80’s heavy metal – 1988 Part 2

0
409

Τελικά, το ‘παμε και το κάναμε. Δεν πέρασαν χρόνια!!! Πριν λίγο καιρό είχαμε παρουσιάσει το πρώτο μέρος του αφιερώματος στο 1988, πάμε τώρα στο δεύτερο. Μιλάμε για μία χρονιά που είναι από τις σημαντικότερες στη μουσική μας και θα το διαπιστώσετε αφού αν διαβάσετε το πρώτο μέρος κι αυτό εδώ (και μένουν κι άλλα δύο μέρη!!!), θα δείτε για τι δίσκους μιλάμε κι ας εξετάζουμε με αλφαβητική σειρά από το γράμμα F μέχρι το M… Παρακάτω, αφού πάμε με αλφαβητική σειρά, μπορείτε να διαβάσετε για άλμπουμ όπως το “Seventh son of a seventh son”, το “…and justice for all”, το “Keeper of the seven keys Part II”, το “Them”, το “So far, so good, so what?”, το “Ram it down”, το “Kings of metal”, το “No exit”, το “No place for disgrace”. Ας μην πολυλογούμε όμως. Υπάρχει πολύ …ζουμί στις επόμενες, πολλές σειρές… Καλή ανάγνωση!!!

Σάκης Φράγκος

FATES WARNING – “No Exit” (Metal Blade)
Αυτό είναι ένα άλμπουμ σταθμός στην ιστορία των σπουδαίων FATES WARNING. Είναι η απαρχή της δεύτερης πλευράς τους, καθώς και στο μέλλον, ως γνήσια προοδευτική μπάντα, θα μεταλλαχτούν ξανά. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι ο ταλαντούχος Ray Alder, μόλις 20άχρονος όταν το προσέλαβαν ως αντικαταστάτη του John Arch. Αν και η μετάλλαξη θα ολοκληρωθεί με το επόμενο άλμπουμ, το “No exit” κατέχει αναμφίβολα ξεχωριστή θέση στις καρδιές του κοινού των FATES.
Κρατά δεσμούς με το παρελθόν και τα υψίφωνα φωνητικά (“Shades of heavenly death”) αλλά παράλληλα κάνει το μεγαλύτερο progressive άνοιγμα, αφιερώνοντας μια ολόκληρη πλευρά (ναι, σε βινύλιο το έχω) στο “Ivory gate of dreams”. Καλά τα “Anarchy divine” και “Silent cries”, αλλά το 22άλεπτο έπος, είναι αυτό που εξέπληξε και εντυπωσίασε γνώστες και μη.

Οι αναρίθμητες αλλαγές ρυθμού, τα απανωτά κοψίματα του Steve Zimmerman και τα πολυάριθμα κιθαριστικά θέματα των Matheos / Aresti μας έκαναν να ακούμε απανωτά το “Ivory gate…”. Η χημεία του drummer με τον DiBiase στο μπάσο έβγαινε πλέον και στο στούντιο. Με τις αλλαγές στα μέλη η κιθαριστική και συνθετική φυσιογνωμία του Ελληνικής καταγωγής Matheos, ερχόταν στο προσκήνιο. Το συνθετικό του μεγαλείο βρίσκεται στον τρόπο που γεφυρώνει τη δυναμική και την πολυπλοκότητα χτίζοντας παράλληλα μια ατμόσφαιρα. Σε αυτό βοήθησε και η γλυκιά, χρωματιστή φωνή του Alder, όπως εύκολα διακρίνεται στο έκτο μέρος (“VI”) για παράδειγμα.

Ακόμα όμως και στα πιο εκρηκτικά κομμάτια, αυτό που χαρακτηρίζει το άλμπουμ είναι η προσήλωση στο τραγούδι δίχως αχρείαστες φλυαρίες. Τα τεχνικά σόλο από το κιθαριστικό δίδυμο, ξεφεύγουν από τους MAIDEN παρελθοντισμούς και βγάζουν χαρακτήρα και ταυτότητα. Ο Jim Matheos με την ήπια προσωπικότητα, είχε ταιριάξει τις Μεσογειακές του ρίζες με τον Ιταλικής καταγωγής Frank Aresti και το “No exit” ήταν το πιο ώριμό τους διαμάντι.

Ο φίλος και φανατικός οπαδός του συγκροτήματος, Brian Slagel, ήταν και ιδιοκτήτης της δισκογραφικής τους. Βλέποντας την εξέλιξη της μπάντας, έφερε τον Max Norman (OZZY, Y&T, ARMORED SAINT) να αναλάβει τις κονσόλες και ο ήχος τους αναβαθμίστηκε. Αν είχε καταφέρει να τους φτιάξει κι ένα καλύτερο εξώφυλλο, καλά θα ήταν.

Οι διαχρονικοί οπαδοί της μπάντας έχουν σε μεγάλη εκτίμηση το “No exit” για τη δημιουργικότητα που το περιβάλλει. Οι FATES WARNING κατάφεραν να αναπτύξουν το progressive metal σε διαφορετικά μονοπάτια από το “Operation: mindcrime”, προτού το πάρουν οι DREAM THEATER και το κάνουν αποδεκτό εμπορικά. Παρόλα αυτά,  η Metal Blade είχε χρηματοδοτήσει δύο βίντεο για τα “Anarchy divine” και “Silent cries”, αλλά δεν έτυχαν ευρείας αποδοχής. Ιδιαίτερα το “Silent cries” που εκτιμώ βαθύτατα, πιστεύω πως ήταν ο καλύτερος προπομπός για το μελλοντικό τους ύφος.

Είναι αλήθεια όμως, πως ο ήχος του έχει ξεπεραστεί και δικαιολογώ κάποιους νεώτερους φίλους του συγκροτήματος που δεν μπορούν να το χωνέψουν. Πριν 25 χρόνια όμως, όταν κυκλοφορούσε το “No exit” δεν υπήρχε metal μουσικός με μεγαλύτερο όραμα στο χώρο από τον Matheos. Δυστυχώς όμως, αυτό ακριβώς, έμελλε να γίνει και το μεγαλύτερο παράπονό του. Διότι άλλοι επωφελήθηκαν πολύ περισσότερο από τον ίδιο, το δικό του όραμα.

Γιώργος Κουκουλάκης

FLOTSAM AND JETSAM – “No Place for Disgrace” (Roadrunner)
Οι FLOTSAM AND JETSAM είναι μια σχετικά αδικημένη μπάντα και αυτό διότι ο περισσότερος κόσμος τους έμαθε μετά τη μετακόμιση του Jason Newsted, ιδρυτικού τους μέλους και συνθέτη, στους METALLICA, για να αντικαταστήσει τον εκλιπόντα Cliff Burton. Το καταπληκτικό τους ντεμπούτο, το “Doomsday For The Deceiver” θεωρείται και είναι από τα καλύτερα album του thrash metal, όντας ο έτερος λόγος για τον οποίο έγιναν επίσης γνωστοί κι όχι άδικα. Αυτό που κάπως με στενοχωρεί και το βρίσκω άδικο είναι να αγνοεί πολύς κόσμος το “No Place for Disgrace”, το δίσκο που διαδέχτηκε το ντεμπούτο τους κι ενδεχομένως τον καλύτερο που κυκλοφόρησε το συγκρότημα.

Το “No Place for Disgrace” έσκασε μύτη σε μια σημαντική χρονιά για το thrash, όταν και κυκλοφόρησαν albums σαν τα “South of Heaven”, “…And Justice For All” ή “So Far… So Good… So What?” και έκανε αμέσως ξεκάθαρο πως οι JETSAM ήταν μια μπάντα ικανή να παίξει μπάλα σε υψηλό επίπεδο. Ο Newsted αντικαταστάθηκε από τον Troy Gregory, αλλά πριν αποχωρήσει από το συγκρότημα είχε προλάβει να συνεισφέρει στη σύνθεση 3 κομματιών τα οποία και περιέχονται στο 2ο δίσκο των Αμερικανών, στον οποίον τη μερίδα του λέοντος στο συνθετικό κομμάτι πλέον είχε αναλάβει το Michael Gilbert. Η διαφοροποίηση σε σχέση με το “Doomsday…” είναι εμφανής, με τα κομμάτια να είναι πιο επιθετικά και πιο κοντά στον thrash ήχο, παρά στον speed, χωρίς να λείπουν βέβαια οι πιο μελωδικές, αλλά και “κλασικομεταλλάδικες” στιγμές. Γρήγορα riffs, καταιγιστικοί πολλές φορές ρυθμοί, groovy και heavy breaks, όμορφες μελωδίες, άριστα και τεχνικά solos/ leads, καλοδουλεμένα εν γένει κομμάτια και ένας εκπληκτικός Eric A.K., συνθέτουν την εικόνα ενός σχεδόν κλασικού δίσκου για το είδος του. Οι ατέλειες δεν έλειπαν, με την παραγωγή να είναι λίγο ξερή και το “The Jones”, το κομμάτι που κλείνει το δίσκο, να είναι λίγο υποδεέστερο σε σχέση με τα υπόλοιπα, στοιχεία όμως που δεν είναι αρκετά για να χαλάσουν τη γενικότερη εικόνα του δίσκου. Στα συν του δίσκου μετρείστε και την πολύ καλή διασκευή στο “Saturday Night Is Alright for Fighting” του Elton John.

Το 2014 και 26 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο δίσκος επανηχογραφήθηκε, μετά από δυσκολίες στο να αποκτήσει η μπάντα τα master tapes της ηχογράφησης και να τον επανακυκλοφορήσει και κατόπιν απαίτησης πολλών σκληροπυρηνικών οπαδών της μπάντας για επαναμιξαριστεί. Το αποτέλεσμα δεν ήταν πολύ καλό, αλλά το αυθεντικό “No Place for Disgrace” θα είναι το “real thing” και θα στέκει πάντα ψηλά σαν ένας μεγάλος thrash δίσκος, που δυστυχώς όμως δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε…

Θανάσης Μπόγρης

FORBIDDEN – “Forbidden evil” (Combat / Relativity)

Ενώ το thrash metal έχει αρχίσει να πατά γερά στα πόδια του και να εδραιώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, στο Bay Area συνεχίζουν να ξεπετάγονται συνεχώς νέες μπάντες. Μία από αυτές ήταν και οι FORBIDDEN EVIL, οι οποίοι ιδρύθηκαν το 1985 με τα μέλη τους Russ Anderson (φωνή), Craig Locicero (κιθάρα), Robb Flynn (κιθάρα), John Tegio (μπάσο) και James Pittman (τύμπανα). Ηχογραφώντας κάποια demo την ίδια χρονιά, καταφέρνουν και παίζουν με μπάντες όπως οι EXODUS, DEATH ANGEL και TESTAMENT, συμμετέχουν στη συλλογή “Eastern front 3: Live at Ruthie’s Inn” με το τραγούδι “March into fire”, δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι D.R.I., VIOLENCE, SENTINEL BEAST, RAW POWER, LAAZ ROCKIT κ.α. και τους τσακώνει η Debbie Abono αναλαμβάνοντας το management, γνωστή τότε για τη συνεργασία της με τους POSSESSED. Μετά τη κυκλοφορία του “Endless slaughter” του 1986, ο Rob Flynn αποχωρεί από τη μπάντα για να ενσωματωθεί στους VIO-LENCE και μετά από χρόνια να γνωρίσει τεράστια επιτυχία με τους MACHINE HEAD και τη κενή του θέση αναπληρώνει ένας παλιός συμμαθητής του Craig Locicero, o Glen Alvelais ενώ πίσω από το drum-kit κάθεται πλέον ο Paul Bostaph, μετέπειτα αντικαταστάτης του Dave Lombardo στους SLAYER, γνωστός όμως από τη θητεία τους στους EXODUS και TESTAMENT.

Η Combat τους ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες μπάντες προσφέροντάς τους δισκογραφικό συμβόλαιο και αφού κόβουν το όνομά τους σε FORBIDDEN, το φθινόπωρο του 1988 κυκλοφορεί το εκπληκτικό ντεμπούτο τους “Forbidden evil” σε παραγωγή John Cuniberti και Doug Caldwell. Στο άλμπουμ περιέχονται οι συνθέσεις του Rob Flynn, “Chalice of blood”, “Forbidden evil” και “As good as dead” και με το πρώτο άκουσμα διακρίνεις την επιρροή των EXODUS στον ήχο τους αλλά την ίδια στιγμή διατηρούν μία μελωδικότητα λόγω της αγάπης τους για μπάντες όπως οι IRON MAIDEN, JUDAS PRIEST και MERCYFUL FATE και φυσικά της φωνής του Russ Anderson o οποίος δεν διστάζει να τραγουδήσει σε πιο ψηλές κλίμακες απ’ ότι είχαμε συνηθίσει στο thrash metal ιδίωμα. Εκτός των καταιγιστικών riff, άξια αναφοράς είναι τα απίστευτα shredding solo που μοιράζονται οι Locicero/Alvelais που εκτός από τεχνικά και καλοπαιγμένα, ηχούν αρκετά βιρτουόζικα στο ύφος των Yngwie Malmsteen, Eddie Van Halen, Warren DeMartini κ.α..

H συνέχεια τους βρίσκει στον δρόμο με μπάντες όπως οι EXODUS, DEATH ANGEL, TESTAMENT και VOIVOD, με δύο εμφανίσεις τους να κυκλοφορούν στην αγορά. Η πρώτη είναι η live LP/VHS compilation “Ultimate Revenge 2” (1989) συμμετέχοντας με μπάντες όπως οι DARK ANGEL, DEATH, FAIT OR FEAR και RAVEN από την κοινή τους εμφάνιση στο Trocadero Theater στη Philadelphia στις 23 Οκτωβρίου 1988 και η δεύτερη το “Raw Evil: Live at the Dynamo” EP από την εμφάνισή τους στο Dynamo στις 15 Μαίου 1989 μαζί με μπάντες όπως οι ARMORED SAINT, HOLY MOSES, SACRED REICH και SAVATAGE παίζοντας μια κολασμένη διασκευή στο “Victim of changes” των JUDAS PRIEST. Σήμερα το “Forbidden evil” θεωρείται δικαίως ένα από τα καλύτερα thrash metal άλμπουμ και δεν είναι λίγες οι μπάντες που αναφέρονται συχνά σε αυτό με τρανταχτό παράδειγμα τα μέλη των AT THE GATES / THE HAUNTED Anders και Jonas Björler και φυσικά ο Adrian Erlandsson ο οποίος έχει χτυπήσει το εξώφυλλο του “Forbidden evil” και ζωγραφιά του Kent Mathieu (ARTILLERY, AUTOPSY, EXHORDER, EXODUS, HEATHEN, POSSESSED) ως tattoo στο χέρι του.

Κώστας Αλατάς


FREHLEY’S COMET – “Second sighting” (Megaforce)

Αυτή είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, η πιο εμπορική στιγμή στη solo καριέρα του Ace Frehley. Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί KISS fans που αναφέρονται συχνά στο συγκεκριμένο δίσκο με τον χαρακτηρισμό «Το προσωπικό άλμπουμ του Tod Howarth». Για τους μη μυημένους στον χαοτικό κόσμο των KISS-related κυκλοφοριών, να πούμε ότι ο Howarth υπήρξε βασικός συνθέτης και συνεργάτης του Ace από τα τέλη του 1986 ως και τα τέλη του 1988. Το “Second sighting” απευθύνεται αυστηρά σε δύο κατηγορίες ακροατών: στους die hard KISS fans και σε όλους εκείνους που αρέσκονται στο μελωδικό hard rock των late 80’s.

Έτσι ακριβώς θα πρέπει να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο άλμπουμ: σαν ένα προϊόν της δεκαετίας του ‘80 που ενέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα hard rock συγκροτημάτων που ήθελαν να δουν το video-clip τους να παίζεται στο MTV. Προσωπικά, λατρεύω το δίσκο! Αλλά από την άλλη, δεν γίνεται να μην εντοπίσω έναν άνισο χαρακτήρα αφού από τη μία έχουμε τον παλιομοδίτη Ace Frehley που μάλλον νιώθει άβολα στο να παίζει καραμπινάτες ποζεριές και από την άλλη τον Tod Howarth όπου παίζει …στην έδρα του! Όπως και να έχει το “Second sighting” είναι ένα καλό άλμπουμ που βρίσκεται ωστόσο ποιοτικά πιο πίσω από τον ομώνυμο δίσκο των FREHLEY’S COMET (1987) αλλά και το “Trouble Walkin’ (1989).

Σάκης Νίκας

GARGOYLE – “Gargoyle” (New Renaissance Records)

H underground metal σκηνή της Αμερικής, σ’ όλο της το μεγαλείο! Από το Oregon, οι αφανείς metal ήρωες GARGOYLE παρουσιάζονται το 1988 με μια δισκάρα, που μπορεί να πέρασε (κυριολεκτικά) στο ντούκου, αλλά όσοι ήταν τυχεροί και τους άκουσαν τότε, μπορούν να υπερηφανεύονται ότι έχουν στη δισκοθήκη τους ένα διαμάντι του παραδοσιακού metal. Οι GARGOYLE ανήκουν στην κατηγορία του αμερικάνικου metal, τύπου LIZZY BORDEN, OMEN, MELIAH RAGE και RIOT, αλλά ακόμα πιο άγνωστοι. Τα 9 κομμάτια του παρθενικού τους άλμπουμ, καθοδηγούνται από τη συγκλονιστική φωνή/ερμηνεία του Tim Lachman που αφήνει σε δεύτερη φάση όλα τα’ άλλα. Από το μελαγχολικό, ρομαντικό “Blind Faith” στο “Nothing is Sacred” που σε πιάνει από τα μούτρα. Αργότερα ο Tim Lachman τραγούδησε για τους GLACIER, ELEVENTH HOUR και STATE OF THE ART. Το άλμπουμ είχε κυκλοφορήσει σε 100 αντίτυπα στην Ελλάδα από την τότε διανέμουσα εταιρεία, FM Records. Η Αμερικάνικη δισκογραφική εταιρεία που τους είχε υπογράψει όμως, η New Renaissance Records, αν και έκανε καλές προσπάθειες, δεν κατάφερε να σταθεί κι έκλεισε. Το συγκρότημα πάντως, την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει και ένα mini LP με τρία κομμάτια (“The Burning”, “Look Homeward” και “Final Victory”) που μπορείτε να τα βρείτε και στο άλμπουμ.

Αλέξανδρος Ριχάρδος

GILLAN GLOVER – “Accidentally on Purpose” (Virgin)

Αν και οι δύο μουσικοί γνωρίζονται από το 1967 όταν ακόμα ήταν μέλη των EPISODE SIX και φυσικά «έδεσαν» στους DEEP PURPLE, αυτό είναι το μοναδικό άλμπουμ που ηχογράφησαν μαζί. Εκτός από το πανέμορφο “Clouds and Rain”, τα υπόλοιπα κομμάτια του βασίζονται στα ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια που υιοθέτησαν πολλοί rockers εκείνη την εποχή και σίγουρα δεν λένε απολύτως τίποτε. Σκεφτείτε ότι η πρώτη πλευρά του βινυλίου εκτός από το “Clouds and Rain” περνάει και φεύγει, αφού τα υπόλοιπα 4 τραγούδια είναι αδιάφορες ηλεκτρονικές μπαλάντες που ο Gillan κατασπαταλάει το ταλέντο του. Ξυπνούν λίγο τα αίματα με το “I can’t dance to that”, που θα μπορούσε να είχε συμπεριληφθεί σ’ ένα από τα προσωπικά του άλμπουμ και στο “Can’t believe you wanna leave”, όπου o Gillan αποτίνει φόρο τιμής στους αγαπημένους του rock ’n rollers της δεκαετίας του ‘50, ερμηνεύοντας το τραγούδι που είναι σύνθεση του R. Penniman, γνωστότερου και σαν Little Richard… και τελειώσαμε. Για μένα, ο συγκεκριμένος δίσκος έχει ιδιαίτερη συναισθηματική σημασία, αφού εκτός από το “Clouds and Rain” που είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια, στο οπισθόφυλλο έχουν υπογράψει και οι δύο rock ήρωες. Πρώτα ο Ian Gillan, που την ώρα που το υπέγραφε του είπα ότι μετά από λίγες ημέρες θα πήγαινα να συναντήσω τον Rodger Glover στη Γερμανία για μια συνέντευξη, έγραψε ένα χαιρετισμό στο φίλο του. Φυσικά όταν το έδειξα στον Glover του ανταπέδωσε . Όλα αυτά πάνω στο οπισθόφυλλο!

Αλέξανδρος Ριχάρδος

GIRLSCHOOL – “Take a bite” (GWR Records)

Ήταν μια δύσκολη εποχή για τις GIRLSCHOOL τα μέσα των 80’s. Με τον προηγούμενό τους δίσκο, το “Nightmare at Maple Cross”, είχαν επιχειρήσει ένα πιο glam προσανατολισμό και δεν κατάφεραν τα αναμενόμενα. Δύο χρόνια μετά επιστρέφουν με το “Take a bite”, το συμβόλαιο με την GWR (εταιρία και των ΜΟΤΟRHEAD την ίδια εποχή) παραμένει, στην σύνθεση θα έρθει η μπασίστρια από τους ROCK GODDESS, Tracey Lamb.

Το “Take a bite” ηχογραφήθηκε στα Redwood studios που άνηκαν σε ένα μέλος των MONTY PYTHONS, μάλιστα έλλειψης χρημάτων (που πήρε μπάλα και το εξώφυλλο προφανώς), ηχογραφούσαν τα βράδια που το studio ήταν κλειστό. Μουσικά ο δίσκος διαθέτει ωραίες hard rock συνθέσεις σε πιο μελωδικές φόρμες, χωρίς να χάνεται όμως η ταυτότητα του σχήματος.

“Love at first bite”, “Action”, “Head over hills” (ο Lemmy συμμετέχει στη συγγραφή του), “Up all night”, “Too hot to handle”, η διασκευή στο “Fox on the run” των SWEET που κυκλοφόρησε και σαν single, όλες είναι αξιοπρεπείς συνθέσεις κρίνοντας με βάση το πλούσιο ρεπερτόριο που είχε προηγηθεί.

Η μπάντα θα βγει σε περιοδεία σε Βρετανία και Αμερική και μάλιστα το 1989 θα περάσουν και από το δικό μας Ρόδον club (RIP). Η εταιρία τους δεν τους ανανέωσε το συμβόλαιο με αποτέλεσμα να επέλθει η διάλυση στα τέλη του ’89.

Γιάννης Παπαευθυμίου

GUNS N’ ROSES – “GN’R Lies” (Geffen)
Όλος ο κόσμος και η μουσική βιομηχανία μαζί, λες και περίμεναν μια μπάντα σαν τους GUNS N’ ROSES. Το ντεμπούτο τους, μόλις άρχισαν να το καταλαβαίνουν, είχε προκαλέσει πανικό σε ραδιόφωνο, MTV, περιοδικό τύπο και μουσικό κοινό σε όλη την υφήλιο. Όλα αυτά μετά τις ατέρμονες προσπάθειες της παρέας του LA να βρουν εταιρεία που θα έπαιρνε το ρίσκο να τους υπογράψει.

Το 1988 ήταν κορυφαία χρονιά για το συγκρότημα, περιοδεύοντας με τους IRON MAIDEN (έως ότου «χάλασε» η φωνή του Axl) και αργότερα στην εξαιρετικά επιτυχημένη “Permanent vacation” περιοδεία των AEROSMITH. Αυτή την περιοδεία στην οποία τους είχε απαγορευτεί από όλους να βρίσκονται στα πόδια των AEROSMITH επειδή μόλις είχαν βγει από την αποτοξίνωση! Μέσα σε όλα αυτά το “Appetite for destruction” είχε πιάσει κορυφή (νούμερο 1 στις ΗΠΑ).

Αφού όλοι έδειχναν να διψάνε για πολύ GNR, η Geffen, ως πολυεθνική που σέβεται τον εαυτό της, αποφασίζει να κυκλοφορήσει ένα αχταρμά από διασκευές, επανεκτελέσεις και ζωντανά ηχογραφημένες συνθέσεις, ή ψευτο-ζωντανά ηχογραφημένες. Συγκεκριμένα τα “Reckless life”, “Nice boys”, “Move to the city” και “Mama kin” βρισκόταν στο ήδη σπάνιο “Live like a suicide” του ’86, με το δεύτερο να είναι διασκευή στο κομμάτι των Αυστραλών ROSE TATTOO και το τελευταίο των AEROSMITH. Το κοινό που ακούγεται, όπως έχουν παραδεχθεί και οι ίδιοι, ήταν προηχογραφημένο και μάλιστα όχι από δική τους εμφάνιση!

Το δεύτερο μισό του “Lies” είχε το φοβερό “Patience” του οποίου η φήμη επεκτείνεται και στις μέρες μας, μέσα από τις συναυλίες των VELVET REVOLVER αλλά και της μπάντας του Slash. Το εξίσου υπέροχο “You’re crazy” παρουσιάζεται σε μια πιο ακουστική εκτέλεση σε σχέση με αυτή που είχαμε ακούσει στο “Appetite for destruction”. Παρότι λέγεται πως αυτή ήταν η αρχική του μορφή, για μένα έρχεται δεύτερη σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Οι δικές τους συνθέσεις ήταν αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας με τους Izzy Stradlin, Axl Rose και Slash να συμβάλλουν κυρίως. Το τρίο των νέων συνθέσεων συμπληρώνουν τα “Used to love her” και το “One in a million” με τους αμφιλεγόμενους στίχους. Λες και χρειαζόταν περισσότερη διαφήμιση, ο τύπος σάλεψε και οι αντιδράσεις για τους ρατσιστικούς / αντι-ομοφυλοφιλικούς στίχους τάραξαν τα νερά σε ΗΠΑ και Βρετανία.

Η μπάντα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας (και ναρκωτικών) και φρόντισε να μείνει μακριά από τον δυτικό κόσμο, παίζοντας σε Ιαπωνία και Ωκεανία τον Δεκέμβριο του ’88, αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Lies” κι εδραιώνοντας πλέον την φήμη τους ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα στον πλανήτη. Όλα αυτά λίγο πριν την τεράστια περιοδεία με τους θρυλικούς ROLLING STONES και το αχρείαστο διάλειμμα μέχρι τα “Use your illusion”.

Αυτή είναι η τελευταία κυκλοφορία του drummer Steven Adler με την μπάντα. Το μοναδικό single ήταν για το “Patience”, το μοναδικό κομμάτι που είχε γράψει εξ ολοκλήρου ο Stradlin, με b-side το “Rocket queen”.

Γιώργος Κουκουλάκης

HELLOWEEN – “Keeper of the seven keys Part II” (Noise) 

Εντάξει, δεν καθόμαστε να το συζητήσουμε. Μιλάμε για τη Βίβλο του power metal. Για το απόλυτο άλμπουμ μελωδικού heavy metal. Σίγουρα το αγαπημένο μου άλμπουμ από τις «κολοκύθες». Άλλοι μπορεί να προτιμούν τον ακατέργαστο, thrashy ήχο του “Walls of Jericho”, άλλοι το πρώτο μέρος του “Keeper of the seven keys” που έσκασε σαν ατομική βόμβα, αλλά θεωρώ ότι με το δεύτερο “Keeper…”, οι HELLOWEEN έφτασαν στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους και μάλιστα σε μικρή ηλικία.

Ακόμα θυμάμαι πως περίμενα στο ραδιόφωνο να ακούσω το “Dr. Stein”, το πρώτο single του άλμπουμ, το οποίο το είχα γράψει σε κασέτα και το άκουγα ξανά και ξανά μέχρι να λιώσει… Το άλμπουμ αυτό περιέχει instant classics, όπως το χειμαρρώδες “Eagle fly free” που ανοίγει το δίσκο, μετά την εισαγωγή του “Invitation”, φυσικά το “Dr. Stein”, το απόλυτο power metal hit, “I want out”, το “March of time”, που στέκεται πάρα πολύ υψηλά στις προτιμήσεις των οπαδών του γκρουπ και φυσικά το υπερ-έπος “Keeper of the seven keys”, ένα progressive αριστούργημα, το οποίο σε κάποιους δεν αρέσει όσο το “Halloween” (με το οποίο μπορεί να υπάρξει άμεση σύγκριση), λόγω του ότι δεν έχει φρενήρεις ρυθμούς και είναι πιο μπαλαντοειδές, αλλά νομίζω ότι ως σύνθεση είναι ίσως το magnum opus του Michael Weikath. Προσωπική μου αδυναμία, το “We got the right”, ένα mid-tempo κομμάτι, με τον Kiske (του οποίου σύνθεση είναι), να μας χαρίζει μία από τις πιο ανατριχιαστικές του ερμηνείες…

Δυστυχώς, ο δίσκος αυτός, δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για το υψηλότατο επίπεδο των συνθέσεών του, αλλά για το ότι ήταν ο τελευταίος δίσκος που θα συμμετείχε ο Kai Hansen, ο οποίος κουρασμένος από τις περιοδείες, τη φάση με τη δισκογραφική τους εταιρία, αλλά πάνω απ’ όλα την κατάσταση μέσα στο συγκρότημα, γράφοντας το προφητικό “I want out”, αποφάσισε μετά την Ευρωπαϊκή περιοδεία, να φύγει από το συγκρότημα, αφήνοντας ένα κενό που ποτέ ουσιαστικά δεν αναπληρώθηκε, από την άλλη όμως, μας χάρισε ένα ακόμη σημαντικό σχήμα, τους GAMMA RAY.

Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος δίσκος είναι “cheesy”, επειδή περιέχει κάποια πλήκτρα κι έχει πιο καλογυαλισμένη παραγωγή. Προφανώς είναι οι ίδιοι που κατηγορούσαν τους IRON MAIDEN, που την ίδια χρονιά έβγαλαν το “Seventh son of a seventh son” για τα πλήκτρα και τις synth κιθάρες… Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι περισσότεροι εξ αυτών θεωρούν το συγκεκριμένο άλμπουμ κορυφαίο στη δισκογραφία των MAIDEN. Κάποιοι τους «κατηγορούν» ότι έκαναν πιο εμπορικό τον ήχο τους. Ναι, όταν γράφεις κομματάρες σαν το “I want out”, τον διαχρονικότερο ύμνο στην ιστορία του σχήματος, το video clip του οποίου έπαιζε συνεχώς στο MTV ένα διάστημα και ουσιαστικά τους ανέβασε στην πρώτη κατηγορία, βάζοντάς τους να παίξουν στο «αιματοβαμμένο» Monsters of Rock μαζί με IRON MAIDEN, KISS, GUNS N’ ROSES κτλ, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει. Ακόμα και για το χιούμορ τους, σε κομμάτια όπως το “Rise and fall” βρέθηκαν να μιλήσουν κάποιοι, λησμονώντας προφανώς ότι το χιούμορ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην καριέρα του σχήματος, όντας από τα βασικά συστατικά του στοιχεία. Στην τελική, επιτρέψτε μας να γουστάρουμε αυτό το άλμπουμ, περισσότερο από τα demo ή το EP ή τον πρώτο δίσκο. Δικαίωμά μας!!!

Σάκης Φράγκος

HELSTAR – “A distant thunder” (Metal Blade)

Αν το “Nosferatu” ήταν το πιο φιλόδοξο και άρτιο άλμπουμ των HELSTAR και το “Remnants of war” το πιο αντιπροσωπευτικό, τότε σίγουρα θα χαρακτήριζα το “A distant thunder” σαν το πιο προσβάσιμο στο ευρύ κοινό αφού οι συνθέσεις ούτε τόσο πολύπλοκες είναι αλλά ούτε και τόσο «σκοτεινές». Βέβαια, το τεχνικό power/speed των Τεξανών είναι περισσότερο εμφατικό από ποτέ στο “A distant thunder” και το line-up βοήθησε στο maximum για αυτό (στο “Nosferatu” κινήθηκαν ανοιχτά στην περιοχή του τεχνικού thrash… λεπτές ισορροπίες).

Οι νεοφερμένοι Andre Corbin (στην κιθάρα) και Frank Ferreira (στα τύμπανα) δίνουν ρέστα με την τεχνική τους κατάρτιση ενώ οι παλιοκαραβάνες James Rivera, Jerry Abarca και Larry Barragan βρίσκουν τους ιδανικούς συνεργάτες για να ηχογραφήσουν αυτό το διαμάντι στη δισκογραφία τους που περιλαμβάνει ύμνους όπως τα “The king is dead”, “Winds of war”, “Abandon ship” κ.α. Με αυτή τη σύνθεση θα ηχογραφούσαν και το αριστουργηματικό “Nosferatu” ένα χρόνο μετά αλλά δυστυχώς οι προστριβές στις διαπροσωπικές σχέσεις και η αντιμετώπιση των δισκογραφικών εταιρειών απέναντί τους θα οδηγούσε σε ένα μακροχρόνιο …break μέχρι το οριστικό comeback του 2006.

Σάκης Νίκας

HITTMAN – “Hittman” (Steamhammer)

Στις μέρες της ακμής του Αμερικάνικου Power metal στα τέλη της δεκαετίας, οι HITTMAN από την Νέα Υόρκη με το ντεμπούτο τους αυτό έκαναν τρομερή αίσθηση σε όσους από εμάς ψάχναμε ανάλογα σχήματα. Ξεκίνησαν με το “Metal sports” demo που κυκλοφόρησε το 1985 μέχρι να φθάσουμε στο ντεμπούτο τους τρία χρόνια αργότερα. Ο ήχος τους θυμίζει αρκετά τους CRIMSON GLORY και πρώιμους QUEENSRYCHE, ο τραγουδιστής τους Dirk Kennedy διαθέτει μια πολύ εκφραστική και πολυδιάστατη φωνή, οι ιδέες τους και τα τραγούδια που υπάρχουν σε αυτό το ντεμπούτο τους θα αρέσουν σε όσους αρέσκονται στο Αμερικάνικο power metal που διαθέτει λυρισμό, μελωδίες, όγκο, ποιότητα γενικότερα.
H διασκευή του “Secret agent man” έχει προσαρμοσθεί στα δικά τους standards και επίσης κομμάτια σαν τα “Will you be there”, “Back street rebels”, “Metal sports”, “The test of time”, “Dead on arrival” είναι μερικά μόνο από τα κορυφαία κομμάτια που υπάρχουν εδώ.

Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΙΤΤΜΑΝ είχαν τα προσόντα για μεγαλύτερα πράγματα, παρόλο όμως τις προσδοκίες χάθηκαν από το προσκήνιο για μερικά χρόνια και εμφανίσθηκαν ξαφνικά το 1993 με το progressive- άδικο “Vivas machina” και ακόμα θυμάμαι πώς κατάφερα να το εντοπίσω μετά κόπο και βασάνων (σε μια προ- internet εποχή) σε κάποιο mail-order του εξωτερικού.

Αδικημένο κι αυτό το σχήμα, άφησε όμως πίσω τους έναν δίσκο που αξίζει να τον ανακαλύψετε.

Γιάννης Παπαευθυμίου

HOBBS’ ANGEL OF DEATH – “Hobbs’ angel of death” (Steamhammer)

Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε που άκουσα για τελευταία φορά το ντεμπούτο των HOBBS’ ANGEL OF DEATH και μέχρι τώρα μου είχε καρφωθεί ότι η μοναδική αξιόλογη thrash μπάντα από την Αυστραλία, ήταν οι MORTAL SIN. Υπήρχαν όμως και τούτοι εδώ. “Down under” μας έρχονται και ο αξιότιμος κύριος Hobbs, που ουσιαστικά απεικονίζεται στο εξώφυλλο θυμίζει κάτι ανάμεσα στον Machette και Κολομβιανό έμπορο ναρκωτικών… Το πρώτο που παρατηρεί κανείς ακούγοντας το σχήμα, είναι οι εντελώς γελοίοι «Σατανιστικοί» στίχοι, που ακόμα κι εκείνη την εποχή, σε καμία περίπτωση δεν σόκαραν. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς από το όνομα του σχήματος, η βασική επιρροή τους, υπήρξαν οι SLAYER, με ολίγη από crossover και σχήματα όπως οι NUCLEAR ASSAULT, συμπαθητικό παιχτικά, κυρίως σε ότι αφορά την κιθάρα και τα τύμπανα, αλλά ενώ σχεδόν όλα τα τραγούδια κινούνται σε υψηλές ταχύτητες, εγώ ξεχώριζα πάντα το πιο mid-tempo, “Marie Antoinette”, με αρκετές εναλλαγές ρυθμών, που φανέρωνε κάτι παραπάνω από απλή έκλυση ενέργειας. Συνολικά, δεν θα έλεγα ότι λείπουν από το ιδίωμα γκρουπ σαν και τους HOBBS’ ANGEL OF DEATH. Συνέχισαν, βγάζοντας έναν ακόμα full length δίσκο, ο οποίος κυκλοφόρησε μόνο στην Αυστραλία όμως και δεν τον έχω ακούσει, το 1995 και συνεχίζουν να υπάρχουν, με συνεχείς αλλαγές μελών και καμία δισκογραφική παρουσία. Μην ξεχάσω να αφήσω ασχολίαστο και τον τρόπο που περιέγραφαν τη μουσική τους. “Virgin metal”, έλεγαν ότι έπαιζαν, επειδή κανείς άλλος δεν έπαιζε σαν κι αυτούς… Παρθενογένεση κανείς;

Σάκης Φράγκος

HOLY TERROR – “Mind wars” (Roadrunner)

Τι λες τώρα! Να ένας δίσκος που είχα να ακούσω άπειρα χρόνια και δεν περίμενα ποτέ ότι θα τον έβλεπα στη συγκεκριμένη λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ του 1988. Πρώτη κίνηση είναι να ψάξω να βρω το δίσκο και να ξαναθυμηθώ τα τραγούδια. Ομολογώ ότι αν και πάντα είχα καλή εικόνα για τους HOLY TERROR δεν έμπαινα στη διαδικασία να ακούσω κάποιο από τα δύο τους δισκάκια. Λοιπόν, η εικόνα που είχα σαν πιτσιρικάς τότε παραμένει αναλλοίωτη και σήμερα. Τα τραγούδια του “Mind wars” είναι εξαιρετικά, η μπάντα παίζει άψογα, οι συνθέσεις δείχνουν μία αξιοσημείωτη ποικιλομορφία για thrash μπάντα και το κυριότερο: γουστάρω που οι HOLY TERROR δεν κοπιάρουν κάποιον από τους Big Four της εποχής αλλά επιλέγουν ένα κατά το μάλλον ή ήττον ευρωπαϊκό thrash στυλ (παρά τις αμερικάνικες ρίζες τους).

Τώρα μη μου ζητήσετε να κάνω συγκρίσεις με το “Terror and submission” αφού δεν είχα αποκτήσει ποτέ το πρώτο άλμπουμ των HOLY TERROR και έτσι δεν ξέρω τι παίζει εκεί. Πάντως, εδώ τα πράγματα είναι άψογα και το απόλυτο highlight παραμένει κατά την ταπεινή μου γνώμη η διπλή κιθαριστική επίθεση και η ποιότητα των συνθέσεων (οι στίχοι των οποίων καταπιάστηκαν με ορισμένα πολύ σημαντικά κοινωνικά ζητήματα). Τα “The immortal wasteland” και “Christian resistance” είναι δύο απολύτως χαρακτηριστικές στιγμές του “Mind wars”… Ακούστε τα!

Σάκης Νίκας

HOUSE OF LORDS – “House of Lords” (RCA)

Ορισμένοι καλλιτέχνες ανά περιόδους παίρνουν σημαντικές αποφάσεις για την καριέρα τους , είτε καταστρέφοντας την είτε δίνοντας της περισσότερη αίγλη. Ο keybord-ίστας Gregg Giuffria το 1987 και έχοντας ήδη κυκλοφορήσει δυο υπέροχες δουλειές με το σχήμα που είχε απλά το όνομα του, συμφωνεί να έχει σαν νέα δισκογραφική στέγη την εταιρία του Gene Simmons των KISS. Όρος απαράβατος για να ίσχυε το συμβόλαιο ήταν να γίνει αλλαγή ονόματος, όπως και έγινε και έτσι «γεννήθηκαν» οι HOUSE OF LORDS, ένα συγκρότημα που από τότε μέχρι και σήμερα μας απασχολεί με αν μη τι άλλο καλές δουλειές που δεν περνούν επ’ ουδενί απαρατήρητες. Ο Giuffria είχε ήδη «δείξει τα δόντια του» με ότι είχε κυκλοφορήσει. Έτσι η φυσική του συνέχεια σαν HOUSE OF LORDS με την ομώνυμη δουλειά το 1988, δεν απείχε καθόλου ηχητικά από το παρελθόν με τραγούδια που υμνούσαν τον όρο «μελωδικό hard rock». Όταν μάλιστα στον δίσκο συμμετέχουν οι Jeff Scott Soto, Stan Bush, David Glen Eisley και Mandy Meyer στην συγγραφή των τραγουδιών αλλά και στα backing vocals, ο δίσκος δεν μπορούσε παρά να ήταν «μνημείο» στην σκηνή. Τρανή απόδειξη τα τραγούδια “Pleasure Place”, “Wanna Be Loved”, “Edge Of Your Life”, “Love Don’t Lie”(μπαλάντα που «κλαίνε» και οι πέτρες), και “Slip Of The Tongue” που δεν λείπουν είτε όλα είτε κάποια από μια ενημερωμένη συλλογή αναφοράς στο εν λόγω είδος. Όλες οι συνθέσεις διακατέχονταν από ωραίες μελωδίες, ριφ που σε μαγνήτιζαν και φυσικά την απαραίτητη ατμόσφαιρα που έδιναν τα πλήκτρα σε κάθε σύνθεση, χωρίς καμία να υστερεί, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα μοναδικό. Όλα όμως θα ήταν αλλιώς αν δεν υπήρχε ο κος James Christian (ο οποίος για όσους δεν ξέρουν είναι παντρεμένος με την Robin Beck), μια από τις πιο βελούδινες φωνές που μας έχει χαρίσει η Αμερικάνικη hard σκηνή στα 80’s. Και ο ομώνυμος δίσκος αλλά και όλα τα μετέπειτα albums, θα ηχούσαν αλλιώς χωρίς αυτόν. Το “House Of Lords” θα μείνει για πάντα στην ιστορία σαν ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο καλλιτεχνών.

Θοδωρής Μηνιάτης

IMPELITTERI – “Stand in Line” (Music For Nations)

Ακόμα ένας μεγάλος κιθαρίστας της neon classical σχολής, άξιος μαθητής του Yngwie Malmsteen που με τη σειρά του, ο τελευταίος περπάτησε στα χνάρια του μαυροφορεμένου, άρα και ο Chris Impellitteri είναι ένα από τα «θύματα» του Ritchie Blackmore (σ.σ. αυτός είναι ο μαυροφορεμένος!). Με ένα δυνατό line up (Pat Torpey, ντραμς, αργότερα στους MR. BIG), Chuck Wright (μπάσο, πριν GIUFFRIA, QUIET RIOT και μετά HOUSE OF LORDS), Graham Bonnet (από τους THE MARBLES του 1969, στο ένα και μοναδικό άλμπουμ που ηχογράφησε με τους RAINBOW, το “Down to Earth” και αργότερα στο “Assault Attack” του 1982 των MICHAEL SCHENKER GROUP και σε τέσσερα άλμπουμ των ALCATRAZZ, “No Parole From Rock ‘n’ Roll”, “Live Sentence”, “Disturbing the Peace” και “Dangerous Games”) και Phil Wolfe (πλήκτρα), ο Impellitteri βρίσκει άξιους παίκτες για να μπορέσει να δείξει το ταλέντο του. Σε αντίθεση μ’ όλους τους κιθαρίστες εκείνης της εποχής που κυκλοφορούσαν instrumental δίσκους, η παρουσία του Bonnet (σ.σ. φωνάρα) δίνει άλλο χρώμα στα κομμάτια, ακόμα κι αν σαν συνθέσεις δεν είναι οι καλύτερες. Η πιο neoclassical εκτέλεση του “Since you been gone”, το χειμαρρώδες “Stand in Line” που ανοίγει το δίσκο και το “Secret Lover” που το μακρόσυρτο σόλο του Impelliterri θυμίζει έντονα Malmsteen είναι οι καλύτερες στιγμές του άλμπουμ. Τα υπόλοιπα κομμάτια χαρακτηρίζονται από τις κορώνες του Bonnet και τη σόλο κιθάρα αλλά έως εκεί. Για τους fans του είδους.

Αλέξανδρος Ριχάρδος

IRON MAIDEN – “Seventh Son Of A Seventh Son” (EMI)

Κατά κοινή ομολογία, το “Seventh Son Of A Seventh Son” είναι ο τελευταίος τεράστιος δίσκος των IRON MAIDEN, ο οποίος με την κυκλοφορία του έκλεισε για το συγκρότημα την πιο δημιουργική του δεκαετία, αυτή των 80’s. Προσωπικά μπορεί να έχω μια ελαφρά προτίμηση στον προκάτοχό του, μιας και εισήγαγε επιτυχώς καινούργια στοιχεία στον ήχο των MAIDEN, αλλά όπως και να το κάνουμε, στο “Seventh Son…” η μπάντα εξέλιξε και τελειοποίησε αυτό που ξεκίνησε στο “Somewhere In Time”, χαρίζοντάς μας τον πιο ώριμο και πιο prog δίσκο της.

Μουσικά, έχουμε να κάνουμε ίσως με την πιο συλλογική δουλειά των Βρετανών, με όλα τα μέλη να συνεισφέρουν και με τον Dickinson να εμπλέκεται πλέον και στο στιχουργικό κομμάτι, πάντα με την καθοδήγηση του “μεγάλου αρχηγού”. Η δουλειά στις κιθάρες και ακόμα περισσότερο στα solos, απλά κόβει την ανάσα. Πανέμορφες μελωδίες, οργασμικές δισολίες, καταπληκτικές ενορχηστρώσεις με συνεχείς και απόλυτα ευφυείς αλλαγές θεμάτων, μέτρων και ρυθμών δίνουν και παίρνουν σε άσματα όπως τα “Infinite Dreams”, “The Evil That Men Do” και “The Clairvoyant”. Τα πλήκτρα αντικαθιστούν τα synths του “Somewhere In Time” και αποτελούν το καινούργιο στοιχείο αυτή τη φορά, λειτουργώντας ιδανικά στο χτίσιμο των ατμοσφαιρών μέσα στα κομμάτια, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ομώνυμο έπος. Εμφανέστατη είναι και η progressive προσέγγιση της μπάντας στο στήσιμο των κομματιών, η οποία και θα αποτελέσει μελλοντικά και κύριο χαρακτηριστικό του ήχου της. Σε στιχουργικό τώρα επίπεδο, οι MAIDEN αποφασίζουν για πρώτη φορά να κάνουν έναν θεματικό δίσκο, με ένα concept που βασίζεται στην αιώνια μάχη του καλού και του κακού. Έχοντας σαν αφετηρία την Βρετανική λαογραφία και μυθοπλασία, το εμπνευσμένο από τη νουβέλα “Seventh Son” του Orson Scott Card concept, ασχολείται με την ιστορία που θέλει τον έβδομο γιο ενός έβδομου γιου να έχει εκ γενετής ειδικά χαρίσματα και δυνάμεις. Στο δίσκο, ο κύριος χαρακτήρας έχει μαντικές ικανότητες και προσπαθεί χωρίς επιτυχία να προειδοποιήσει τους συγχωριανούς του για μια επερχόμενη καταστροφή, καταντώντας μια φιγούρα που φέρνει στο μυαλό αυτή της Κασσάνδρας, μιας και αντιμετωπίζεται με έντονη καχυποψία.

Με το “Seventh Son Of A Seventh Son” έκλεισε ένας μεγάλος και λαμπρός κύκλος για τους IRON MAIDEN, που σφραγίστηκε και ουσιαστικά με την εμφάνιση του γκρουπ στο Monsters of Rock, μπροστά σε 107 χιλιάδες κόσμο και λίγο αργότερα με τη φυγή του Adrian Smith από το συγκρότημα. Ο δίσκος αποτελεί επιτομή του ήχου των IRON MAIDEN και ορόσημο για το heavy metal, αλλά και για την ίδια τη μπάντα, μιας και θα μπορούσε κάποιος να πει πως είναι και ο “συνδετικός” κρίκος μεταξύ των πρότερων δουλειών τους, με ότι έκαναν στο μέλλον, αφού το progressive στοιχείο, άλλοτε περισσότερο εμφανές και άλλοτε λιγότερο, ήταν πάντα παρόν στα μεταγενέστερα κομμάτια που έγραψαν οι Βρετανοί.

Θανάσης Μπόγρης

JANE’S ADDICTION – “Nothing’s shocking” (Warner)

Μετά από ένα ζωντανά ηχογραφημένο album στο περίφημο club Roxy του Los Angeles είχε φθάσει η ώρα για τους JANE’S ADDICTION να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους.
Στην παραγωγή έχει επιστρατευθεί ο Dave Jerden που μετά από αυτόν τον δίσκο θα τον βρούμε πίσω από την καρέκλα του παραγωγού σε σχήματα όπως οι RED HOT CHILI PEPPERS, ALICE IN CHAINS, ANTHRAX, OFFSPRING, ARMORED SAINT, στην πραγματικότητα η καριέρα του εκτοξεύθηκε μετά από αυτήν την δουλειά.

Το εξαιρετικό εξώφυλλο του δίσκου, αποτέλεσμα ενός ονείρου που είχε ο Perry Farrell, είχε την “τύχη” να λογοκριθεί από την πλειοψηφία των δισκοπωλείων της Αμερικής με αποτέλεσμα η εταιρία τους να αναγκαστεί να το καλύψει με ένα καφέ χαρτόνι.

Όλα αυτά όμως δεν εμπόδισαν τον δίσκο να φτάσει τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του τις 200-250 χιλιάδες αντίτυπα και στα επόμενα χρόνια με την έκρηξη της εναλλακτικής σκηνής θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η επιτυχία του “Nothing’s Shocking” ήταν αυτή που άλλαξε τα πάντα για το εναλλακτικό rock που θα ερχόταν. Η μπάντα ακροβατούσε ανάμεσα στο punk rock και στο hard rock κάτι που δεν ήταν τυχαίο μιας και οι επιρροές τους ήταν πάρα πολλές και διαφορετικές ταυτόχρονα. Ο Perry Farrell και ο μπασίστας Eric Avery είχαν πιο πολύ ακούσματα σε μπάντες όπως οι JOY DIVISION, BAUHAUS, SISTERS OF MERCY, ενώ ο drummer Stephen Perkins και ο κιθαρίστας Dave Navarro ήταν οι πιο σκληροπυρηνικοί της παρέας.

Είναι πάρα πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι η επιτυχία των JANE’S ADDICTION, την εποχή που μεσουρανούσε το Hair rock, ήταν ο προάγγελος για την έκρηξη του εναλλακτικού rock τα επόμενα χρόνια, και δεν έχουν καθόλου άδικο. Κομματάρες σαν τα “Pigs in zen”, “Jane says”, “Ocean size” και το ανυπέρβλητο “Mountain song” αρκούν για να καταλάβει κάποιος πόσο μπροστά από την εποχή τους ήταν ο ήχος, η φιλοσοφία, οι στίχοι και το attitude της μπάντας. Προσωπικά θεωρώ τον Perry Farrell σαν μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της μουσικής τα τελευταία 30 χρόνια και χαίρομαι που δεν με διαψεύδει σε ότι και να κάνει.

Γιάννης Παπαευθυμίου

JASON BECKER – “Perpetual burn” (Roadrunner)

Κάθε φορά που καλούμαι να γράψω κείμενο για τον Jason Becker, νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά, αφού μιλάμε για έναν από τους αγαπημένους μου κιθαρίστες όλων των εποχών, μακράν όμως και από τους πιο άτυχους καλλιτέχνες που έχουν ζήσει ποτέ… Λάτρης των instrumental άλμπουμ της σχολής του Mike Varney, παίρνοντας το “Perpetual burn”, μου κόπηκαν τα πόδια. Ίσως ο απόλυτος δίσκος neoclassical/shred που κυκλοφόρησε ποτέ και μέσα στην τριάδα των αγαπημένων μου instrumental δίσκων όλων των εποχών.

Παιδί-θαύμα ο Becker, σε ηλικία 18 ετών κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τους CACOPHONY, μαζί με τον κολλητό του φίλο Marty Friedman και αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Go off!”, το 1988 και οι δυο τους έβγαλαν instrumental δίσκους την ίδια χρονιά. Μόλις 19 ετών και το ταλέντο του έσφυζε. “Altitudes”, “Air”, “Perpetual burn”, “Eleven blue Egyptians”, “Temple of the absurd”. Μοναδικές συνθέσεις, απαράμιλλης τεχνικής και συναισθήματος (απίστευτα σπάνιος συνδυασμός). Jaw-dropping που λένε και στο χωριό μου. 42 λεπτά που έγραψαν τη δική τους ιστορία στους κιθαριστικούς δίσκους κι εξύψωσαν την έννοια «παιδί-θαύμα».

Στο δίσκο έπαιζε κιθάρα, μπάσο και πλήκτρα, ενώ συμμετείχε και ο Friedman όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και παίζοντας σόλο σε τρία κομμάτια και βοηθώντας στη σύνθεση σε δύο απ’ αυτά. Ο Mike Varney είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού και ο μικρός Becker πήρε τη θέση του «πολύ» Steve Vai στη μπάντα του David Lee Roth, αφού ο ίδιος είχε πάει στους WHITESNAKE. Η λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά του, μέχρι τη μέρα που άρχισε να νιώθει το μούδιασμα στο αριστερό του πόδι και ανιχνεύτηκε ότι έπασχε από τη νόσο ALS (ναι, αυτή τη νόσο που για την ενίσχυση της έρευνάς της, έριχνε πάνω του κουβάδες με πάγο όλος ο κόσμος πριν δύο καλοκαίρια)… Μουδιάζω κι εγώ όσο γράφω… Αν αντέχετε, δείτε το “Jason Becker: Not dead yet”. Αν αντέχετε, γιατί εγώ λύγισα στη μέση. Ιδανικά με soundtrack το “Perpetual burn”. Ο Becker είναι μαχητής της ζωής κι ένας από τους ανθρώπους που μ’ ένα ουσιαστικά δίσκο, άλλαξε πολλά στον τρόπο που παίζεται η κιθάρα. Υποκλίνομαι ταπεινά μπροστά σου, μεγάλε Jason…

Σάκης Φράγκος

JOAN JETT AND THE BLACKHEARTS – “Up your Alley” (Blackheart/CBS Associated)

Η κυρία Joan Marie Larkin, όπως είναι το κανονικό όνομα της Joan Jett, έγινε γνωστή στην Αμερική με τους RUNAWAYS (στην Ελλάδα τις μάθαμε αφού διαλύθηκαν) αλλά και με τη πετυχημένη διασκευή της στο “I love Rock ’n’ Roll” (πρώτη εκτέλεση από τους ARROWS το 1975). Το “Up your Alley” (No 19 U.S.A.) έχει διαφορά ηλικίας 7 χρόνια με το άλμπουμ “I Love Rock ’n’ Roll” και του φαίνεται. Πιο ώριμο, καλύτερο παίξιμο καλύτερα όλα, χωρίς να επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσμα. Το άλμπουμ ξεκινά με το επιθετικό “I hate myself for loving you” (Νο 8 U.S.A., No 46 U.K.), σύνθεση της ίδιας και του Desmond Child, που συμμετέχει με άλλα δύο τραγούδια σαν συν-συνθέτης. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία, και στην Ελλάδα, και μαζί με το “I love Rock ’n’ Roll” είναι οι δύο ύμνοι της Joan Jett. Αδικείται σίγουρα το πανέμορφο “Little Liar” (η άλλη συν – σύνθεση του Child) που έστω και καθυστερημένα εισέπραξε την επιτυχία που του άξιζε (No 19 U.S.A.). Εκτός τόπου και χρόνου η διασκευή της στο “I wanna be a Dog” (STOOGES), ίσως δουλεύει περισσότερα στα live.

Αλέξανδρος Ριχάρδος

JUDAS PRIEST – “Ram it Down” (CBS)

Στα βήματα του “Turbo” (1986) αλλά και στη νέα λογική της παραγωγής , που ήθελε κιθάρες συνθεσάιζερ και drum machine, το “Ram it Down” σηματοδοτεί μια άτονη εποχή για το συγκρότημα. Ευτυχώς δύο χρόνια μετά, ακολούθησε το καταιγιστικό και τα πράγματα ήλθαν στα ίσια τους. Αν με βάλετε να συγκρίνω “Turbo” και “Ram it Down”, έστω και με μικρή διαφορά ψηφίζω “Turbo”. Ήταν πιο Judas, πιο κοντά σ’ αυτό που ήξερα σαν ήχο Judas. Η ιστορία του “Ram It Down”, ξεκινά το 1986, όταν παρουσίασαν στην CBS το υλικό για το “Turbo” (τότε ονομαζόταν “Twins Turbo”), που κάλυπτε ένα διπλό δίσκο. Οι άνθρωποι της εταιρείας, τους πρότειναν να μην κυκλοφορήσουν διπλό άλμπουμ και έτσι το υλικό έμεινε για το “Ram it Down”. Τα “Ram it Down”, “Hard As Iron”, “Love it to Death” και “Monsters of Rock”, ήταν σχεδόν έτοιμα από το 1986.

To “Ram it Down” ήταν και το τελευταίο άλμπουμ με τον Dave Holland στα τύμπανα, αφού λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να αποχωρήσει. Μεγάλο μέρος των ντραμς που ηχογραφήθηκαν είναι drum machine. Επίσης αυτό είναι το τελευταίο άλμπουμ που ηχογράφησαν με τον καλό παραγωγό Tom Allom (ξανασυνεργάστηκαν το 2009 στο “Live A Touch of Evil”). Το άλμπουμ ανοίγει με το ομώνυμο τραγούδι, όπου ο Rob Halford ουρλιάζει και σκίζει τα ηχεία και να αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις . Το ίδιο τα “Heavy Metal” και “Love Zone” που ακολουθούν… Και μετά ο συνδυασμός μέτριες συνθέσεις και συνθεσάιζερ κιθάρες, κουράζουν. Βρίσκω εντελώς αδικαιολόγητη την διασκευή τους στο κλασικό “Johnny B. Goode” (σύνθεση του Chuck Berry) που ακούγεται και στην ομώνυμη ταινία. Η ιστορία θέλει το κομμάτι να μπήκε τελευταία στιγμή στο άλμπουμ και έστειλε τα αζήτητα το τραγούδι “Thunder Road” , που κατέληξε στα bonus tracks του “Point of Entry”. JUDAS PRIEST είναι, ότι θέλουν κάνουν!

Αλέξανδρος Ριχάρδος

KING KOBRA – “King Kobra III” (New Renaissance)

Οι KING KOBRA είναι ένα από τα συγκροτήματα που απασχολούν όσους ψάχνουν ενδελεχώς ότι κυκλοφορεί σε βινύλιο στον hard rock/heavy metal ήχο την δεκαετία του 1980. Για να λέμε και την αλήθεια όχι άδικα εν μέρει, αφού από τις τάξεις του έχουν περάσει ονόματα όπως οι Paul Shortino, Carmine Appice, Mark Free και Jeff Northrup, όλοι με λαμπρή πορεία στον χώρο. Το “KING KOBRA III” όπως υποδηλώνει και ο τίτλος είναι η τρίτη δουλειά του σχήματος που δεν πρόσθεσε κάτι ιδιαίτερο στην παγκόσμια δισκογραφία. Όπως και στις προηγούμενες δυο, έτσι και σε αυτή οι έμπειροι μουσικοί παίζουν Αμερικάνικο hard rock με αρκετά heavy στοιχεία έχοντας mid tempo και πιο γρήγορες στιγμές. Τα τραγούδια είναι μπολιασμένα με πολύ μελωδία και ωραία «τσαχπίνικα» ρεφραίν όπως επιβάλει άτυπα το είδος. Η μια πλευρά του νομίσματος της κυκλοφορίας «λέει» ότι μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτή, ενώ η άλλη πλευρά θα σου ψιθυρίσει ότι όλες οι συνθέσεις είναι καλοπαιγμένες από μουσικούς που ξέρουν τι «πρέπει» να κάνουν για να είναι αρεστοί. Αλλά μέχρι εκεί. Το “King Kobra III” νομίζω ότι συγκίνησε μόνο τους πωρωμένους οπαδούς και κανένα άλλον. Δυστυχώς είναι ένα album που «ξεχάστηκε» γρήγορα αφού έμεινε στον χρόνο -όπως και το σχήμα- πιο πολύ για τα σεβάσμια ονόματα που συμμετείχαν στο σχήμα και τις απλά καλές συνθέσεις παρά για την μοναδικότητα ή την επιδραστικότητά του.

Θοδωρής Μηνιάτης

KING DIAMOND – “Them” (Roadrunner)

Ο πιο σκοτεινός, τρομακτικός αφηγητής ιστοριών της αρρωστημένης φαντασίας του, ο King Diamond, βγάζει στην επιφάνεια μια τεράστια έκπληξη. Η απαραίτητη μπλεγμένη ιστορία είναι αρκετά τρομακτική για να μην ακούγεται με κλειστά τα φώτα, εν έτη 1988, δίχως διαδίκτυο, πολύ τηλεόραση και λιγότερη ηχορύπανση.  Όμως η έκπληξη έρχεται πρωτίστως από τις αλλαγές στην σύνθεση της μπάντας του, με τους MERCYFUL FATE κρίκους να σπάνε με την αποχώρηση των Timi Hansen και Michael Denner. Ο πρώτος για οικογενειακούς λόγους, αλλά ο δεύτερος επειδή δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον πιο τεχνικό και πολύπλοκο χαρακτήρα που έπαιρνε η μουσική που συνέθετε ο αρχηγός. Αυτή είναι και η επόμενη έκπληξη. Το “Them” είναι τεχνικό, σε σημείο που αργότερα θα χαρακτηριζόταν progressive. Σε αυτό συμβάλλει το απίστευτο παίξιμο του Mikkey Dee που ηχογραφεί τον καλύτερό του δίσκο με την μπάντα. Βέβαια, οι συνθέσεις του King, είναι τόσο πολύπλοκες, όσο και οι διαφορετικές φωνές του, που σε στιγμές είναι απόκοσμες. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια απίστευτη κυκλοφορία, που έρχεται για να συνεχίσει την επιτυχία του “Abigail” και να βελτιώσει την εμπορική αξία των KING DIAMOND. H προσφορά του πιστού συνεργάτη Andy LaRoque, μπορεί να είναι ελάχιστη συνθετικά, αλλά εκτός από το απίστευτο παίξιμό του, υπάρχει η χαρακτηριστική σφραγίδα του στα σόλο, που ανέκαθεν έδινε χαρακτήρα στα τραγούδια της μπάντας.

Το αγαπημένο μας “Them” αποτελεί και το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα. Είναι η εποχή των Guitar Gods, οπότε στο ένθετο, ξεχωρίζουν με σύμβολα τα σόλο των δυο κιθαριστών. Ο δεύτερος, είναι ο νεοαφιχθείς και άγνωστος (εκτός αν έχετε ακούσει τους Δανούς GEISHA) Pete Blakk, που έμελλε να παραμείνει σταθερός για πολλά χρόνια. Η δυναμική, σχεδόν δικτατορική προσωπικότητα του συνθέτη, στιχουργού, παραγωγού, εργοδότη, σεναριογράφου και αδιαμφισβήτητου αρχηγού King Diamond είχε αρχίσει να επιφέρει τριγμούς εσωτερικά, αλλά για το κοινό της μπάντας, το “Them” ήταν ένα διαμάντι που επισκίαζε οποιαδήποτε γκρίνια. Οι μόνες που γίνονταν αισθητές στους απ’ έξω, ήταν αυτές στο σπίτι που ήταν ζωγραφισμένο στο εξώφυλλο. Με λίγα λόγια, ο δίσκος έμεινε ως ένας εκ των κορυφαίων στην εξαιρετική και μακρά καριέρα του Δανού. Παρόλα αυτά,  η μπάντα δεν υποστήριξε την κυκλοφορία ιδιαίτερα, κάνωντας μόνο περιοδεία στην Αμερική, στηριζόμενη βέβαια στα δυο τελευταία άλμπουμ.

Γιώργος “Kay”Κουκουλάκης

KINGDOM COME – “Kingdom Come” (Polydor)

Οι KINGDOM COME σχηματίστηκαν το 1987 από τον Γερμανό τραγουδιστή/κιθαρίστα Lenny Wolf, πρώην STONE FURY. Με τη βοήθεια των Danny Stag, Rick Steier (κιθάρες), James Kottak (ντραμς) και του Johnny B. Frank στο μπάσο, σχηματίστηκαν οι καλύτεροι κλώνοι των LED ZEPPELIN. Το πρώτο τους άλμπουμ ήταν μια επιτυχημένη μαθητεία σε όσα έκαναν γνωστά οι Βρετανοί rockers, μανιακά και θορυβώδη ντραμς, κιθάρες που τα riff, ξεχειλίζουν και διαιωνίζονται, μέχρι να ματώσουν τα αυτιά του ακροατή, ενώ το μέγεθος τους φέρνει σε Αιγυπτιακές πυραμίδες και υψίφωνα φωνητικά. Η επιτυχία του πρώτου single, “Get It On,” οδήγησε τους KINGDOM COME σε μία νύχτα να γίνουν μέγα όνομα στην σκηνή, κύρια την Αμερικάνικη, που πάντα λάτρευε τον πομπώδη, rock ήχο των LED ZEPPELIN. Την στήριξή τους ως ανανεωτικό Hard rock βοήθησαν και τα “What Love Can Be” μια κλασική μπαλάντα, γεμάτη μεγάλες κιθάρες και αναστεναγμούς αλλά και το “Loving You”. Αν ο ήχος των LED ZEPPELIN στις πιο rock στιγμές του σας αρέσει, τότε αυτό το άλμπουμ, θα σας γίνει αναγκαίο. Αν όχι, ας σκεφτείτε ότι οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στην απομίμηση αυτού του ήχου, με καλύτερο παράδειγμα τους WHITESNAKE και επίσης γράφτηκε τραγούδι, για το ίδιο φαινόμενο, το “Led clones” από τον Gary Moore, με σαφείς αναφορές στους KINGDOM COME.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

ΚΙΝG’S X – “Out of the silent planet” (Megaforce)

Δεν υπάρχουν πολλά σχήματα που να μπορούν να συνδυάσουν με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο την pop λυρικότητα των BEATLES,την progressive νοοτροπία και παίξιμο των RUSH και την blues ψυχή του Jimi Hendrix και μάλιστα να καταφέρνουν όλα αυτά να τα περικλείουν σε τρίλεπτα κομμάτια με τον τρόπο που το κάνει αυτή εδώ η μπάντα πάνω από 25 χρόνια.

Το “Out of the silent planet” είναι το ντεμπούτο τους που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του ’88 και ουσιαστικά μας σύστησε το τρίο αυτό. Η υπογραφή τους στην Megaforce, μια αμιγώς metal εταιρία της εποχής εκείνης προκαλεί θαυμασμό τόσο για την διορατικότητα όσο και για το ρίσκο κάποιων ανθρώπων της εταιρίας.

Παραγωγός του δίσκου ήταν ο Sam Taylor, ήταν αυτός που τους παρότρυνε να ονομασθούν σε KING’ S X, εκτελούσε χρέη manager και γενικότερα είχε μια μεγάλη επιρροή στην μουσική κατεύθυνση της μπάντας.
Στο ντεμπούτο αυτό υπάρχουν εξαιρετικά κομμάτια σαν τα “King” και “Shot of love”(ύμνος) που και τα δυο κυκλοφόρησαν σαν singles χωρίς να καταφέρουν κάποιο εμπορικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά το “Shot of love” συγκαταλέγεται μέχρι σήμερα στα πιο αγαπημένα κομμάτια των οπαδών τους.

Επίσης κομμάτια σαν τα “Goldilox”, “Power of love”, “Visions” και “What is this?” είναι επίσης εξαιρετικά και φανερώνουν την μαγική χημεία των Doug Pinnick, Ty Tabor και Jerry Gaskill, που συνεχίσθηκε και τα επόμενα χρόνια με επίσης άριστα αποτελέσματα.

Οι KING’S X έχουν αποσπάσει διθυραμβικά σχόλια από πάμπολλους συνάδελφους τους όλα αυτά τα χρόνια και πολλοί από αυτούς έτρεξαν να συνεργασθούν μαζί τους στα διάφορα project τους όπως οι JELLY JAM, PLATYPUS, JUGHEAD.

H εμπορική και η καλλιτεχνική επιτυχία πολλές φορές ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους και η περίπτωση των KING’S X είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρόλα αυτά το “Out of the silent planet” παραμένει φρέσκο άκουσμα, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει από τότε.

Γιάννης Παπαευθυμίου

KISS – “Smashes, thrashes & hits” (Mercury)

Αυτή η συλλογή είναι η πιο πετυχημένη εμπορικά κυκλοφορία των KISS στην Αμερική από την εποχή του “Animalize” (1984) ενώ συνεχίζει και πουλάει ακόμη αρκετές κόπιες αποδεικνύοντας τον (μάλλον) ισορροπημένο και περιεκτικό χαρακτήρα αυτού του “best-of” πακέτου. Είναι έτσι, όμως, τα πράγματα; Ας δούμε λίγο τα θετικά: περιλαμβάνει δύο ολοκαίνουργιες συνθέσεις του Paul Stanley οι οποίες κινούνται κάπου ανάμεσα στο ύφος του “Crazy nights” και της εμπορικής πλευράς του “Asylum”. Επιπλέον, το remix του “Love gun” είναι εξαιρετικό με ιδιαίτερη έμφαση στα τύμπανα. Τέλος, κοιτάζοντας τελείως ψυχρά το tracklist πρόκειται για ένα ικανοποιητικό σύνολο τραγουδιών που δίνει μία καλή εικόνα του καταλόγου των KISS.

Στα αρνητικά: η ιεροσυλία να τραγουδήσει ο Eric Carr το “Beth”, ένα τραγούδι που πάντα θα ταυτίζεται με τον Peter Criss. Φυσικά, ήταν άλλη μία ύπουλη κίνηση των Stanley-Simmons προκειμένου να πλήξουν το ήδη ευάλωτο –εκείνη την εποχή- κύρος των Criss & Frehley. Επίσης, με εξαίρεση το “Love gun” όλες οι υπόλοιπες εκδόσεις των παλιών κομματιών είναι κατώτερες των original συνθέσεων. Τέλος, το εξώφυλλο είναι για πέταμα (κάτι που θα το έλεγα ξανά και ξανά για πολλά εξώφυλλα των KISS στη συνέχεια). Οπότε, αν θα έπρεπε να πάρετε μία και μόνο συλλογή των KISS θα πρότεινα είτε το “Double Platinum” (1978) ή το “The very best of KISS” (2002).

Σάκης Νίκας

KIX – “Blow my Fuse” (Atlantic)

Από το Maryland, οι KIX ηχογραφούν το 1988 το καλύτερο άλμπουμ τους. Δυνατό και με αμεσότητα, ξεκινά αρπάζοντας σε από τα μούτρα με κομμάτια σαν τα “Cold blood” ή την power ballad “Don’t close your eyes”. Καλή τσιρίδα ο τραγουδιστής Steve Whiteman, με sleaze στο ύφος της εποχής που για να είμαι ειλικρινής αντέχει και σήμερα. Το “Blow my Fuse” έφθασε έως το Νο 46 του αμερικάνικου chart (η ψηλότερη θέση δίσκου των KIX), ξεπερνώντας το 1.000.000 αντίτυπα. Πάντως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου είναι η μπαλάντα “Don’t close your eyes” που έφθασε έως το Νο 11 του chart των μικρών δίσκων! Αν είναι να αγοράσετε κάποιον δίσκο τους προτιμήστε αυτόν που (δυστυχώς) στην Ευρώπη πέρασε απαρατήρητος. Για την ιστορία οι KIX έχουν επανασυνδεθεί και εμφανίζονται σε A.O.R Festivals και clubs.

Αλέξανδρος Ριχάρδος

KROKUS – “Heart attack” (MCA)

Με το “Heart attack” την δέκατη στούντιο δουλειά τους οι Ελβετοί Hard rockers προσπάθησαν αν διασώσουν την συνεχώς μειούμενη αξιοπιστία τους. Από ένα σχήμα που ακολουθούσε τα χνάρια των AC/DC, σε μια εμπορική καρικατούρα, που την όριζαν οι εταιρίες και οι εμπορικές επιταγές σε άλμπουμ σαν τα “The blitz” και “Change of address”. Στο “Heart attack” έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να διασώσουν ότι μπορούσαν από την μουσική τους αξιοπιστία. Έχοντας αλλάξει εταιρία από την Arista στην MCA και με την επιστροφή του αρχικού κιθαρίστα τους Chris von Rohr, πολλοί φίλοι του σχήματος, αναθάρρησαν για μια επιστροφή στον πρώιμο ηλεκτρικό ήχο που τους έκανε αγαπητούς. Εν μέρει αυτό συνέβη. Σε τραγούδια σαν τα “Rock ‘n’ Roll Tonight”, “Wild Love”, “Let It Go” με τις μελωδικές δισολίες του αλλά και τα “Bad, Bad Girl” “Winning Man” (επανεκτέλεση από το άλμπουμ “Hardware”) βοήθησαν. Οι αναφορές σε άλλα σχήματα, πχ MSG στο”Bad, Bad Girl”, μόνο θετικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν, για την συνεχώς μειούμενη αναγνωρισιμότητά τους. Δυστυχώς το επερχόμενο Grunge σε συνδυασμό με τον κορεσμό στο σχήμα, θα τους οδηγούσε σε μια υποτονική δεκαετία, μέχρι την δυναμική επιστροφή τους με το “Rock the block” του 2003.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

L.A GUNS – “L.A Guns” (Vertigo)

Η δεκαετία του 1980 έχει μείνει στην ιστορία για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν ότι «γεννήθηκαν» σχεδόν όλα τα στυλ μουσικής που πια ακούμε σε όλα τα παρακλάδια του σκληρού ήχου. Ένα από αυτά, το glam hard rock, άνθησε στην Αμερική δημιουργώντας μια ολόκληρη σχολή που πραγματικά έβγαλε διαμάντια. Το 1988 μετά από πέντε χρόνια ύπαρξης και αλλαγές στο line up, ήταν η σειρά ενός ακόμα σχήματος να μπει στο πάνθεον όσων προσέφεραν πολλά στο εν λόγω ύφος. Οι L.A GUNS πήραν το όνομα τους το 1983 από τον κιθαρίστα και ιδρυτή Tracii Guns. Στο αρχικό σχήμα μάλιστα συναντάμε και τον Axl Rose πριν εκείνος αποχωρήσει για να δημιουργήσει τους RAPIDFIRE, μετά τους HOLYWOOD ROSE και τέλος να γίνει μέλος των GUNS ‘N’ ROSES. Οι L.A GUNS μουσικά δεν ξέφυγαν από το κλασικό «αλήτικο» και «βρώμικο» ηχητικό στυλ που είχαν παρουσιάσει όσοι εμφανίστηκαν δισκογραφικά τα προηγούμενα χρόνια. Με συνθέσεις που ακροβατούσαν μεταξύ του σκληρού hard rock και του metal, έβαλαν και εκείνοι άμεσα το όνομα τους στην μακριά λίστα αυτών που χαρακτήρισαν ένα είδος. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν ούτε στην εξωτερική εμφάνιση οπότε το μαλλί κομμωτηρίου, οι μπαντάνες και τα σκισμένα/ φθαρμένα ρούχα είχαν την τιμητική τους. Φυσικά όλοι κρίνονται από την μουσική τους και οι L.A GUNS ήταν λίρα 100. Η ομώνυμη δουλειά είχε όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το είδος χαρίζοντας στους οπαδούς έναν δίσκο που ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος τέλειος, χωρίς τραγούδι που να υστερεί κάνοντας τον ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο στην σκληρή μουσική. Δυστυχώς το album μάλλον «στοίχειωσε» το σχήμα αφού μετά δεν κατάφερε να κυκλοφορήσει κάτι τόσο αξιόλογο.

Θοδωρής Μηνιάτης

LIEGE LORD – “Master control” (Metal Blade)

Το δεύτερο δύσκολο άλμπουμ υποθέτω πως δεν πήγε τόσο καλά όσο θα ήθελαν οι LIEGE LORD… Το “Burn to my touch” αν και δυσκολεύομαι να πιστέψω ακόμα και σήμερα πως περιέχει μέτριο υλικό όπως ισχυρίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών τους, εντούτοις ήταν φανερό πως δεν ήταν προς την κατεύθυνση που θα έφερνε τους Αμερικανούς metallers μπροστά σε μαζική υστερία από τύπο και οπαδούς. Η αλλαγή τραγουδιστή θεωρήθηκε πως ήταν μία κίνηση που θα έφερνε “τούμπα” την κατάσταση και η πρόσληψη του Joseph Comeau στην θέση του Andy Michaud αποδείχθηκε όντως το κλειδί ώστε ν’ αντιστραφεί η στασιμότητα (ή η μη πρόοδος αν προτιμάτε) στις τάξεις της πεντάδας. Το “Master control” αν και πολύ διαφορετικό από τους προκατόχους του, λατρεύτηκε παράφορα όχι μόνο από το power metal κοινό αλλά και από τους επικάδες που έβλεπαν τις πρώιμες ημέρες του “Freedom’s rise” να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ήταν όμως αυτές οι μαγικές συνθέσεις που έδειχναν την μπάντα λυσσασμένη να πετύχει το στόχο της και απόλυτα αφοσιωμένη στο να καλύψει το χαμένο έδαφος. Ένας speed/power όλεθρος από την αρχή ως το τέλος, από την κορυφή ως τα νύχια, ένα ανελέητο μανιφέστο καφρίλας συνδυαζόμενη με ντόπες μελωδίας και λυρισμού που απογείωναν το συνολικό αποτέλεσμα. “Fear itself”, “Eye of the storm”, “Feel the blade”, “Broken wasteland” και η πώρωση φτάνει εύκολα στο maximum! Άφησα για το τέλος την κολασμένη εκδοχή του –ούτως ή άλλως- ύμνου των RAINBOW “kill the king” αλλά και το κομμάτι που χάρισε τον τίτλο στον δίσκο. “Master control” και οι αντιστάσεις πάνε περίπατο! Αν ψάχνετε δέκα δίσκους που να ορίζουν το US power metal, όπερ σημαίνει κιθαριστικά που λυσσομανούν ακατάπαυστα και αντρίκεια, αγέρωχα φωνητικά, το τρίτο πόνημα των LIEGE LORD δεν θα πρέπει να σας ξεφύγει!!! Μεγαλείο!

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

LILLIAN AXE – “Lillian axe” (MCA)

To 1988 ακολούθησε κατά πόδας την επιτυχημένη προηγούμενη χρονιά στο glam. Στις ΗΠΑ μια ολόκληρη γεννιά άκουγε, αγόραζε, χόρευε στους ρυθμούς των hair metal συγκροτημάτων. Οι δισκογραφικές που τα τελευταία χρόνια είχαν οργώσει τη χώρα για να βρουν τους μελλοντικούς αστέρες του ιδιώματος, παρέδιδαν εισηγήσεις συνεχώς. Έτσι όλες οι πολυεθνικές τέσταραν τους υποψήφιους και πετούσαν στην αγορά την μια κυκλοφορία πίσω από την άλλη.
Στην Νέα Ορλεάνη, δύσκολα ανακάλυπτες glam μπάντες, αλλά οι LILLIAN AXE στηρίχθηκαν στις καλές τους συνθέσεις και το όνομα που έχτιζαν στην τοπική σκηνή. Η καταγωγή τους ήταν πιο βόρεια, αλλά εκεί έθεσαν τις βάσεις τους. Το ύφος τους, άκρως μελωδικό, ήταν στηριγμένο στις κιθάρες του Steve Blaze, αφού αυτός ήταν ο κινητήριος μοχλός, κύριος συνθέτης και στιχουργός.

Άκρως καθοριστική ήταν η γνωριμία τους με τον Robbin Crosby κιθαρίστα των RATT, που εκείνη την εποχή απολάμβανε την επιτυχία όσο λίγοι. Του άρεσε η μουσική του Blaze και η δυναμική των LILLIAN AXE και προσφέρθηκε να τους προωθήσει για να υπογράψουνε τελικά με την MCA και τον ίδιο να αναλαμβάνει την παραγωγή. Αν και έσωσε από την αφάνεια την μπάντα, η παραγωγή δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά το άλμπουμ ήταν αξιόλογο.

Από το εναρκτήριο “Dream of a lifetime”, η κατεύθυνσή τους γίνεται φανερή. Προσεγμένα ριφ, έμφαση στο ρεφραίν, κιθάρες ψιλά, μπάσο θαμμένο και τον Ron Taylor να τραγουδά ερωτικούς στίχους. Το συγκεκριμένο έγινε και βίντεο κλιπ, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε την αντιμετώπιση που περίμεναν από τα μουσικά κανάλια και η επιτυχία ξεγλίστρησε.

Μουσικά παρουσίαζαν ομοιότητες με όλες τις γνωστές μπάντες της εποχής Κάτι από WINGER, RATT, FIREHOUSE, AEROSMITH, LA GUNS αλλά με περισσότερο γεμάτο ήχο στις κιθάρες. Κομμάτια όπως το “Dream of a lifetime”, το “Picture perfect” και το “Misery loves company” είναι εύθυμα, ερωτικά και φιλικά προς το ραδιόφωνο. Υπάρχουν τα εξίσου καλά “Hard luck”, πιο mid-tempo, αλλά και το μπαλαντοειδές “Nobody knows”. Πιο καθαρή εξαίρεση αποτελεί το “Waiting in the dark” που είναι πιο τεχνικό, σκοτεινό και βαρύ, θυμίζοντας TESLA και EXTREME στα σκληρά τους.

Παρά τα σωστά πατήματα, οι LILLIAN AXE δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία με το ντεμπούτο τους (ούτε και αργότερα), αλλά έζησαν το όνειρο για μερικά χρόνια. Το ομώνυμο άλμπουμ τους, είναι γεμάτο καλές συνθέσεις, δοκιμασμένες σε club μπροστά σε μικρό κοινό, που μέχρι τις μέρες μες στέκονται περήφανα.

Γιώργος Κουκουλάκης

LITA FORD – “Lita” (RCA)

Το καλύτερο άλμπουμ της! Έχοντας αφήσει πίσω το ένδοξο παρελθόν της σαν RUNAWAYS, και έχοντας 2 μάλλον μέτρια προσωπικά άλμπουμ (“Out for Blood” και “Dancin’ on the edge”), το “Lita” (U.S.A. No 29) παρουσιάζει την καλύτερη Lita Ford, σε συνεργασία με τον «μάγο» παραγωγό Mike Chapman. Δεν είναι, τα κλασικά πλέον, “Back to the cave”, “Kiss me deadly” και φυσικά το mega hit “Close my eyes forever”, δεν είναι το “Can’t catch me” (συν-συνθέτης ο Lemmy) ούτε το “Falling In and Out of love” (συν-συνθέτης ο o Nikki Sixx), είναι το γενικό ύφος όλου του άλμπουμ που το τοποθετεί στην κορυφή! Στην Αμερική το άλμπουμ, ξεπέρασε το. 1.100.000 αντίτυπα σε πωλήσεις και σ’ αυτό βοήθησε η giga ballad, “Close my eyes forever”, σύνθεση της Lita Ford και του Ozzy Osbourne. Κι επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, εκείνη την εποχή, το management της είχε αναλάβει η Κα Sharon Osbourne. Προσέξτε, ότι πουθενά στα credits (οπισθόφυλλου, εσώφυλλου) δεν αναφέρεται τ’ όνομα του Ozzy σαν ερμηνευτή, παρά μόνο σαν συν-συνθέτη. Βέβαια, αυτό δεν το εμπόδισε να γίνει μεγάλη επιτυχία και να συμπαρασύρει το δίσκο.

Αλέξανδρος Ριχάρδος

LIVING COLOUR – “Vivid” (Epic)

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πρόκειται για το δίσκο που ξεκίνησε την τότε αποκαλούμενη φάση του crossover (sic). Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι ο δίσκος αυτός ήταν εν μέρει η καταδίκη των LIVING COLOUR, αφού εξαιτίας του “Vivid” μπήκαν άτυπα στον άτυπο κατάλογο των one hit wonders. Από όποιο πρίσμα όμως και να το δούμε όμως, δε μειώνεται σε καμία περίπτωση η μουσική του αξία.

Η διαφορετικότητα της μπάντας του Vernon Reid δεν περιοριζόταν μόνο στο χρώμα του δέρματος, αλλά και στη μεγάλη γκάμα των ήχων. Από το metal στο funk κι από εκεί στο fusion και στο indie (χαρακτηριστικότατο παράδειγμα το “Funny vibe”), συνοδευμένα από έντονα πολιτικοποιημένο στίχο, ήταν αρκετά για να τους χαρακτηρίσουν ως τους άμεσους ανταγωνιστές των FAITH NO MORE στα μέσα των 80’s. Φρόντισαν βέβαια και οι ίδιοι οι LIVING COLOUR να χρίσουν σταδιακά τη φήμη τους, δίνοντας επί 2 χρόνια συνέχεια συναυλίες. Μέχρι που τράβηξαν την προσοχή όχι μόνο της πολυεθνικής Epic, αλλά και του ίδιου του Mick Jagger, ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή του “Vivid” παρέα με τον μόνιμο παραγωγό των THE RAMONES και TALKING HEADS, Ed Stasium.

Σε ότι αφορά το album καθεαυτό, έφτανε μόνο το συνεχές airplay του “Cult of personality” από το MTV για να το κάνει διπλά πλατινένιο. Εδώ όμως υπάρχουν κι άλλα αξιόλογα τραγούδια που φανερώνουν το εύρος του χαρακτήρα των LIVING Colour, όπως τα singles “Open letter (to a landlord)”, “Glamour boys”, το υποτιμημένο “I want to know” ή ακόμα και η διασκευή στο “Memories can’t wait” των διαχρονικά ανισσόροπων TALKING HEADS. Η ροή του δίσκου είναι τέτοια που ακόμα και οι συμμετοχές των Jagger και PUBLIC ENEMY περνά σε δεύτερη μοίρα.

Τέλος, να αναφέρουμε ότι ο πιο σημαντικός λόγος που συνέβαλλε στην έντονη επαναδραστηριοποίησή τους τα τελευταία χρόνια (η νέα τους δουλειά οσονούπω κυκλοφορεί) είναι η χρήση του “Cult of personality” ως entrance theme του διάσημου πρώην wrestler και νυν MMAer CM Punk. Ήταν τόσο έντονη η δημοφιλία που προκλήθηκε, ώστε όχι μόνο να κυκλοφορήσει ξανά σα single το 2012, αλλά και η επανακυκλοφορία του “Vivid” την ίδια χρονιά να ζήσει δεύτερη νιότη σε πωλήσεις. Γι’ αυτό, ως ελάχιστη ανταπόδοση, οι LIVING COLOUR το ερμήνευσαν ζωντανά, λίγους μήνες μετά, κατά την είσοδο του CM Punk στη Wrestlemania 29, πριν τον αγώνα του ενάντια στον Undertaker.

Γιώργος Κόης

LIVING DEATH – “Worlds neuroses” (Aaarrg Records)

Είναι πολλές οι φορές που ακούω κάποιον δίσκο τον οποίο γούσταρα πολύ πίσω στα 80’s όταν ήμουν πιτσιρικάς και ψάχνω να βρω τι στο καλό μου άρεσε τότε. Λάτρης του Γερμανικού thrash, μάζευα ότι σαβούρα κυκλοφορούσε κι έχοντας διαβάσει καλές κριτικές για τον εν λόγω δίσκο, τον αγόρασα. Κλασική περίπτωση Γερμανικού speed/thrash metal, με αλλόκοτα φωνητικά, τα οποία σε σημεία ψιλοhardcoreίζουν (που πας ρε φίλε με το παρατσούκλι “Toto”; Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;) και συνθέσεις που στο συγκεκριμένο άλμπουμ παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία, αφού υπάρχουν και τα “Down” και “On the 17th floor”, που είναι ποιο «σκοτεινά» και ρίχνουν τους ρυθμούς.

Το συνολικό αποτέλεσμα όμως είναι πενιχρό. Χιούμορ πολύ χαμηλότερου επιπέδου από τους TANKARD, «αστειότητες» τύπου “Bastard at the bus stop”, gang vocals στο “Schizophrenia” που είναι από τις καλύτερες –πάντως- στιγμές του δίσκου, με το “The testament of mr. George” να ξεχωρίζει άνετα. Το τραγούδι τους “Sacred chao”, έμελλε να είναι και «διχαστικό», αφού κάποια μέλη τους αποχώρησαν κι έφτιαξαν αργότερα το ομώνυμο γκρουπ. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί (αν και το έχω ξαναγράψει), είναι ο ντράμερ τους, Atomic Steif, έπαιξε αργότερα στους SODOM και είχε ελληνικές ρίζες. Ερχόταν για κάποιον καιρό μάλιστα σε συγγενείς του στην Καλλιθέα και είχε και Έλληνα τραγουδιστή στο σχήμα του, τους STAHLTRAGER.

Σάκης Φράγκος

MANILLA ROAD – “Out Of The Abyss” (Leviathan Records)

Οι MANILLA ROAD κυκλοφόρησαν το 1988 τον έβδομο δίσκο τους “Out Of The Abyss” από την Leviathan Records. Ένας δίσκος που ήταν μία φυσική εξέλιξη στον ήχο που είχαν οι προκάτοχοί του, “Mystification (1987)” και “Deluge (1986)” αλλά βέβαια μακριά από τον χαρακτηριστικό ήχο που είχαν οι πρώτοι δίσκοι τους. Ο δίσκος αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με ασφάλεια ως επικό thrash/speed με τα επικά στοιχεία να υπολείπονται χαρακτηριστικά σε σχέση με προηγούμενες κυκλοφορίες τους αλλά να βρίσκονται όμως εκεί.

Ο δίσκος αυτός είναι σαφώς ένας από τους καλύτερους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει καθώς η τεράστια μουσική persona που ακούει στο όνομα Mark “The Shark” Shelton (φωνητικά/κιθάρες), Scott Park (μπάσο) και Richard Foxe (τύμπανα) έχοντας κυκλοφορήσει έως τότε δίσκους διαμάντια στον χώρο του metal όπως τα έπη “Crystal Logic”, “Mystification”, “Open the Gates”, και “Deluge”, «έσπρωξαν» και άλλο τα μουσικά τους όρια κυκλοφορώντας έναν εξαιρετικό δίσκο εμφανώς πιο ακραίο και με μουσικό προσανατολισμό σε πιο thrash φόρμες και παραμένει μέχρι σήμερα ότι πιο ακραίο μουσικά και σκοτεινό ταυτόχρονα σε ατμόσφαιρα έχουν κυκλοφορήσει.

Μουσικά αυτός ο δίσκος έχει πάρα πολλά βίαια, γρήγορα και κοφτερά riffs που εναλλάσσονται σε σημεία με πιο heavy riffs και δημιουργούν την κλασική επική ατμόσφαιρα των MANILLA ROAD. Το μπάσο σε αρκετά σημεία είναι μπροστά με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα διαστροφική και σε συνδυασμό με τα ήδη ιδιαίτερα απόκοσμα φωνητικά του Mark όπου σε κάποια σημεία απαγγέλει ή διηγείται ιστορίες ή τραγουδάει αλά King Diamond βγάζοντας κραυγές (“Rites Of Blood”), το αποτέλεσμα που δημιουργείται είναι εξαιρετικό. Τα τραγούδια του δίσκου που ξεφεύγουν από τις thrash φόρμες είναι τα “War in Heaven”, “Helicon” και “Return of the Old Ones” που είναι επικά με εντονότερο το heavy στοιχείο που έχει η μουσική τους και στους πρώτους δίσκους τους. Στιχουργικά ο Mark “The Shark” Shelton, από τις ιστορίες για στοιχειωμένα σπίτια και τις Edgar Alan Poe αναζητήσεις που είχε σε προηγούμενο δίσκο πέρασε σε ιστορίες για serial killers όπως το εξαιρετικό “Whitechapel” που διηγείται την ιστορία του Jack the Ripper σε πρώτο πρόσωπο,  μοιράζοντας τις σκέψεις του μαζί μας αλλά και ιστορίες επηρεασμένες από τον Lovecraft όπως το κορυφαίο του δίσκου “Return of the Old Ones”, που διηγείται επίσης σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία κάποιου που αναμένει τον ερχομό του Cthulhu.

O “Out Of The Abyss” είναι ένας δίσκος όπου σίγουρα δεν θα τον πρότεινα σε κάποιον για να ξεκινήσει το ταξίδι αναζήτησης της μουσικής των MANILLA ROAD καθώς δεν ξανάβγαλαν κάτι αντίστοιχο αλλά σίγουρα τον θεωρώ ένα από τα κορυφαία δείγματα επικού thrash/speed των 80’s. Αναλογιζόμενος το γεγονός ότι μία μελωδική απόκοσμη επική heavy metal μπάντα πρωτοπόροι σε αυτό που έπαιζαν έως τότε έκαναν ένα βήμα έξω από τα νερά τους και βγάλαν ένα δίσκο εξαιρετικό, σίγουρα μένουμε με την απορία τι άλλο θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει στον πιο ακραίο ήχο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι MANILLA ROAD δεν έχουν βγάλει ούτε έναν κακό δίσκο. Είναι από τις μπάντες που έχουν βγάλει «διαμάντια» ή απλά καλούς δίσκους και ο “Out of the Abyss” είναι ένας πολύ καλός δίσκος και αναλογικά με το τι έχουν κυκλοφορήσει όλα αυτά τα χρόνια και την συνεισφορά τους στο metal δικαίως θεωρούνται από τις πιο «αδικημένες» μπάντες.

Θάνος Κολοκυθάς

 

MANOWAR – “Kings of metal” (Atlantic)

Στις 18 Νοεμβρίου μιας ιστορικής χρονιάς για το heavy metal, οι MANOWAR κυκλοφόρησαν το απόλυτο soundtrack κάθε μεταλλά. Οι Αμερικάνοι σταδιακά συνέλλεγαν εμπειρίες, μεγάλωναν την οπαδική τους βάση, εδραιωνόταν παγκοσμίως, κυρίως με τους επικούς, αιμοτοβαμμένους στίχους, περιγράφοντας μάχες, σκοτωμούς και εκστρατείες, αλλά και με την βοήθεια της πολυεθνικής τους δισκογραφικής, που εν μέρη παραγυάλισε τον ήχο τους στο προηγούμενο “Fighting the world”. Εξ αρχής, η εικόνα της έπαρσης και αλαζονείας που εξέφραζε την μπάντα άρεσε σε μεγάλο μέρος του κόσμου, αλλά είχε και αρκετούς επικριτές, οι οποίοι εύκολα στηρίζονταν σε κάποιες αδύναμες συνθετικές τους στιγμές. Με την κυκλοφορία του “Kings of metal”, οι αυτοαποκαλούμενοι Βασιλιάδες του metal, τουλάχιστον είχαν σοβαρά πολεμοφόδια για να κάνουν τους μεν υπερήφανους και τους δε… να το βουλώσουν.

Είναι σίγουρα πιο εμπνευσμένη κυκλοφορία από το “Fighting the world”, με ύμνους που υπογράφουν συμβόλαια αιωνιότητας, όπως το ομώνυμο τραγούδι ή το τεράστιο “Blood of the kings” με μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Eric Adams. Με γρήγορες συνθέσεις που χτύπησαν σαν χαστούκι την πρότερη, εμπορική και μαλακή πλευρά τους, τα “Wheels of fire” και “Hail and kill” καθόρισαν τις μελλοντικές τους συνθέσεις και ποτέ δεν τις ξεπέρασαν. Το επικό “The warriors prayer” εκτός από μια ατμοσφαιρική εισαγωγή, προσδίδει ιδιαίτερη ομορφιά στο άλμπουμ, ντυμένο με πολεμικά εφέ και συνεχίζοντας την δόξα του “Defender”. To “Heart of steel” έχει στίχους που σου καρφώνονται στο μυαλό και λυρισμό που ξεπερνά τα όρια του μεταλλικού κοινού. Δεν είναι τυχαίο που το κυκλοφόρησαν και στα Γερμανικά για την πιο μεγάλη τους αγορά.

Γενικά ο δίσκος στρογγυλοκάθισε υψηλότερα από κάθε προηγούμενη δουλειά τους και βέβαια, έμελλε να μην ξεπεραστεί ποτέ από τους ίδιους. Ο Joey DeMaio, κατάφερε να συνδυάσει τα δερμάτινα, τις μηχανές, τις πολεμικές ιαχές με απλές αλλά ποιοτικές και πετυχημένες συνθέσεις για έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας του. Φρόντισε βέβαια να προβάλλει και την μισαλλοδοξία του διασκευάζοντας το “Sting of the bumblebee” με το μπάσο του, αλλά αυτό λίγο μας αποπροσανατολίζει. Όπως και στη χώρα μας, το “Kings of metal” έτυχε τεράστιας αποδοχής παγκοσμίως και το καλοπαιγμένο, ευθύ και ΑΛΗΘΙΝΟ (γέλια-δεν άντεξα) heavy metal, είναι από τους πιο κλασικούς δίσκους της χρονιάς. Σημείο αναφοράς για τους Νεοϋορκέζους, αλλά και για τις απανταχού heavy metal μπάντες.

Γιώργος Κουκουλάκης

MASTERS OF REALITY – “Masters of reality” (Def Jam)

Σπάνια ένα σχήμα έχει επηρεάσει τόσους μουσικούς, έχει κάνει τέτοιο όνομα ανάμεσα στους συναδέλφους μουσικούς κι έχει μείνει τόσο κρυφό μυστικό από την πλειοψηφία του κόσμου. Οι ΜΟΑ είναι το σχήμα του χαρισματικού συνθέτη , κιθαρίστα και παραγωγού Chris Goss. Ένα σχήμα που του οφείλουν τόσα οι σημερινοί φίλοι του stoner και retro ροκ όσα ίσως και περισσότερα από όσα στους KYUSS και SPIRITUAL BEGGARS. Με έναν ήχο βαθιά βουτηγμένο στα τέλη των 60’s και τις αρχές των 70’s, μια λατρεία για τα supergroup και power trio της εποχής, την παραμόρφωση αλλά και την λανθάνουσα μελωδία, οι ΜΟΑ έδωσαν ένα κλασικό άλμπουμ που χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να αναγνωριστεί από το κοινό. Με επιρροές από CREAM, ZEPPELIN, SABBATH, DOORS αλλά και ZZ TOP, AERSOMITH, AMBOY DUKES και όλη την blues σκηνή του Δέλτα και του Σικάγο το αποτέλεσμα είναι απλά συγκλονιστικό. Tα bluesy “Eyes of Texas” και “Gettin high”, το ψυχεδελικό “Domino”, το σκληροπυρηνικό “Candy”, όλα τα είδη του κιθαριστικού ροκ, είναι μαζεμένα σε αυτό το άλμπουμ. Οι CANNED HEAT, συναντάνε τους CREAM και τζαμάρουν στις ιδέες των SABBATH.

Ποικιλία, υποχθόνιες μελωδίες, ντραμς που γυροφέρνουν την τελειότητα, του νότιου ροκ συνυφασμένου με την δυναμική των εργατουπόλεων της Μ. Βρετανίας. Τί θα θέλατε να περιέχει ένα άλμπουμ μοντέρνου ροκ και δεν το έβαλε στο πρώτο αυτό άλμπουμ ο Goss; Από BEATLE-ικές μελωδίες στο “Kill the king” που εναλλάσσονται με riff-σιδηροδρόμους, το “Masters of reality” είναι ένα κλασικό άλμπουμ, γιατί αποτελεί την επιτομή της ψυχεδελικής μεταλλικής σκηνής,  μέσα από τα μάτια ενός μουσικού, που έμβλημα του είναι η μουσική για την μουσική και όχι η εικόνα για την εικόνα. Η παραγωγή του Rick Rubin, βοηθά στην καλύτερη αποτύπωση, της μουσικής ιδιοφυΐας των ΜΟΑ, σε ένα άλμπουμ, πολυποίκιλο, σαν περσικό χαλί, χειροποίητο. Απλά συγκλονιστικό, δημιουργεί ένα προηγούμενο που οι ίδιοι κατάφεραν να φτάσουν μόνο μια ακόμα φορά στην μικρή αλλά ποιοτική δισκογραφία τους.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

MEANSTREAK – “Roadkill” (Mercenary Records)

Μπορεί να μην το ξέρετε, αλλά θα σας πω μία ιστορία για το πως οι DREAM THEATER έπληξαν άθελα τους το thrash. Και μέσα σε αυτή, θα υποδείξω ένα χαμένο διαμαντάκι που αν το γνωρίσεις, είναι αναπόφευκτο να το λατρέψεις.
Η ιστορία μας ξεκινάει κάπου το 1985 στα στενά της Νέας Υόρκης. Εκεί που ως γνωστόν το metal είναι χώρος ανδροκρατούμενος αλλά ο φεμινισμός αρχίζει να απλώνει τα πλοκάμια του κι εκεί και ορισμένες κορασίδες ανά τον κόσμο λένε “τι τα θέλουμε τα αγοράκια στη μπάντα να τσακωνόμαστε όλη την ώρα”, “We can do it” και λοιπά τέτοια. Κάπως έτσι το πήγαν και οι φίλες MEANSTREAK από δω, καθώς οι κυρίες Rena Sands και Marlene Appuzo αποφάσισαν να δημιουργήσουν το σχήμα των MEANSTREAK, προσθέτοντας στις τάξεις τους και τις δεσποινίδες  Bettina France, Martens Pace και Diane Kayser.

Χωρίς πολλά πολλά, οι κοπέλες κάθισαν και έγραψαν μουσική που εξέπληξε την πλειονότητα του ενδιαφέροντος της εποχής. Αποκορύφωμα αυτή της προσπάθειας αποτελεί το album “Roadkill” του 1985 που κυκλοφόρησαν με τη Mercenary Records. Η εταιρία μάλιστα τις προσέγγισε αρχικά με την πρόταση να συμμετάσχουν στη συλλογή “L’amour Rocks” με το κομμάτι “Lost stranger”, κάτι που προετοίμασε το έδαφος για την κυκλοφορία του “Roadkill”.

Το “Roadkill” λοιπόν, είναι ένας δίσκος κυριολεκτικός. Από το εξώφυλλο με έναν άνθρωπο να εξαφανίζεται κάτω από μια Death-proofική Chevy, μέχρι και την ισοπεδωτική μουσική που περιλαμβάνει, δε πρόκειται να αφήσει σε ησυχία το στερεοφωνικό σου από το πρώτο λεπτό. Με μία εξαιρετική μίξη thrash / heavy στοιχείων, οι MEANSTREAK γράφουν 8 κομμάτια σίφουνες χωρίς ούτε ένα resting minute. To ομόνυμο “Roadkill” ξεκινάει την ιστορία χωρίς να λυπάται κανέναν, και σε λιγότερα από 3 λεπτά έχει κάνει κατανοητό ότι στα χέρια σου έχει πέσει κάτι εξαιρετικά καλό στο είδος του. Επιβεβαίωση γι’ αυτό προσφέρουν χωρίς καμία δυσκολία τα ακόλουθα “Searching forever”, “Snake pit” και “Nostradamus”, ξεκαθαρίζοντας ότι είναι ένας δίσκος σε καμία περίπτωση “γυναικωτός”, αλλά δυναμικός, με εξαιρετικά riffs και την πεντακάθαρη χροιά της France να φτάνουν αυτή τη δουλειά στο απόγειό της. Κάπου εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι ύπουλα τα “χιτάκι” του δίσκου “It seems to me” και “Lost stranger” πραγματικά κομμάτια που δε χορταίνεις να ακούς τόσο εξ αιτίας της καλογραμμένης μουσικής όσο και αυτού του “catchy” χαρακτήρα που ελάχιστα κομμάτια καταφέρνουν τόσο καλά να αποτυπώσουν. Και ολοκληρώνοντας αυτό το κρυμμένο έπος της σκηνής, τα “The warning” και “The congregation”, συμπληρώνουν μια μαγική οκτάδα που απέκτησε την προσοχή πολλών.

Ανάμεσα σε αυτούς τους πολλούς, οι MEANSTREAK έφτασαν σε σημείο να μοιραστούν τη σκηνή με πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι MOTORHEAD, MANOWAR, NUCEAR ASSAULT, ANTHRAX & OVERKILL. Και θα μου πείτε καλά. Σε όλα αυτά οι DREAM THEATER που κολλάνε; Κάπου η διαφωνία με τη Mercenary, κάπου η αποχώρηση της Pace, κάπου η προσπάθεια να γράψουν νέο υλικό που δυστυχώς οδήγησε μόνο στη δημιουργία ακόμη δύο demo, κάπου ο έρωτας που τις βρήκε με τα μέλη των DREAM THEATER, οι MEANSTREAK αποφάσισαν να το διαλύσουν και να αφήσουν το “Roadkill” στην ιστορία. Το χαρμόσυνο της υπόθεσης είναι ότι οι κυρίες Sands, Appuzo και Pace διατήρησαν δυνατούς γάμους με τους κυρίους Petrucci, Portnoy και Myung αντίστοιχα. Εν κατακλείδι, οι MEANSTREAK με την παρουσία τους στο χώρο κατάφεραν το ακατόρθωτο, να εντυπωσιάσουν ταυτόχρονα τον πιο σκληροπηρυνικό οπαδό του θρας, αλλά και τους ίδιους τους θεμελιωτές του progressive metal.

Ειρήνη Τάτση

MEGADETH – “So far, so good…so what!” (Capitol)

Το “So far, so good…so what!” συγκαταλέγεται από πολλούς metalheads στα αγαπημένα άλμπουμ τους και μάλιστα οι ίδιοι οι die hard οπαδοί των MEGADETH, θεωρούν ότι συμπληρώνει επάξια την τριάδα “Peace sells…” και “Rust in peace”. Θα μου επιτρέψετε να έχω μία τελείως διαφορετική άποψη. Από την ημέρα που το αγόρασα –οι παλιότεροι θα θυμούνται το σεμιναριακό promotion της Capitol που είχε «βομβαρδίσει» τα περιοδικά με καταχωρήσεις επενδύοντας στην προηγούμενη εμπορική επιτυχία του “Peace sells…”- μέχρι και σήμερα ποτέ δεν μου έχει «μιλήσει» όπως όλα τα άλμπουμ των MEGADETH της περιόδου 1986-1997. Τολμώ να πω, μάλιστα, ότι πρόκειται για την κατώτερη δουλειά του συγκροτήματος από αυτές που σήμερα θεωρούνται κλασικές στη δισκογραφία τους (και όχι μόνο).

Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Mustaine, δίνεται μία πρώτη εξήγηση για την έλλειψη έμπνευσης όσον αφορά το εν λόγω πόνημα, καθώς ο ηγέτης των MEGADETH ήταν χωμένος για τα καλά εκείνη την περίοδο στην ηρωίνη. Επιπλέον, η πρόσφατη αλλαγή στο line-up με τις προσθήκες των Behler & Young δεν βοήθησε αφού ήταν ολοφάνερο ότι οι Samuelson & Poland ήταν κλάσεις ανώτεροι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ξερή παραγωγή του δίσκου δεν βοήθησε καθόλου το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν κάποιες κλασικές στιγμές. Για παράδειγμα, τα “Set the world afire” και “In my darkest hour” είναι εξαιρετικά ενώ και το εναρκτήριο “Into the lungs of hell” δεν αφήνει περιθώρια ότι ακούς ένα άλμπουμ των MEGADETH… αλλά ως εκεί.

Το “So far…” ήταν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μία μέτρια προσπάθεια από τους MEGADETH που είχε την τύχη να μείνει κλασική λόγω… κεκτημένης ταχύτητας από το “Peace sells…”. Ευτυχώς, τα πράγματα θα επανέρχονταν στην πρότερη τάξη, δύο χρόνια μετά, με το ανυπέρβλητο “Rust in peace”.

Σάκης Νίκας

MEKONG DELTA– “The music of Erich Zann” (Aaarrgh Records)

Έχοντας διατηρήσει την ανωνυμία τους κι ένα πέπλο μυστηρίου να εξακολουθεί να καλύπτει το συγκρότημα, μιας και δεν είχαν πραγματοποιήσει καθόλου συναυλίες μέχρι τότε, ο ιθύνων νους και μπασίστας των MEKONG DELTA, Ralph Hubert, βάζει μπρος τις διαδικασίες για τη σύνθεση και την ηχογράφηση του διαδόχου του ομώνυμου ντεμπούτο τους. Διατηρώντας σταθερό το line-up και συνεπαρμένος από τα διηγήματα του συγγραφέα της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου, H.P. Lovecraft, τον οποίο και θεωρούσε ανώτερο του Edgar Allan Poe, αποφασίζει να βασίσει στιχουργικά το νέο του πόνημα πάνω στο διήγημα, “The music of Erich Zann” του 1922.

Με τη πολύτιμη βοήθεια του Peter “Peavy” Wagner των RAGE, ο οποίος ήταν μέλος του αρχικού line-up των MEKONG DELTA, οι στίχοι ολοκληρώνονται με αρκετές παραπομπές από την ιστορία του ηλικιωμένου Erich Zann και τη βιόλα του στον σύγχρονο κόσμο και εν συνεχεία το άλμπουμ παίρνει αυτούσιο τον τίτλο “The music of Erich Zann”. Με το thrash metal στοιχείο να παραμένει ο κύριος πυρήνας του ήχου τους, εξελίσσοντας κατά πολύ τον ήχο του “Mekong Delta” κι έχοντας μέλη των LIVING DEATH στη σύνθεσή τους όπως και τον Jörg Michael (STRATOVARIUS, RUNNING WILD) στα τύμπανα και με έντονες επιρροές από τους MEGADETH των δύο πρώτων δίσκων, οι MEKONG DELTA την ίδια στιγμή αρχίζουν να ξεχωρίζουν μουσικά από τις υπόλοιπες thrash metal μπάντες της Γερμανίας και δυστυχώς για τους ίδιους όχι εμπορικά αλλά ένας πυρήνας οπαδών που έδειχνε να αρέσκεται στους αλλόκοτους ήχους συγκροτημάτων όπως οι CORONER, WATCHTOWER και ANACRUSIS και στον γενικότερο progressive thrash metal ήχο, άρχιζε να δημιουργείται. Ο Ralph Hubert ήταν ένας τύπος που στις συνεντεύξεις του αναφερόταν σε Ρώσους συνθέτες όπως οι Sergei Prokofiev και Dmitri Shostakovich, τους Άγγλους Βenjamin Britten και William Walton, διασκεύαζε Modest Mussorgsky και απολάμβανε rock μουσική της περιόδου 1970-1985 και συγκροτήματα όπως οι YES, GENESIS και E.L.P. Αυτή του η εμμονή με την κλασική μουσική δεν θα μπορούσε να μην κάνει αισθητή την παρουσία της μέσω των συνθέσεων του “Music of Erich Zann” και ιδιαίτερα στο instrumental “Interludium (Begging for mercy)”, όπου ακούμε αναφορές στο μουσικό θέμα του Bernard Herrmann για το “Psycho”, το γνωστό ψυχολογικό θρίλερ του Alfred Hitchcock αν και στις μετέπειτα κυκλοφορίες αυτή του η πλευρά θα εξελιχθεί αρκετά περισσότερο.

Οι πωλήσεις του άλμπουμ δεν ξεπέρασαν τις 15.000 και σύμφωνα με τον ίδιο τον Ralph Hubert σε ένα studio report για το “Music of Erich Zann”, ένας δημοσιογράφος του είχε εξομολογηθεί ότι αυτό που άκουγε δεν ήταν κατανοητό, με τον ίδιο να του απαντά γελώντας ότι είχε δίκιο και ότι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 2000, κάτι που όντως φάνηκε να συμβαίνει μιας και οι πωλήσεις του δίσκου και η δημοτικότητα των MEKONG DELTA είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Όπως και να έχει η κατάσταση, η πραγματικότητα έχει ως εξής: Οι MEKONG DELTA με το “The music of Erich Zann” έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στο να αντιληφθούμε τη metal μουσική από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Ίσως όχι όσο φινετσάτα θα επιθυμούσε ο Ralph Hubert μιας και ηχούσαν αρκετά πιο στριφνοί απ΄ ότι οι περισσότεροι ομόηχοι τους αλλά τριάντα χρόνια μετά τη δημιουργία τους συνεχίζουν να μνημονεύονται από όλους τους λάτρεις του ευρύτερου προοδευτικού thrash metal ήχου και αυτή τους τη διάκριση δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς.

Κώστας Αλατάς

METALLICA – “…And justice for all” (Elektra)

Ας τα πάρουμε λιγάκι από την αρχή… Ο Cliff Burton χάνει τη ζωή του στο τραγικό δυστύχημα τον Σεπτέμβριο του 1986 με τον Jason Newsted από τους FLOTSAM AND JETSAM να αναπληρώνει την κενή θέση και η περιοδεία για την προώθηση του “Master of puppets” συνεχίζεται κανονικά και ολοκληρώνεται στις 13 Φεβρουαρίου στη Σουηδία. Το καλοκαίρι του 1987 δουλεύουν πάνω στο “The $5.98 E.P.: Garage days re-revisited”, με διασκευές τους σε αγαπημένα τραγούδια από DIAMOND HEAD, HOLOCAUST, KILLING JOKE, MISFITS και BUDGIE και εμφανίζονται για δεύτερη φορά στο Monsters Of Rock του Donington της Αγγλίας ενώ κυκλοφορεί και η “Cliff ’em all” VHS τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, η οποία κερδίζει βραβείο στα Billboard Music Awards, στην κατηγορία Top Music Videocassette. Οι METALLICA ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό την άνοιξη του ΄87 με το που γύρισαν από την περιοδεία αλλά αναγκάστηκαν να διακόψουν την όποια προετοιμασία λόγω ενός ατυχήματος του James Hetfield ο οποίος στις 26 Μαρτίου σπάει για δεύτερη φορά το χέρι του κάνοντας skateboard σε μια άδεια πισίνα με αποτέλεσμα να ακυρωθεί και η προγραμματισμένη τους εμφάνιση στην τηλεοπτική εκπομπή Saturday Night Live και το management να του απαγορεύει οριστικά να ξανανεβεί σε πατίνι.

Τον Οκτώβριο οι James Hetfield και Lars Ulrich ξεκινούν το ξεσκαρτάρισμα από τις κασέτες με ιδέες και riff που είχαν συγκεντρώσει τα τελευταία δύο χρόνια και ξοδεύουν όλο το φθινόπωρο του ΄87 σε ένα διαμορφωμένο garage, στο σπίτι που είχε νοικιάσει ο Lars Ulrich στην περιοχή του El Cerrito και πρόκειται για τον ίδιο χώρο που βλέπουμε στις φωτογραφίες του “The $5.98 E.P.: Garage days re-revisited”. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το garage/προβάδικο ήταν στη Carlson Boulevard, στον ίδιο δρόμο που βρισκόταν το θρυλικό Metallimansion και είχαν γράψει τα “Ride the lightning” και “Master of puppets”.

Τα πρώτα τραγούδια που αρχίζουν να παίρνουν μορφή είναι τα “Blackened”, “Harvester of sorrow” και “One” και η όλη διαδικασία σύνθεσης κρατάει γύρω στις οκτώ με εννιά εβδομάδες. Από τους πρώτους που άκουσαν δείγμα σε πρώιμη demo μορφή από το επερχόμενο άλμπουμ ήταν ο Mike Alago, από το A&R (Artists & Repertoire) τμήμα της Elektra και αυτός που μεσολάβησε ώστε να υπογράψουν σε αυτήν το 1985, ο οποίος ήταν καλεσμένος στο γάμο του Kirk Hammett, δηλώνοντας ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα. Όταν οι METALLICA αποφάσισαν ότι οι ηχογραφήσεις θα λάμβαναν χώρα στο Los Angeles, οι Lars Ulrich και James Hetfield άρχισαν να τσεκάρουν όλα τα studio που υπήρχαν εκεί, μία διαδικασία που είχε επαναληφθεί και στο παρελθόν και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1985 μαζί με τον Flemming Rasmussen επιλέγοντας τότε για δεύτερη φορά τα Sweet Silence Studios στην Κοπεγχάγη μιας και τους συνέφερε περισσότερο οικονομικά λόγω νομίσματος.

To studio που επέλεξαν και τις δύο φορές ήταν τα One on One Recording Studios στο Hollywood και στις 28 Ιανουαρίου ξεκινούν τις ηχογραφήσεις με το υλικό να είναι 100% έτοιμο. Επειδή ο Flemming Rasmussen ήταν δεσμευμένος με άλλη παραγωγή εκείνο το διάστημα, οι METALLICA για να μη χάσουν χρόνο επιστρατεύουν τον Mike Clink, γνωστό για τη συνεργασία του με τους GUNS N’ ROSES στο “Appetite for destruction” και για να μπουν στο κατάλληλο κλίμα ηχογραφούν δύο διασκευές στα “Breadfan” και “The prince” των BUDGIE και DIAMOND HEAD αντίστοιχα, όπως επίσης τα τύμπανα για τα “The shortest straw” και “Harvester of sorrow”.

Οι ίδιοι δεν μένουν ικανοποιημένοι από αυτή τους τη συνεργασία και ο Flemming Rasmussen παίρνει το αεροπλάνο για τις Η.Π.Α. και οι ηχογραφήσεις συνεχίζονται κανονικά. Ενδεικτικά σε συνέντευξή του ο Lars Ulrich για την προώθηση του άλμπουμ, είχε δηλώσει ότι αν δεν ερχόταν ο Rasmussen πολύ πιθανόν να ηχογραφούσε ακόμη τα τύμπανα του ενώ μία φήμη που ήθελε τον Geddy Lee, μπασίστα/τραγουδιστή των RUSH να αναλαμβάνει την παραγωγή, ο Ulrich έχει απαντήσει σχετικά: «Συζητήσαμε γι’ αυτό. Είναι εύκολο να πεις πως οι METALLICA ποτέ δεν θα κάνουν ένα άλμπουμ χωρίς τον Flemming Rasmussen. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρχουν εναλλακτικές απόψεις που να μη ληφθούν υπόψη. Δεν θέλουμε να επαναλαμβανόμαστε και είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις που γίνονται από το δικό μας management ή από άλλους. Μιλάμε με τους ανθρώπους , το έχουμε κάνει άλλωστε στο παρελθόν και θα το εφαρμόσουμε στο μέλλον πάλι, αλλά μέχρι στιγμής έχει αποδειχτεί ότι τελικά καταλήγουμε να τηλεφωνούμε κάπου στη Δανία. Όσον αφορά τον Geddy Lee, το σκεφτήκαμε, Υπήρχαν προβλήματα με τις ημερομηνίες. Είχε σχεδιάσει κάτι άλλο και έτσι δε συζητήθηκε πραγματικά περισσότερο”.

Τους πρώτους μήνες αποκλειστικά στο studio βρίσκονταν οι James Hetfield και Lars Ulrich, με τους Kirk Hammett και Jason Newsted να έρχονται όταν ήταν να ηχογραφήσουν τα θέματά τους στη lead κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα. Στην περίπτωση του Newsted μάλιστα επειδή δεν είχε αποφασιστεί ακόμα ποιος θα καθόταν στην καρέκλα του παραγωγού, ηχογράφησε το μπάσο με μηχανικό ήχου τον Toby Right, ο οποίος ήταν απλά ένας από τους ηχολήπτες που απασχολούσε το studio εκείνη την περίοδο και μετά από χρόνια συνεργάστηκε ως παραγωγός με μπάντες όπως οι ALICE IN CHAINS, SLAYER και KORN και κανένα μέλος των METALLICA δεν ήταν παρόν όταν ηχογραφούσε τα μέρη του. Τη μίξη του άλμπουμ την ανέλαβαν οι Steve Thompson και Michael Barbiero, γνωστοί για τις δουλειές τους στα “Mechanical resonance” (TESLA) και “Appetite for destruction”, λόγω όμως κακού καταμερισμού χρόνου, η παραγωγή του άλμπουμ καθυστέρησε με αποτέλεσμα οι METALLICA να πρέπει να βγουν σε αμερικάνικη περιοδεία με τους VAN HALEN, SCORPIONS, DOKKEN και KINGDOM COME στα πλαίσια της Monsters Of Rock Tour 1998, με τις ηχογραφήσεις να έχουν οριακά ολοκληρωθεί τέσσερις μέρες πριν την έναρξή της στο Wisconsin.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στα κενά που μεσολαβούσαν ανάμεσα από τις εμφανίσεις τους στο M.O.R. οι Ulrich και Hetfield να πετούν μέχρι τα Bearsville Studios, στο Woodstock της Νέας Υόρκης ώστε να ολοκληρώσουν τη μίξη κάτι που ήταν εξαντλητικό για τους ίδιους και τον Bob Ludwig (RUSH, DEF LEPPARD) να αναλαμβάνει το mastering.

Το άλμπουμ ονομάστηκε “…And justice for all”, με τα αποσιωπητικά που προηγούνται του τίτλου να έχουν τη σημασία τους διευκρινίζοντας ότι αυτή η φράση αποτελεί μέρος της υπόσχεσης στον αμερικάνικο εθνικό ύμνο (“Pledge Of Allegiance”) ενώ επιρροή είχε πάνω τους και η ομότιτλη ταινία του 1979 με τον πρωταγωνιστή τον Al Paccino και σκηνοθεσία από τον Norman Jewison. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα “One” και “The shortest straw” που ενώ είχαν τη βασική ιδέα για τα τραγούδια ο ένας εκ των δύο manager τους και ιδιοκτήτης της Q Prime, Cliff Burnstein, τους πρότεινε τα βιβλία “Johnny got his gun” (1938) και “Naming names” (1980), την αντιπολεμική νουβέλα του Dalton Trumbo και την ανάλυση του φαινομένου του μακαρθισμού από τον Victor Navasky αντίστοιχα.

Το “…And justice for all” αποτελεί το κλείσιμο μιας άτυπης τριλογίας, Θανάτου-Χειραγώγησης-Διαφθοράς που ξεκίνησε με τα προηγούμενα δύο άλμπουμ με τον Lars Ulrich να χαρακτηρίζει την όλη στιχουργική διαδικασία ως “The CNN years” με έντονο το στοιχείο αυτό στο ομότιτλο τραγούδι και την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης στο δεύτερο single του δίσκου, “Eye of the beholder”. O James Hetfield έχει εξελιχθεί σε έναν εξαιρετικό ερμηνευτή, αποκτώντας και δουλεύοντας ταυτόχρονα πάνω στο χαρακτηριστικό του γρέζι και αποκτά το status του επιβλητικού frontman στο συναυλιακό σανίδι. Σε μία περίοδο της ζωής του που η κατανάλωση αλκοόλ αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερές του απολαύσεις ο ίδιος τα έχωνε παντού, ακόμα και στους ίδιους του τους γονείς στο “Dyers eve”, οι οποίοι ήταν υποστηρικτές της Χριστιανικής Επιστήμης (σ.σ. Christian Science), μιας αίρεσης που υποστηρίζει ότι η προσευχή αρκεί για να θεραπευτείς από τις αρρώστιες και μάλιστα απαιτεί απ’ τους γονείς να αγνοήσουν τις ιατρικές θεραπείες για τα παιδιά τους, ακόμα και αν αυτό αποβεί μοιραίο, κάτι που στιγμάτισε τον Hetfield μιας και έχασε τη μητέρα τους σε μικρή ηλικία από αυτή τους τη στάση κι ένιωθε αποκομμένος από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Παρεμπιπτόντως ο Kirk Hammett θυμάται να τζαμάρει το riff του “Dyers eve” με τον Cliff Burton κατά τη διάρκεια της Damage inc. Tour.

Όλη αυτή η οργή δεν γινόταν να μην εκφραστεί και μουσικά μιας και το “And justice for all” έχει τόση συσσωρευμένη ενέργεια και θυμό, που αυτή τη φορά εκφράζεται εντελώς διαφορετικά απ’ ότι τους είχαμε συνηθίσει. Το νιώθεις από το “Blackened”, το μοναδικό τραγούδι που συμμετέχει συνθετικά ο Jason Newsted και ανοίγει την πρώτη πλευρά του διπλού βινυλίου. Το thrash metal δεν έχει ξαναπαιχτεί έτσι ποτέ άλλοτε παρά μόνο από τους ίδιους, με αρκετές αλλαγές και την καταπληκτική γέφυρα στη μέση πριν τις αρμονίες και το solo του Kirk Hammett και τις εναλλαγές στη ρυθμική κιθάρα από τον James Hetfield. Ο Lars Ulrich παίζει τα καλύτερα τύμπανα της ζωής του, με εκφραστικό παίξιμο και φαντασία και γενικότερα το συγκρότημα πιάνει την ύψιστη απόδοση συνοψίζοντας και το ρεύμα της εποχής που ήθελε τους μουσικούς να δίνουν περισσότερη έμφαση στα όργανά τους παίζοντας πιο τεχνικά.

Τραγούδια όπως το “Shortest straw” και “The frayed ends of sanity” με την “March of the Winkies” εισαγωγή να προέρχεται από την ταινία “The wizard of Ozz” (1939), εκδηλώνουν περίτρανα αυτή την τάση σε αντίθεση με το “Harvester of sorrow” που κινείται σε πιο mid-tempo ρυθμούς και αποτέλεσε το πρώτο single του άλμπουμ κυκλοφορώντας στις 19 Αυγούστου. Το συναισθηματικά φορτισμένο instrumental “To live is to die” είναι το τραγούδι που έγραψαν ως φόρο τιμής στον Cliff Burton, με το όνομά του να συμπεριλαμβάνεται στα credits μιας και το βασικό riff ήταν δικό του και προέρχεται από τα sessions του “Master of puppets” ενώ υπάρχει και μουσικό θέμα από τις πρώτες μέρες των METALLICA. Οι λιγοστοί στίχοι προέρχονται από χειρόγραφο σημείωμα του Cliff Burton, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα είναι βασισμένοι στην ταινία “Excalibur” (1981) όπως και από το βιβλίο “Lord Foul’s Bane, Book one” της σειράς “The Chronicles of Thomas Covenant the Unbeliever” του Stephen R. Donaldson.

Ο ξερός ήχος αποτελεί προπομπός των παραγωγών που θα έρθουν χρόνια μετά, ιδιαίτερα στις αρχές των 90’s με πρωτοστάτες τους PANTERA, με τον scooped ήχο του Hetfield να αποτελεί τον απόλυτο ήχο που αρκετοί προσπάθησαν να αντιγράψουν κόβοντας εντελώς τις μεσαίες συχνότητες στους ενισχυτές τους και τσιτώνοντας τις χαμηλές και τις πρίμες και φυσικά ο χαρακτηριστικός ήχος των drums που στη μίξη τα ακούμε αρκετά μπροστά δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τα ΕΓΩ που κυριαρχούσαν στο συγκρότημα. Δυστυχώς όλες αυτές οι καινοτομίες έδρασαν κατά του νέου μέλους, Jason Newsted, ο οποίος σύμφωνα με δηλώσεις των Flemming Rasmussen και Toby Wright, έπαιξε εξαιρετικό μπάσο, πιστό στο απαιτητικό riffing του James Hetfield αλλά δυστυχώς πνίγεται σε ότι αφορά τις συχνότητες από τις overdubbed κιθάρες και την επιλογή των Ulrich/Hetfield να βρίσκεται χαμηλότερα στη μίξη, οι οποίοι αστειευόμενοι σε συνεντεύξεις τους δήλωναν ότι το μπάσο είναι δυνατά σε μια μίξη όταν αρχίσει να ακούγεται.

Παρόλα αυτά το “…And justice for all” αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες των METALLICA, αρκετά ριζοσπαστικό για την εποχή του, με τους ίδιους αρκετά πιο ώριμους μουσικά αλλά και εμφανισιακά, που μπορεί ηλικιακά να ήταν γύρω στα 25 αλλά καμία σχέση δεν είχαν πλέον με την εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος τους. Απελευθερωμένοι από τα όποια κλισέ των 80’s σε όλους τους τομείς και έτοιμοι να κατακτήσουν τον κόσμο οι METALLICA κυκλοφορούν το “…And justice for all” στις 25 Αυγούστου, το οποίο φτάνει στην #6 θέση των Billboard chart, πουλώντας 1.700.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος της χρονιάς μονάχα στην Αμερική. Μπορεί στο παρελθόν ο Lars Ulrich να είχε δηλώσει ότι δεν θα κυκλοφορούσαν ποτέ video-clip, αηδιασμένος από τα αντίστοιχα των poser/glam συγκροτημάτων αλλά στην περίπτωση του “One”, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους και τρίτο κατά σειρά single, οι METALLICA συμφώνησαν να το προσπαθήσουν και στην περίπτωση που δεν θα τους άρεσε απλά δεν θα κυκλοφορούσε.

Γυρισμένο σε μία αποθήκη στο Long Beach της California και με τους METALLICA να παίζουν ζωντανά με casual ντύσιμο σε μονόχρωμο πλάνο και με σκηνές να παρεμβάλλονται από την ταινία “Johnny got his gun” (1971) της οποίας απέκτησαν τα δικαιώματα, το “One”, σε σκηνοθεσία των Bill Pope & Michael Salomon, σηματοδότησε μία νέα οπτική των performance metal video όπως και την έναρξη της ξέφρενης πορείας η οποία κορυφώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. To 1989 κυκλοφορεί η αντίστοιχη VHS με τίτλο “2 of One” περιέχοντας και τις δύο version του τραγουδιού όπως και μία εισαγωγή από τον Lars Ulrich και το 1989 στα Grammy Music Awards, οι METALLICA εμφανίζονται ζωντανά παίζοντας το “One”, πρώτη φορά για metal συγκρότημα και σίγουροι ότι θα κερδίσουν στην κατηγορία “Best Hard Rock/Metal Performance Vocal or Instrument”, προς έκπληξη όλων χάνουν τη διάκριση μέσα από τα χέρια τους από τους JETHRO TULL με το άλμπουμ “Crest of a knave” με το κοινό από κάτω να γιουχάρει και οι μετέπειτα κόπιες του “…And justice for all” να κυκλοφορούν με ένα αυτοκόλλητο που έγραφε “Grammy Award LOSERS”. Φαίνεται τους πόνεσε τόσο πολύ που τρία χρόνια μετά όταν ο Lars Ulrich πήγε να παραλάβει το ίδιο βραβείο για το πολυπλατινένιο “Metallica”, το πρώτο που έκανε ήταν να ευχαριστήσει τους JETHRO TULL που δεν κυκλοφόρησαν νέο άλμπουμ την ίδια χρονιά με αυτούς.
Πάντως το 1990 κέρδισαν από ένα βραβείο, υποψήφιοι με το “One” στην κατηγορία “Best Metal Performance” τόσο στα Grammy Awards όπως και στα MTV Video Music Awards. Η Damaged Justice Tour, η παγκόσμια headline περιοδεία που ακολούθησε, διήρκησε πάνω από έναν χρόνο, με 220 συναυλίες σχεδόν σερί και τους METALLICA να βρίσκονται πάνω στη σκηνή για 3 περίπου ώρες και με support σε διάφορα σκέλη της περιοδείας τους THE CULT, DANZIG, QUEENSRYCHE και MORTAL SIN. Τα σκηνικά ήταν εντυπωσιακά, με την Doris, η Θεά Δικαιοσύνη που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του “…And justice for all” να δεσπόζει στο background, οι αρένες πάντα sold-out (τσεκάρετε οπωσδήποτε την εμφάνισή τους από το Seattle Coliseum στις 29-30 Αυγούστου 1989 που περιέχεται στο “Live shit: Binge & Purge” box-set) και oι METALLICA να γιγαντώνονται στη μεγαλύτερη metal μπάντα του πλανήτη.

Κώστας Αλατάς

MINISTRY – “The land of rape and honey” (Epic)

Εδώ ξεκίνησε η δραστική μεταμόρφωση των MINISTRY σε αυτό το μεγαθήριο που ξέρουμε μέχρι και σήμερα. Στο παρθενικό “With sympathy” και στον διάδοχό του “Twitch” ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση του Jourgensen και το αποτέλεσμα ήταν καθαρά electro dance, προορισμένο αυστηρά για τα καρεκλάδικα της εποχής. Στην τρίτη του όμως προσπάθεια, βρήκε το alter ego του, τον χαρισματικό Paul Barker, έγιναν ένα συμπαγές ντουέτο και οι χρυσές ημέρες μόλις είχαν αρχίσει.

Στο “The land of rape and honey” υπάρχουν βέβαια ακόμα οι χορευτικοί ρυθμοί, αλλά η προσέγγιση τους δεν είναι προς την κατεύθυνση της εύπεπτης, μαζικής κατανάλωσης, αλλά του πρωτόλειου industrial των FRONT 242, SPK και CLOCK DVA. Όταν δε οι ρυθμοί αυτοί συνοδεύονταν από τις γνωστές πλέον λούπες και κάποια ξυσίματα κιθάρας (βλέπε “Stigmata”), τότε μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό γιατί αυτό εδώ το album είναι αρκετά σημαντικό για τη μετεξέλιξη των MINSTRY.

Η πλειοψηφία των τραγουδιών κατά πάσα πιθανότητα θα αφήσει αδιάφορους όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με το 80’s industrial, παρόλη την αναμφισβήτητη μουσική του ποιότητα, αλλά για εκείνους που έχουν την περιέργεια να ακούσουν τις πραγματικές ρίζες του κακού ή είναι εξοικιωμένοι με τις προαναφερθείσες μπάντες, είναι ένα πολύ ευχάριστο άκουσμα, που δεν κουράζει σε καμία του στιγμή.

Γιώργος Κόης

GARY MOORE – “After the war” (Virgin)

Η κούραση από την hard rock σκηνή αλλά και τις καταχρήσεις είχε φανεί στην καριέρα του Ιρλανδού κιθαρίστα. Με το “After the war” θα φαινόταν και συνθετικά. Αν και το άλμπουμ έχει τις καλές στιγμές του, όπως το ομώνυμο τραγούδι αλλά και τα “Speak for yourself”, “Running from the storm”, τον σκωπτικό χαρακτήρα του στο “Led Clones” με τη συμμετοχή του Ozzy, μια απάντηση στην επιτυχία σχημάτων τύπου KINGDOM COME, ο ίδιος ο Gary Moore έχει ουσιαστικά τελειώσει με το hard rock.

Τα κέλτικα στοιχεία που πάντα υπήρχαν στην μουσική του, υπάρχουν και εδώ στο εναρκτήριο “Dunluce” αλλά πλέον το ενδιαφέρον του είναι στραμμένο αλλού. Τραγούδια σαν τα “The Messiah Will Come Again” του μεγάλου μπλουζίστα Roy Buchanan, δείχνουν ότι κάπου αλλού βρίσκεται το μέλλον του. Ένας δίσκος που κλείνει την πρώτη περίοδο της σόλο καριέρας του, τίμια, με μερικά ξεχωριστά τραγούδια όπως τα “After the war”, “Speak for yourself”, “Running from the storm”, με δεξιοτέχνες μουσικούς σαν τους Cozy Powell, Bob Daisley, Neil Carter, να τον βοηθούν να δίνει ένα μεστό και τεχνικά άρτιο αποτέλεσμα.

Σίγουρα ηχητικά δεν μας προετοίμασε για την επόμενη δουλειά του, που θα λατρέψει τα μπλουζ και θα τον καθιερώσει σε ένα άλλο κοινό. Ο τελευταίος δίσκος του Gary Moore όπως τον αγαπήσαμε σαν hard rock κιθαρίστα με την χαρακτηριστική μελωδική φωνή και το παίξιμο που συνδύαζε τόσο όμορφα, δύναμη και μελωδία.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

MUDHONEY – “Supefuzz bigmuff” (Sub Pop)

Το πιο cult αλλά και αυθεντικό σχήμα του Seattle, στην πρώτη δουλειά του, απέδειξε πόσο παρωχημένο θα ήταν το grunge, αν το ΜΤV δεν απογείωνε τους NIRVANA. Με ένα EP, που πούλησε άσχημα ακόμη και για τα δεδομένα της τότε μικρής εταιρείας τους Sub Pop, οι ΜUDHONEY παρουσίασαν στον κόσμο την αυθεντική έννοια του grunge. Κολεγιακό ροκ, με βάση το πανκ και το heavy metal των 70’s. Μουσική, φιλτραρισμένη μέσα από την οργή της Generation X, τα σύνδρομα του γιαπισμού, μιας Αμερικής που έφευγε από τον συντηρητισμό του Ρηγκανισμού για να ετοιμαστεί για τους πολέμους του Κόλπου. Οι ΜUDHONEY ή καλύτερα οι ιθύνοντες Arm και Turner, παραδίδουν μαθήματα παραμόρφωσης, τραχύτητας, ανεμελιάς και rock πνεύματος, που στη συνέχεια θα έπαιρναν για να χάσουν στις αρένες τα αστέρα της σκηνής οι NIRVANA και SOUNDGARDEN.

Αν το παραμορφωμένο βρώμικο, punk heavy rock, δίχως ίχνος επιτηδευμένης μελωδίας, αλλά πρωτόλειο σε σφιχτό εναγκαλισμό με τους STOOGES, GG ALEN, Johnny Thunders σας αρέσει, εδώ θα βρείτε το πρώτο παιδί αυτής της καταραμένης γενιάς. Η κυκλοφορία του άλμπουμ με την προσθήκη των πρωίμων single και ειδικά του “Touch me I’m sick”, θα αποτελέσει ένα ακόμη σημείο αναφοράς για ένα άλμπουμ που τρόμαξε το κοινό, που πάντα ήθελε και θέλει μουσική που χαϊδεύει τα αυτιά, αλλά καταξιώθηκε στην πορεία του χρόνου καθαρά και μόνο λόγω της αυθεντικότητας και του αντικομφορμισμού του.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης