαδοί είχαν ήδη ακούσει στους GUNS ‘N’ROSES, POISON, MOTLEY CRUE, CINDERELLA, RATT κλπ. Κοιτώντας κάποιος το line up, θα ανακάλυπτε με έκπληξη ότι ο frontman του σχήματος ήταν ο Jason McMaster, ο πρώην τραγουδιστής των τεράστιων WATCHTOWER. Και αν κάποιος περίμενε να ακούσει κάτι αντίστοιχο με το group που τον πρωτομάθαμε, θα «απογοητευόταν» αφού πια είχε αλλάξει φωνητική πορεία. Είχε κάνει την φωνή του πιο τραχιά, θυμίζοντας αρκετά μια μίξη από τους Axl Rose (GUNS N’ ROSES) και Stephen Pearcy (RATT), με λίγα στοιχεία από τον Whitfield Crane (UGLY KID JOE). Οι DANGEROUS TOYS όμως είχαν ένα πολύ σημαντικό «όπλο» που έδειξαν στον κόσμο: τις συνθέσεις τους. Όλα τα τραγούδια ναι μεν σου έφερναν στο μυαλό όλους τους προαναφερόμενους αλλά οι ίδιοι είχαν μπολιάσει αρμονικά και δικά τους στοιχεία, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τα albums – κολοσσούς που είχαν δημιουργήσει οι πιο «μεγάλοι». Τα “Gimme No Lip” και “Line ‘Em Up” είχαν πολύ airplay όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, δείγμα ότι το album δεν πέρασε απαρατήρητο. Αξιοπρόσεκτη είναι και η διασκευή που επέλεξαν να κάνουν στους BAD COMPANY, κάτι τελείως «ξένο» προς τον ήχο τους αλλά με επιτυχημένο αποτέλεσμα. Την παραγωγή του δίσκου ανέλαβε ο Roy Thomas Bake, που είχε συνεργαστεί με ονόματα όπως οι FREE, NAZARETH, QUEEN, PILOT, IAN HUNTER,JOURNEY κλπ άλλη μια απόδειξη του πόσο η εταιρία πίστευε στο group. Δυστυχώς η δουλειά «δεν πήγε» όσο η πρώτη παρόλα αυτά δεν πρέπει να λείπει από μια ενημερωμένη δισκοθήκη ενός οπαδού αρέσκεται στο είδος.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

DARKTHRONE – “Soulside journey” (Peaceville)

Το όνομα των DARKTHRONE είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον μαυρομεταλλικό ήχο και τα “A blaze from the northern sky”, “Under a funeral moon” & “Transilvanian hunger” αποτέλεσαν μνημεία του ωμού και πρωτόγονου black metal. Το ξεκίνημα όμως του συγκροτήματος από το Kolbotn της Νορβηγίας δεν είχε καμία σχέση με τις προαναφερθείσες κυκλοφορίες μιας και κινούταν καθαρά σε death metal φόρμες. Αν κάποιος σας “κάθιζε” να ακούσετε τα τέσσερα πρώτα demo της μπάντας (“Land of frost”, “A new dimension”, “Thulcandra” και “Cromlech”), και ακόμα περισσότερο το ντεμπούτο της θα παίρνατε όρκο πως ακούτε κάποια Σουηδική death μπάντα της εποχής. Αρχές λοιπόν της δεκαετίας των ’90s και οι Νορβηγοί υπογράφουν στην Peaceville Records συμβόλαιο για την κυκλοφορία τεσσάρων δίσκων και βάζουν πλώρη για την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους. Το budget που είχε η μπάντα στη διάθεσή της ήταν πολύ μικρό έτσι ώστε να επιτύχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Οι επαφές τους όμως με τους ENTOMBED, ήδη από τις μέρες των NIHILIST, τους εξασφάλισαν η ηχογράφηση να πραγματοποιηθεί στα Sunlight Studios, με τον συνήθη ύποπτο Tomas Skogsberg να αναλαμβάνει την παραγωγή και τον “Uffe” Cederlund να εκτελεί χρέη τεχνικού κιθάρας. O Tompa (ΑΤ ΤΗΕ GATES), μαζί με τον Fenriz και έναν τύπο με το όνομα Tassilo Förg φτιάχνουν το μοναδικό logo της μπάντας και όλα είναι έτοιμα να κυκλοφορήσει το “Soulside Journey”, τον Ιανουάριο του 1991.

Το “Cromlech” κάνει εξαιρετικό μπάσιμο στο δίσκο με τα εισαγωγικά πλήκτρα και μετέπειτα με τα νεκρομεταλλικά του riffs. Ξεκάθαρα ένα από τα highlights του δίσκου. Οι εναλλαγές μεταξύ των γρήγορων και των ερπόντων doom σημείων δίνουν και παίρνουν, όχι μόνο στο εναρκτήριο κομμάτι αλλά και σε άλλα κομμάτια. Αν και ηχητικά καταλαβαίνεις εύκολα τις κοινές αφετηρίες με το Σουηδικό death metal, οι DARKTHRONE ξεφεύγουν από την παραδοσιακή λογική αυτού του ήχου, ακολουθώντας μια πιο τεχνική προσέγγιση στο παίξιμό τους, αλλά και στο δομικό στήσιμο των κομματιών. Τα πλήκτρα που χρησιμοποίησαν οι Νορβηγοί για το χτίσιμο ατμοσφαιρών δεν ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνες τις ημέρες (το έκαναν και οι NOCTURNUS στο ντεμπούτο τους λιγότερο από ένα χρόνο πριν) και έδειχνε πως η μπάντα προσπαθούσε να πάει ένα βήμα παραπέρα από τα τότε τετριμμένα και τη λογική “να παίξω όσο πιο επιθετικά και σάπια γίνεται”, που είχαν υιοθετήσει πολλές μπάντες του ήχου. Από την ίδια λογική ξέφευγε και το εικαστικό κομμάτι με το εξώφυλλο να μην ακολουθεί τις death τάσεις της εποχής, αλλά και οι στίχοι που ήταν περισσότερο σε πιο black ύφος. Το “Soulside journey” μπορεί να μην οδήγησε τις εξελίξεις στο ακραίο metal όπως έκαναν οι δίσκοι που το διαδέχτηκαν, αλλά ήταν μια συμπαγής και αξιόλογη προσπάθεια. Μπορεί η μετέπειτα μουσική στροφή της μπάντας να έγραψε ιστορία, αλλά όλα ξεκίνησαν με το “Soulside Journey” και είναι πραγματικά κρίμα πολύς κόσμος να προσπερνάει έναν δίσκο σαν κι αυτόν…

Θανάσης Μπόγρης

 

DARK ANGEL – “Time does not heal” (Combat / Under One Flag)

Μετά το αμίμητο thrash metal σφαγείο που με 2 λέξεις λέγεται “Darkness descends”, οι DARK ANGEL από το τιμημένο και ηλιόλουστο Los Angeles, καλούνται να αλλάξουν τον Don Doty με τον Ron Rinehart. Ο Rinehart αποτελεί έναν πιο δραματικό και εκφραστικό τραγουδιστή σε σχέση με τον ωμό και “μαστιγωτό” Doty, και αυτό οδηγεί τους DARK ANGEL στο να γράψουν ένα άλμπουμ-μετάβασης με τον τίτλο “Leave Scars”. Ένα δολοφονικό tech-thrash δημιούργημα, που συνεχίζει να κοιτάει στα μάτια τους διάσημους γείτονες τους (φυσικά αναφέρομαι στους SLAYER), επιδεικνύοντας συν τοις άλλοις, μια ωριμότητα, και απόλυτα ξεχωριστή ταυτότητα. Χώρια τη διασκευή στο αθάνατο “Immigrant song” των LED ZEPPELIN. Αυτό οδήγησε σε μεγαλύτερα κομμάτια, γεμάτα riffs.

Αυτό όμως, δεν ήταν αρκετό για τον Σκοτεινό Άγγελο. Δύο χρόνια αργότερα, έρχεται ένα επίσης απόλυτο άλμπουμ: “Time does not heal”. 9 κομμάτια, 67 λεπτά, 246 riffs. Η περιγραφή πάνω στο αυτοκόλλητο σοκάρει. Που να πατήσεις και play… Οι κιθάρες των Meyer/Eriksen είναι ογκώδεις και τραχείς, το μπάσο του Mike Gonzalez κάνει τα τζάμια να τρίζουν και κλειδώνει ιδανικά με έναν από τους καλύτερους drummers στην metal ιστορία γενικά: GENE HOGLAN. Ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη στιχουργική πλευρά των DARK ANGEL, εδώ και στο προηγούμενο δίσκο, ξεπέρασε εαυτόν. Είχα κάνει πριν κάποιο καιρό μια κουβέντα με ένα φίλο μου, και είχε αναπτύξει, την εξής απλή θεωρία: το μεν “Leave scars” πραγματεύεται στην ολότητά του με τον βιασμό αυτόν καθ’ αυτόν, το δε “Time does not heal” τις πληγές που αυτός έχει αφήσει, και που κανένας χρόνος δεν γιατρεύει, ούτε βοηθάει να κλείσουν, μιας και οι εφιάλτες του βιαστή γυρίζουν ξανά και ξανά και ξανά στο μυαλό του θύματος.

Ακούγοντας τα δίπλα – δίπλα, η θεωρία αυτή, με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, μια και ερμηνεύει εύστοχα την εξέλιξη από το ένα στιχουργικό concept στο άλλο (που το ίδιο θέμα αφορούν, αλλά σε διαφορετική μορφή). Τα κομμάτια τώρα, είναι υπεράνω κριτικής, έχοντας τεντώσει διάρκειες και τα όρια τους, και με απερίγραπτη έμπνευση, σε ένα αραβούργημα του ιδιώματος, που προσωπικά πιστεύω, θα μπορούσε να γοητεύσει πολλούς progsters εκεί έξω. “Pain’s invention, madness” “The new priesthood” (το μόνο κομμάτι που είναι εκτός γενικότερου θέματος, πραγματευόμενο την επιστήμη ως τη νέα θρησκεία), “An ancient inherited shame”, “Psychosexuality”…. Άσε, θα γράψω όλο το δίσκο πάλι.

Το κύκνειο άσμα των DARK ANGEL, μια αποθέωση όλων των πραγμάτων που πρέπει να είναι ένας metal δίσκος γενικά (όχι μόνο thrash). Η επανένωση προ 6ετίας μας έχει ανοίξει την όρεξη, και η κουβέντα γύρω από τον καινούργιο δίσκο που ετοιμάζουν, γίνεται πιο έντονη, με τους οπαδούς να ενθουσιάζονται υπέρ του δέοντος. Μέχρι τότε, ο χρόνος θα συνεχίσει να μη γιατρεύει τα μυαλά μας που πονάνε για τους DARK ANGEL. Και αυτό δε μας χαλάει καθόλου!

Γιάννης Σαββίδης

DAVID LEE ROTH – “A little ain’t enough” (Warner)

Λίγα άλμπουμ έχουν σημάνει τόσα πολλά για μια ολόκληρη σκηνή. Είναι δεδομένο ότι ο διάβολος του εξωφύλλου, δεν νευρίασε τον Euronymus στο Inner circle, ούτε ώθησε τους MANOWAR να γράψουν ένα νέο “Bridge of death”. Ίσως όμως υποδαύλισε το μίσος μιας ολόκληρης σκηνής όπως αυτή του grunge, ενάντια στους καλοβολεμένους ροκ σταρ, που ανακάλυψαν όπως ο David Lee Roth εδώ τα μπλουζ. Συνεπικουρούμενος από τον Jason Becker που δεν είχε ακόμη διαγνωσθεί με το ALS, ο Roth μας έδωσε ένα άλμπουμ διαμάντι για κάθε παλιοροκά, που αγαπά την μπλουζ αισθητική, λατρεύει τον ήχο του Νότου, το σουίνγκ και τα τζαζ περάσματα. Χαλαρό, με πονηρή διάθεση σου κλείνει το μάτι και σε προτρέπει να ρίξεις τον /την σύντροφο σου στο κρεβάτι… Προσοχή μόνο για κάποιους μήπως ξεφουσκώσει η πλαστική κούκλα, ειδικά αν έχουν σπαθιά μαζί τους ή και νυχοκόπτες. Το κύκνειο άσμα του Becker αλλά και για αρκετό καιρό του Roth, σε μια «στεγνή» παραγωγή από τον Bob Rock αφού «πάτωσε» εμπορικά, παραμένει μια hard rock ελεγεία, με έντονο το μπλουζ συναίσθημα. Πλήκτρα, πνευστά και μια σειρά session μουσικών υψηλού επιπέδου , βοηθάνε στην ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Τραγούδια σαν τα “Hammerhead shark”, “Lady luck”, “Sensible shoes” αποτελούν ακόμη και σήμερα πόλο έλξης, συνοδεία καλού οινοπνεύματος και βέβαια ανάλογης εμφάνισης, ενώ όσο ακούς το πόσο εύκολο ήταν για τον Becker να μετατραπεί σε μαύρο bluesman, με Νότια αισθητική, σκέφτεσαι … “A little ain’t enough”.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

DEATH – “Human” (Relativity)

Ο απόλυτος death metal φιλόσοφος. Το πλέον ανήσυχο πνεύμα του είδους μαζί με ATHEIST και CYNIC. Ο ρηξικέλευθος καλλιτέχνης που άνοιξε τους δρόμους για να τους διαβούν οι άλλοι, ο μέγιστος Chuck Schuldiner. Μετά το πρώτο βήμα απομάκρυνσης από την gore θεματολογία των πρώτων σεμιναριακών death metal δίσκων (“Scream bloody gore”, “Leprosy”) με το αριστουργηματικό “Spiritual healing”, βρίσκεται ενώπιον άλλης μιας αλλαγής για τους DEATH.

Και φτάνει να γράψει ένα δίσκο για τον άνθρωπο, και τις αδυναμίες του, τα πάθη του, τα συναισθήματα του, την αντίληψη του για τα πράγματα, την εξαπάτηση από αυτόν, τη τάση του να φύγει από αυτό το κόσμο, την τύφλωση και τα σιαμαία άτομα. Χώρια που η μουσική μας ταξιδεύει σε κοσμικές θάλασσες και άλλους πλανήτες. Το στιχουργικό μοτίβο λοιπόν, επεκτείνεται. Πιο ταιριαστός τίτλος λοιπόν, δε μπορούσε να υπάρξει: “Human”. Ο ίδιος έλεγε ότι η πραγματικότητα είναι πιο τρομακτική από τον οποιοδήποτε δαίμονα. Και διάολε, δεν είχε καθόλου άδικο.

Η ομάδα είναι έτοιμη: Steve DiGiorgio (SADUS, AUTOPSY, TESTAMENT, ICED EARTH κλπ.) στο μπάσο, Sean Reinert (CYNIC) στα τύμπανα, Paul Masvidal (CYNIC) στις κιθάρες ως παρτενέρ του Chuck και μαζί δημιουργούν 34 από τα πιο τέλεια λεπτά που έχει γνωρίσει ο ακραίος ήχος σε ένα άλμπουμ. 34 λεπτά, που άλλοι δεν γράφουν ούτε σε 34 ζωές. Το death metal ελάχιστες φορές ακούστηκε τόσο τέλεια μοιρασμένο ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την υψηλή τεχνική. Λίγες φορές, είχε τόσο λειτουργικό εγκέφαλο και εξέφραζε τόσο βαθείς προβληματισμούς. Με αιχμή του δόρατος, το ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ “Lack of comprehension” που έβγαλαν και σε video clip, οι DEATH εξελίσσονται πολλά βήματα μπροστά από την υπόλοιπη death metal σκηνή, με το όραμα Του, να αποδεικνύεται χρυσάφι για την ίδια τη μουσική.
Από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω βιώσει, είναι η είσοδος των DEATH στη ζωή μου. Και δίσκοι σαν το “Human” (που τυγχάνει να είναι ο αγαπημένος μου), εξηγούν το λόγο που είναι ένα από τα 5 αγαπημένα μου συγκροτήματα όλων των εποχών.

Υ.Γ.: Για σένα Chuck.

Γιάννης Σαββίδης

DISMEMBER – “Like an everflowing stream” (Nuclear Blast)

Όταν ακούμε τις λέξεις Swedish death metal αυτόματα μας έρχονται στο μυαλό μπάντες σαν τους IN FLAMES, DARK TRANQUILLITY ή AT THE GATES κι ένας ήχος που πηγάζει μεν από το death metal, αλλά έχει κι έντονες τζούρες μελωδίας. Όμως αυτή δεν είναι παρά μόνο η μισή εικόνα του Σουηδικού death metal. Εκτός από τη σκηνή του Gothenburg, προϋπήρχε κι αυτή της Στοκχόλμης, με τεράστιες μπάντες όπως οι MORBID, NIHILIST (και μετέπειτα ENTOMBED) ή οι UNLEASHED. Η προσέγγισή τους ήταν πιο ωμή από αυτή της σκηνής του Gothenburg, με thrash αφετηρίες, μπόλικες επιρροές από τον punk ήχο και με έναν χαρακτηριστικό και από μίλια μακριά αναγνωρίσιμο λασπώδη ήχο (τον λεγόμενο Sunlight Studio ήχο). Στα σπάργανα της σκηνής γεννήθηκαν και οι DISMEMBER, οι οποίοι το 1991 κυκλοφόρησαν τον παρθενικό τους δίσκο, “Like an everflowing stream”. Ο δίσκος αυτός μαζί με το “Left hand path” των ENTOMBED (είχε προηγηθεί κατά μία χρονιά), αλλά και τα ντεμπούτα των UNLEASHED και των GRAVE που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά (παρέα και το γιγαντιαίο “Clandestine”) έθεσαν τα standards ενός ολόκληρου ήχου.

Από όποια μεριά και να προσπαθήσεις να πιάσεις το “Like an everflowing stream”, ο δίσκος σχεδόν αγγίζει την τελειότητα. Το “Override of the overture” ανοίγει φανταστικά το album και εντυπωσιάζει με την ωμότητά του, τα γκάζια του αλλά και τη μελωδία του στο solo. Υπεύθυνος για το solo ήταν ο Nicke Andersson (ENTOMBED) ο οποίος είχε παίξει το σύνολό τους μέσα στο δίσκο (είχε σχεδιάσει βέβαια και το logo των DISMEMBER). Οι κομματάρες διαδέχονται η μία την άλλη. Η “πανκιά” του “Bleed for me”, η γλυκιά ωμότητα του “Skin her alive”, το groove του “Sickening Art” ή το «ηδονικό» “Dismembered” με το απίστευτό του ξέσπασμά μετά το μελωδικό και γεμάτο leads αρχικό του δίλεπτο. Όλα κομμάτια ενός αριστουργηματικού πάζλ, εκτελεσμένο με απέρριτο τρόπο από μια παρέα 19ρηδων, που μόνο ως τέτοιοι δεν ακούγονταν. Εντυπωσιακότατη η απόδοση του Matti Kärki που ερμήνευε και ακουγόταν σαν τσαντισμένος John Tardy, αλλά κι αυτή του Fred Estby που θέριζε με το drumming του. Εντυπωσιακό και το καταπληκτικό εξώφυλλο του Dan Seagrave, με τη λάβα που φαίνεται σα να ξερνιέται από τα έγκατα της κολάσεως, να οπτικοποιεί με άριστο τρόπο το περιεχόμενο του δίσκου. Το “Like an everflowing stream” δεν θεωρείται άδικα ακόμα και σήμερα ως ένα κλασσικό death metal album. Ωμό, βίαιο, γεμάτο φρεσκάδα και ενέργεια, αποτελεί έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους του Σουηδικού death ήχου.

Θανάσης Μπόγρης

 

EDGE OF SANITY – “Nothing but death remains” (Black Mark)

Γεια σου αγαπημένε μου Dan Swano! Καλώς μας ήρθες κι εσύ στην παρέα μας. Είσαι θεούλης και σε ευχαριστούμε πολύ για όλα αυτά που έκανες στα 90’s (και 00’s) στο λατρεμένο Σουηδικό ήχο, τόσο συνθετικά, όσο και παικτικά και παραγωγικά και τα πάντα όλα!

Εντάξει, εδώ δεν είσαι και στα κορυφαία σου ακόμα, η αρχή είναι και λογικό. Είσαι και πιτσιρικάς, 18 χρονών, καλά-καλά η Σουηδία δεν έχει ακόμα βρει τα πατήματά της σε αυτό τον ήχο (ούτε «διαχωρισμός» σκηνών υπάρχει στην ουσία ακόμα) και λογικό και εσύ να έχεις τις επιρροές σου και πάνω κάτω να προσπαθείς να παίξεις όπως αυτές. Λίγο HYPOCRISY (άλλος θεούλης εκεί), λίγο GRAVE, λίγο Αμερικανιά και παίζεις ένα death metal γενικό και αόριστο βασικά, που πατάει και εδώ και εκεί, όμως παρόλα αυτά, που και που, μας πετάς και κάποιες δικές σου μουσικές ανησυχίες μέσα σε όλο αυτό. Δειλά μεν, αλλά σε τρώει και φαίνεται. Και καλά κάνει. Μην αγχώνεσαι. Άστο εκεί να σε τρώει και όλα καλά θα πάνε. Να ξέρεις, έχω διαίσθηση και άκου με, δε θα σου πάρει πολύ να αρχίσεις να δείχνεις τι πραγματικά μπορείς να κάνεις και είσαι και σαν τα pringles πανάθεμά σε… μετά το pop δε θα έχεις stop! Ένα χρονάκι υπομονή κάνε και απλά πες το δεύτερο άλμπουμ σου “Unorthodox” και ξεκίνα κανονικά μετά και κάνε και παραγωγές και παίξε και σε ένα κάρο άλμπουμ και μπάντες, γενικά μη βάλεις κώλο κάτω και μη σταματήσεις ποτέ να πειραματίζεσαι. Το ‘χεις. Πιστεύω σε εσένα και αρκεί να το πιστέψεις κι εσύ. Μισό μόνο να βγάλω ένα χαρτομάντηλο και να σκουπίσω τα δάκρυα και να δω λίγο Μάρθα Βούρτση να έρθω στα ίσια μου, γιατί ξέφυγε λίγο το θέμα.

Όπως και να έχει, είσαι τίμιος σε αυτό το πρώτο εγχείρημα και έχεις μαζί σου άλλωστε και σοβαρά άτομα της σκηνής, όπως τον κύριο Andreas Axelsson (τον Dread καλέ), που του οφείλεις άλλωστε και το logo της μπάντας σου, αλλά και τον κύριο Benny Larsson να κοπανάει κάτι δέρματα εκεί. Είσαι ωραίος πάντως, καθώς μπήκες με τη μία μέσα σε όλα. Δε σου έφτανε η σύνθεση και τα φωνητικά, ήθελες να κάνεις και τη μίξη, να δείξεις ότι έχεις και αυτό το σαράκι! Είχες όμως και καλό μέντορα που σου έδειξε τα βασικά μέχρι να αρχίσεις τη δική σου πορεία σε αυτό το κομμάτι. Τον κύριο Stig Borje Forsberg, ή απλά Boss, τον πατέρα του Quorthon, παραγωγό των BATHORY (και τόσων άλλων), ιδιοκτήτη της Black Mark Production (άλλωστε από εκεί το βγάλατε κι εσείς και να δεις που χέρι-χέρι θα πάτε καθ’ όλη τη διάρκεια των EDGE OF SANITY σε όλους τους τομείς, αλλά και όταν θα κάνεις τους NIGHTINGALE το ίδιο θα γίνει.. βλέπω μπροστά σου λέω και δε συνεχίζω). Βλέπεις; Super ομάδα για ένα παιδί 18 ετών που κάνει το πρώτο του βήμα, πως να μην πας μπροστά αγόρι μου;

Α… για να μην το ξεχάσω. “Tales…”, “Maze of existence” και “Angel of distress” η αγαπημένη τριάδα του πρώτου δίσκου σου. Δεν έχει και πολλά να πούμε για την αρχή σου άλλωστε. Είναι η αρχή σου. Αυτό. Άντε, συστήθηκες, πήγαινε τώρα, στρώσου και ξεκίνα τις δισκάρες! Ότι το καλύτερο σου εύχομαι!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

ENTOMBED – “Clandestine” (Earache) 
Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η χαρά, η τύχη και η τιμή να σου δίνεται η ευκαιρία να γράφεις για δίσκους-συντρόφους ζωής… Από την άλλη είναι και μεγάλη η ευθύνη φυσικά, αλλά για τέτοιες οπαδικές προκλήσεις ζούμε εμείς οι «γραφιάδες» κάθε είδους. Το λοιπόν, έρχομαι αντιμέτωπος με ένα ΤΕΡΑΣ που κατά την προσωπική μου άποψη –και πολλών χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων εκεί έξω- αποτελεί την κορυφαία Σουηδική στιγμή όλων των εποχών. Όλοι και όλες ξέρετε τι εστί Σουηδικό μέταλλο στο σύνολο του και Σουηδική μουσική γενικά. Ότι κι αν έκαναν, με ότι κι αν ασχολήθηκαν, μεγαλούργησαν. Οι ENTOMBED κέρδισαν –χάρη και στην κωλυσιεργία των ASPHYX- τον άτυπο τίτλο της μπάντας με το πρώτο full-length για το είδος στην Ευρώπη με το αχαρακτήριστα υπέροχο “Left hand path”. Το μονοπάτι του αριστερού χεριού τους έφερε σε δρόμους δόξας αλλά και διαφωνιών, χάρη στις οποίες ο εκπληκτικός Lars Goran Petrov αποτέλεσε παρελθόν από το συγκρότημα.

Γι’ άλλο συγκρότημα αυτό θα σήμαινε αυτόματα οπισθοδρόμηση σε όποια σκέψη και αν υπήρχε για το διάδοχο του γεννήτορα του Σουηδικού death metal (της Στοκχόλμης, το αντρίκειο, το τίμιο, το πρόστυχο, το ορθόδοξο). Για τους ENTOMBED όμως η συνταγή ήταν απλή όπως οι ίδιοι εξομολογήθηκαν για τη μουσική τους: «Δεν υπάρχει κάποιο μυστικό, απλά βάζουμε τους ενισχυτές στο 10». Ο ντράμερ-τιμωρός Nicke Andersson σαν γνήσιος leader πήρε τη μπάντα από το χέρι και μεγαλούργησαν ίσως περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζαν κι απ’ όσο μπορούσαν να αντέξουν οι απανταχού κάφροι εκεί έξω. Ανέλαβε και τα φωνητικά εκτός των άλλων για το δίσκο, ενώ στο προηγηθέν ΕΡ “Crawl” τα φωνητικά είχε κάνει ο Orvar Säfström των Nirvana 2002 (αδικοχαμένοι ήρωες). Ο δίσκος βγήκε το Νοέμβριο του 1991 και το παίξιμο του “Left hand path” είχε βαρύνει ακόμα περισσότερο, το πηγαδίσιο λαρύγγι του Nicke που έφτυνε κάθε στίχο και προκαλούσε σύγκρυο με τις κραυγές του κάνανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη (ή καλύτερη, ανάλογα πως το βλέπει ο καθένας) και παρότι γέννησαν στην ουσία ένα παρακλάδι του ακραίου ήχου μόνοι τους, μπόρεσαν να το εξελίξουν, να γράψουν πιο ποικιλόμορφα κομμάτια και να βγάλουν ένα δίσκο –αν είναι δυνατόν- ανώτερο του “Left hand path”. Η συνταγή περιλάμβανε αυτή τη φορά και τον υπεραγαπημένο μπασίστα Lars Rosenberg των CARBONIZED (1.50 με τα χέρια στην ανάταση αλλά παίξιμο και παρουσιαστικό γίγαντα) και με την ομάδα ανανεωμένη, οι Σουηδοί κατέθεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο του είδους για την ήπειρο μας και την ηχηρότερη απάντηση στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, που είχε κάνει το πολύ μεγάλο μπαμ εν έτει 1991.

Ο δίσκος άμεσα αποθεώθηκε, πολλοί μιλούσαν για την κορυφαία μπάντα όχι απλά του είδους αλλά και του πλανήτη και ύμνοι όπως τα “Living dead”, “Chaos breed”, “Evilyn” και “Sinners bleed” (το καλύτερο κομμάτι της ιστορίας τους) μαζεμένοι σε ένα δίσκο, το κατέστησαν επιρροή για πολύ κόσμο εκεί έξω. Σε συνδυασμό με την ομάδα που σκότωνε (Tomas Skogsberg παραγωγή / Dan Seagrave εξώφυλλο, μετάνοιες και στους δύο με τον μεν να παράγει τα μισά και βάλε ακραία Σουηδικά άλμπουμ και τον δε να φιλοτεχνεί άρρωστα δίσκους-μεγαλεία), το “Clandestine” έγινε από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του εφιάλτης για όλους εκεί έξω. Στη συνέχεια και πριν επιστρέψει ο Petrov στο συγκρότημα, πέρασε για ένα φεγγάρι από το μικρόφωνο ο Johnny Dordevic, ο οποίος εμφανίζεται στο βίντεο του “Stranger aeons” (το κορυφαίο χώσιμο ρυθμικής κιθάρας όλων των εποχών στο 0:32 μαζί με το αντίστοιχο του “Incarnated solvent abuse” των Carcass στο 0:53). Τίποτα και κανείς –τουλάχιστον στην Ευρώπη- δε μπόρεσαν να κοιτάξουν το “Clandestine” στα μάτια, τίποτα και κανείς δεν προμήνυε τέτοια εντυπωσιακή βελτίωση, τίποτα και κανείς δε θα ακουστεί όπως ο Nicke Andersson σ’ αυτό το δίσκο όσον αφορά τα φωνητικά που καταπίνει αμάσητο τον κάθε ανυποψίαστο και σίγουρα τίποτα και κανείς δε θα ακουστεί τόσο cool και που…νιάρικο όπως αυτό που κάνει στο πιατίνι του στο “Crawl” ακριβώς στο σημείο πάνω στο σόλο (3:13). Αντίο ζωή! Γνωστό (μαζί με το “Left hand path”) ως το άλμπουμ που γέννησε τον λεγόμενο κιθαριστικό ήχο-πριονοκορδέλα!
Άγγελος Κατσούρας

 

 

EUROPE – “Prisoners in paradise” (Epic)

To “Prisoners in paradise” είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους δίσκους που κυκλοφόρησαν οι EUROPE. Έχοντας κυριολεκτικά ρουφήξει όλη τη δόξα που τους έδωσαν οι προηγούμενες κυκλοφορίες και κυρίως το “The final countdown” και “Out of this world”, οι Σουηδοί αποφασίζουν να μετακομίσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και να γράφουν μουσική για τον νέο τους δίσκο με τίτλο “Break free”. Η συνέχεια βέβαια δεν ήταν η αναμενόμενη καθώς η δισκογραφική είχε διάθεση για συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση κι επέβαλε ουκ ολίγους περιορισμούς στο συγκρότημα.

Το αποτέλεσμα ήταν το “Prisoners in paradise” όπου αν και οι EUROPE ρόκαραν στον μέγιστο βαθμό, ο ήχος είχε χάσει πολλά από τα χαρακτηριστικά που τους είχε κάνει αγαπητούς τα προηγούμενα χρόνια. Αν μάλιστα έκρυβες το όνομα του συγκροτήματος και άκουγες τον δίσκο, θα πίστευες ότι είναι κυκλοφορία κάποιας glam μπάντας από την Καλιφόρνια. Ασφαλώς και υπήρχαν κάποια μελωδικά τραγούδια που φανέρωναν την ταυτότητα των EUROPE όπως τα “I’ll cry for you”, “Seventh sign”, “Prisoners in paradise”, “Girl from Lebanon” τα οποία και αγάπησαν περισσότερο οι φίλοι του συγκροτήματος. Από την άλλη υπήρχαν κάποια τραγούδια όπως τα “Bad blood” και “Got your mind in the gutter” όπου δύσκολα θα πιστέψεις ότι είναι τραγούδια των EUROPE με το τελευταίο μάλιστα να είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου ο Joey Tempest δεν έχει συνεισφορά στην συγγραφή της μουσικής! Αυτό βέβαια που παραξενεύει πολύ κόσμο μέχρι σήμερα είναι το γιατί κόπηκαν από τον δίσκο κάποια εξαιρετικά τραγούδια όπου η μπάντα έπαιξε “κρυφά” με το alter ego της ως “LE BARON BOYS” και τα οποία αγαπήθηκαν από τους σκληροπυρηνικούς φίλους της μπάντας περισσότερο και από το ίδιο το album.

Αν και ο δίσκος είχε μουσικά μια πιο Αμερικάνικη χροιά, δεν έκανε επιτυχία στην Αμερική ενώ πούλησε παγκοσμίως 1,2 εκ. αντίτυπα. Μπορεί να μην είναι ο πιο αγαπημένος δίσκος των Σουηδών, εντούτοις δεν θα τον πεις σε καμία περίπτωση κακό. Οι φίλοι του συγκροτήματος συνεχίζουν να τον ακούνε ευλαβικά παρέα μα την περιβόητη demo tape των LE BARON BOYS. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, οι EUROPE έκαναν μια τελευταία περιοδεία χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία για να μπουν σε… χειμερία νάρκη για 12 χρόνια και να επιστρέψουν έπειτα ανεξάρτητοι, ώριμοι και πιο δεμένοι από ποτέ.

Νίκος Ανδρέου

 

FATES WARNING – “Parallels” (Metal Blade)

Υπάρχουν φορές που τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν το συναίσθημα. Το “Parallels” ξεχειλίζει από συναίσθημα, έναν από τους πολλούς καταπληκτικούς δίσκους μιας ξεχωριστής μπάντας. Ο άνεμος της αλλαγής είχε ήδη ξεκινήσει με την είσοδο του Ray Alder στο σχήμα, αν και μουσικά αυτό φάνηκε στο “Perfect symmetry”. Η Metal Blade, που υποστήριζε πιστά τους FATES WARNING επένδυσε αρκετά σε αυτό τον δίσκο και ο Jim Matheos με την παρέα του δεν τους απογοήτευσε, αφού έψαξε μέσα του για να γράψει τον πιο εσωστρεφή (μέχρι τότε) και συναισθηματικό δίσκο που είχε συνθέσει ποτέ. Λες και το έκαναν συνειδητά, ο δίσκος ανοίγει με το “Leave the past behind”, σαν ένας διάλογο μεταξύ των μελών για την πορεία τους. Ο Alder τραγουδά “we stand at the door to a new beginning” και το εννοεί. Το “Parallels” είναι ο δίσκος που ορίζει το progressive metal στην δεκαετία που ανατέλλει, είναι το απόλυτο άλμπουμ για να τραγουδήσεις, να κλάψεις, να χαρείς, να δεθείς μαζί του. Και για όποιους δεν συμφωνούν, λίγο παρακάτω οι Αμερικάνοι εξηγούν “my opinion, is just a point of view and your position is the other side”, σε ένα τραγούδι που μας σημάδεψε και κατάφερε να συνδυάσει την τεχνική τους αρτιότητα με τον εμπορικό ήχο κι έσπρωξε το βίντεο στο MTV που τόσο απελπισμένα ήθελαν. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που είναι απλά καλή. Από το απίστευτο “We only say goodbye”, το “Eye to eye” που τόσο πιασάρικο δεν έχουν ξανασυνθέσει, μέχρι το μακροσκελές “The eleventh hour” (το οποίο θα έδινε και τον τίτλο στο άλμπουμ, αλλά μετονομάστηκε σε “Parallels” τελικά) που μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Η μπάντα ακόμα και εν έτη 1991, σε μια περίοδο που οι δισκογραφικές ακόμα επένδυαν μεγάλα ποσά σε περιοδείες και προώθηση των κυκλοφοριών, αδυνατούσε να εκτοξευτεί και να πουλήσει τα αντίτυπα που απέβλεπε η ίδια και η εταιρεία της, με αποτέλεσμα η μεγάλη επένδυση σε χρόνο, ενέργεια, προσπάθεια και χρήμα. Τελικά αυτό το καλλιτεχνικό ζενίθ, έμελλε να φέρει την εσωστρέφεια και μια δύνη που σχεδόν διέλυσε το συγκρότημα. Επειδή όμως αυτό που μένει είναι η μουσική, εμείς θα έχουμε για πάντα να ευγνωμονούμε τους FATES WARNING γι’ αυτό το αριστούργημα.

Γιώργος “Don’t follow me” Κουκουλάκης

 

FLAMES – “Nomen illi mors” (Molon Lave Records)

Ο δίσκος αυτός ήταν αρχικά να μην κυκλοφορήσει ή να είναι μιας μορφής bootleg, τελικά όμως έμεινε στην ιστορία ως ο πέμπτος στούντιο δίσκος της πιο συνεπούς δισκογραφικά ελληνικής metal μπάντας στα 80’s, των θρυλικών FLAMES. Δεν υπάρχει κανείς που να μην είχε πάει σε συναυλία στο «Ρόδον» και να μην τους είχε δει να παίζουν με τους KREATOR, τους SODOM και σχεδόν όλους όσους έρχονταν να μας επισκεφτούν στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στο “Nomen illi mors”, στο συγκρότημα είχε μπει ο Θωμάς (φωνητικά, κιθάρα) και ο Ηλίας (μπάσο), από τους DARKEST COLOR και το αποτέλεσμα ήταν ένα πιο τεχνικό thrash metal, με εξαιρετικές συνθέσεις, που όμως δεν αναδεικνύονται καθόλου από την παραγωγή η οποία είναι λες και πάτησε κανείς το record μέσα στο υπόγειο… Η πρόσφατη επανασύνδεση των DARKEST COLOR, με σύγχρονη παραγωγή και τρία από τα κομμάτια που υπήρχαν στον δίσκο αυτό, δείχνει την τρομερή δυναμική που είχαν μ’ αυτό το line-up οι FLAMES, δυστυχώς όμως εκείνη η περίοδος δεν ευνοούσε ιδιαίτερα το thrash metal, πόσο μάλλον στην Ελλάδα… “Jesus Christ”, το τρίτο μέρος του “Legend” (που ξεκίνησε από το “Merciless slaughter” και συνεχίστηκε στο “Summon the dead”), το “Sea of blood” και το “After the dark” ξεχωρίζουν από το πρώτο άκουσμα. Θα ήμουν πολύ περίεργος να το άκουγα ακόμα και 28 χρόνια αργότερα με μία ανθρώπινη παραγωγή…

Σάκης Φράγκος

 

LITA FORD – “Dangerous curves” (RCA) 

Η προσωπική καριέρα της Lita Ford το 1988 θα απογειωθεί, μιας και θα υπογράψει στην RCA και η Sharon Osbourne θα αναλάβει το management. Κάπως έτσι προκύπτει και το ντουέτο με τον Ozzy κι ένα top 10 track (“Close my eyes forever”) που θα την βάλει στον hard rock χάρτη για τα καλά. Μόλις είχε κυκλοφορήσει το τρίτο της δίσκο “Lita”.

To boost αυτής της επιτυχίας θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, αισίως φθάνουμε στο 1991 λίγο πριν την έκρηξη του grunge, που βρίσκει την Lita να κυκλοφορεί τον πέμπτο της δίσκο με τίτλο “Dangerous curves” και ένα εξώφυλλο ανάλογο του τίτλου του.

Όπως συνηθιζόταν, στο δίσκο θα βρούμε μια πλειάδα συνθετών να προσφέρουν ένα χέρι βοηθείας στις συνθέσεις, επιπλέον αρκετές συμμετοχές με πιο κραυγαλέες αυτές των Jeff Scott Soto και Joe Lynn Turner και την βοήθεια του διάσημου Tom Werman στην παραγωγή.

Ο δίσκος δεν ήταν κακός, κάθε άλλο, ήταν ένας 80’s glam/AOR rock δίσκος που έπεσε πάνω σε μια εποχή τεραστίων αλλαγών για το συγκεκριμένο είδος. Παρόλα ταύτα, το πρώτο single “Shot of poison” (θυμίζει Bryan Adams και οφείλεται στην συμμετοχή στην σύνθεση του συνθέτη Jim Vallance) τα πήγε αρκετά καλά στα billboard charts ( # 45). Τα πάνω κάτω θα έλθουν τα επόμενα χρόνια, μιας και το “Dangerous curves” ήταν το τελευταίο album της Lita Ford σε πολυεθνική. Τα μουσικά πράγματα αλλάζουν και εν μέσω αυτών των αλλαγών θα κυκλοφορήσει άλλο έναν δίσκο (“Black” – 1995) προτού αποχωρήσει από την μουσική για πολλά χρόνια (θα παντρευτεί τον Jim Gillette των ΝΙTRO και θα αφιερωθεί στην ανατροφή των παιδιών της) ώστε να επανεμφανιστεί το 2009 ξανά στα μουσικά πράγματα και στην δισκογραφία.

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

GILLAN – “Toolbox” (East West)

Πόσες μα πόσες φορές έχω αναρωτηθεί όλα αυτά τα χρόνια ποιο είναι το αγαπημένο μου προσωπικό άλμπουμ του Gillan: το “Mr. Universe” ή το “Toolbox”; Ναι, ξέρω…τυπικά το “Mr. Universe” δεν είναι ένα solo άλμπουμ αλλά το επίσημο ντεμπούτο των GILLAN (αν και είχε προηγηθεί το “Japanese album” ένα χρόνο νωρίτερα… Δεν πιστεύω να μπερδευτήκατε!). Καταλαβαίνετε όμως τι εννοώ…

Το “Toolbox” έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία αφού μετά το καλό “Naked thunder” ο Gillan ανέβασε και άλλο ταχύτητες ενώ η φωνή του τολμώ να πω ότι έφτανε τα μεγαλεία των αρχών της δεκαετίας του ‘70 αλλά και των αρχών της δεκαετίας του ‘80! Οι χαρακτηριστικές κραυγές του βρίσκονται ξανά στο προσκήνιο και όλα τα τραγούδια αποπνέουν έναν αέρα ανανέωσης για τον εμβληματικό frontman. O κιθαρίστας Steve Morris συνθέτει με τον Gillan ίσως τα τελευταία άριστα κομμάτια του πρώην (τότε) τραγουδιστή των DEEP PURPLE και χωρίς ίχνος υπερβολής δεν υπάρχει ούτε ένα filler στο “Toolbox”! Με κορυφαίες στιγμές τα “Candy horizon”, “Don’t hold me back”, “Toolbox” και “Hang me out to dry” (κιθάρα εδώ παίζει ο σπουδαίος Leslie West), το “Toolbox” θεωρείται όχι άδικα εκ των κορυφαίων στιγμών του Ian Gillan. Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι τύμπανα στο δίσκο έπαιζε ο μακαρίτης Leonard Haze (Y&T) ενώ ένα χρόνο μετά ο Gillan θα έπαιζε στη χώρα μας, θα συμμετείχε σε δίσκο του Μιχάλη Ρακιντζή και τελικά θα επέστρεφε στους DEEP PURPLE. Μία γεμάτη χρονιά, αν μη τι άλλο…

Και σε περίπτωση που κάποιος από εσάς εκεί έξω αναρωτήθηκε… Όχι, ακόμη δεν έχω καταλήξει σχετικά με το ποιο είναι καλύτερο: “Mr. Universe” ή “Toolbox”… Μικρή σημασία έχει!

Σάκης Νίκας