A Day To Remember… 11/07 [SPIRITUAL BEGGARS]

0
139

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Ad Astra”- SPIRITUAL BEGGARS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2000
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Music for Nations
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Fredrik Nordstrom, Goran Finnberg
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Spice – φωνητικά, μπάσο
Michael Amott – κιθάρες
Per Wiberg – Πιάνο, πλήκτρα, mellotron, εκκλησιαστικό όργανο, harmonica, Fender Rhoades και δεύτερα φωνητικά
Ludwig Witt – τύμπανα, ντέφι, κύμβαλα.
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Fredrik Nordstrom – synthesizer
Christopher Amott – Slide κιθάρα
The Dirty Bunch – παλαμάκια
Camilla Henningson – δεύτερα φωνητικά

“Per aspera, ad astra”: Μέσα από τις δυσκολίες, (θα φτάσουμε) στα αστέρια – ρωμαϊκό απόφθεγμα.

Πολύ πριν το vintage rock κίνημα εξελιχθεί σε μόδα και «φυτρώσουν» εκατοντάδες συγκροτήματα, υπήρξαν κάποιοι, λίγοι, που πρώτοι φόρεσαν πουκαμίσες, παντελόνια – καμπάνες και χαϊμαλιά, κοιτάζοντας το ένδοξο παρελθόν και θέλοντας να τιμήσουν τον ήχο που δημιούργησαν οι μεγαθηριακές μπάντες των 70s. Μεταξύ αυτών ήταν και τούτοι οι Σουηδοί, δημιούργημα του μετέπειτα “guitar hero” Michael Amott. Σίγουρα θα παραξένεψε αρκετούς τότε η επιλογή ενός αναγνωρισμένου «κάφρου» (ελπίζω κάτι να σου λένε τα ονόματα των CARCASS και CARNAGE) να παίξει heavy rock, μην ξεχνάμε όμως πως έχουμε να κάνουμε με Σουηδούς, οι οποίοι δεν χαμπαριάζουν ιδιαίτερα από τέτοια κλισέ, και μπορούν να παίζουν ταυτόχρονα στους EMPEROR, σε disco-pop μπάντες και με τον Γιάννη Κόλλια στην Συγγρού. Πριν κυκλοφορήσει το τιμώμενο τούτο άλμπουμ, είχαν ήδη δει το φως της δημοσιότητας το ομώνυμο ντεμπούτο το 1994, και τα καταπληκτικά “Another way to shine” (1996) και “Mantra III” (1998). Ξέραμε επομένως τι να περιμένουμε, είχαμε εμπιστοσύνη και πίστη στον Amott. Και φυσικά, δεν απογοητευτήκαμε.

Το “Ad Astra” δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «αριστουργηματικό» από κάθε άποψη. Από το εικαστικό μέρος, με το εξώφυλλο – έργο σύγχρονης τέχνης και το υπέροχο layout του booklet για τα οποία ευθύνεται η Hippograffix του Per Wiberg, ως φυσικά την μουσική του. Από την πρώτη ως την τελευταία νότα. Θυμάμαι όταν πρωτάκουσα το a la “Wrathchild” μπάσο του ύμνου “Left brain ambassadors” και τις θεϊκές κιθάρες που το ακολούθησαν, με την βραχνή ΦΩΝΑΡΑ του Spice να «δαγκώνει σίδερα» και τα εντελώς 70s πλήκτρα του Wiberg, ένα μικρό σοκ το είχα πάθει. Ή με το video clip του “Angel of betrayal”… «τελικά, τι είναι αυτό που ακούω;» αναρωτήθηκα. «Hard rock; Metal; Πού να τους κατατάξω;». «Ψιλά γράμματα» για τώρα, αλλά τότε για έναν νεαρό σε ηλικία ακροατή, σκέψεις που έψαχναν απαντήσεις. Αντίθετα, ερωτήματα και απορίες δεν υπήρχαν για την απόδοση της μπάντας. Και ο πλέον επιφανειακός ακροατής καταλαβαίνει το allstar-ικό της παίξιμο. Ο Amott με τα ουσιαστικά και ταυτόχρονα βιρτουόζικα σόλο του φώναζε «παρών» στην κούρσα για την ανάδειξη του επόμενου guitar hero. Ήταν μαθηματικά βέβαιο πως το ταλέντο αυτού του παιδιού θα το οδηγούσε πολύ ψηλά. Το rhythm section των Spice/ Witt «χτυπούσε» στα «χνάρια» των Butler/Ward. Εντελώς μονολιθικό παίξιμο, απλό, λιτό και απέριττο, όπως έπρεπε να είναι δηλαδή για να οδηγεί μπροστά μια τέτοια μπάντα. Φιοριτούρες, τσαλιμάκια και άσκοπες επιδείξεις δεν χρειάζονται εδώ. Στο κάτω κάτω της γραφής, το πόσο ικανοί μουσικοί ήταν και είναι οι δυο τους, φαινόταν και φαίνεται από 2-3 νότες, όχι περισσότερες. Μια κατηγορία μόνος του ο μεγάλος (το εννοώ, ΜΕΓΑΛΟΣ) πολυοργανίστας Per Wiberg, ο οποίος εδώ έχει αναλάβει να δημιουργήσει την «χίππικη» ατμόσφαιρα του άλμπουμ και φυσικά τα έχει πάει περίφημα.


Και οι στίχοι; Αχ, οι στίχοι… ο Spice είναι ένας ποιητής του δρόμου, ένας φιλόσοφος της φύσης, ο οποίος βρίσκει το νόημα της ζωής ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, με τα χέρια σταυρωμένα νωχελικά πίσω από το κεφάλι. «Αραλίκι», «χόρτο», ψυχεδέλεια, σκέψεις περί του άλλου φύλου, Bukowski και Martinus, αυτοκτονικές αναφορές. Για κάποιους, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος, αυτή η θεματολογία δεν είναι και ό,τι καλύτερο από πλευράς μηνυμάτων, όμως από την μια ταιριάζει «γάντι» με την μουσική της μπάντας και το κυριότερο μπορεί να λειτουργήσει και αντίθετα/αντίστροφα, δηλαδή σαν ένα μάθημα όχι του τι να κάνεις, αλλά τι να ΜΗΝ κάνεις. Θέλει ικανότητα να το πετύχεις αυτό, το δίχως άλλο.

Το vintage rock είναι ένα πανέμορφο ηχητικό μείγμα. Ξεκινά από τους CREAM, περνά στους BLACK SABBATH, τους URIAH HEEP και τους LED ZEPPELIN και εκτείνεται όσο θέλει το όραμα του καλλιτέχνη που το υπηρετεί. Αυτό το χαρακτηριστικό βρίσκεις και εδώ. Ακούγοντας προσεκτικά το άλμπουμ, θα αναγνωρίσεις πολλές αγαπημένες σου μπάντες της περιόδου 1969-1979, ακόμη και κάποιες γνωστότατες μελωδίες απευθείας παιγμένες εν είδει «φόρου τιμής», αναμιγμένες με τέτοιον τρόπο που να μην χάνεται η προσωπική ταυτότητα. Το “Ad Astra” χάρισε εξαιρετικές πωλήσεις στους δημιουργούς του, η περιοδεία “Chasing the stars” τους έφερε δίπλα στους IRON MAIDEN, MONSTER MOGNET, QUEENS OF THE STONE AGE και σε μεγάλα festivals, η ιστορία δε, το χαρακτήρισε ως έναν δίσκο όχι απλά πρωτοπόρο για το είδος, αλλά ως έναν από τους καλύτερους των τελευταίων 20 ετών, σε ΟΛΑ τα είδη του σκληρού ήχου.

Η συνέχεια γνωστή. Ο Spice έφυγε (σε όχι καλό κλίμα, η αλήθεια είναι), ο JB των GRAND MAGUS ανέλαβε το μικρόφωνο, ο Roger Nilsson το μπάσο και η ζωή συνεχίστηκε με μερικά ακόμη super albums. Κανένα όμως, δεν έπιασε τα standards αυτού εδώ. Και μια τελευταία σημείωση: πιο πάνω βλέπουμε την ιαπωνική έκδοση του δίσκου, η οποία περιείχε δύο bonus κομμάτια. Έτσι, για το πληρέστερο της υπόθεσης, βρε αδερφέ.
Δημήτρης Τσέλλος