ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The end complete” – OBITUARY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1992
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
John Tardy — Φωνητικά
Trevor Peres — Ρυθμική κιθάρα
Allen West — Lead κιθάρα
Frank Watkins — Μπάσο
Donald Tardy — Τύμπανα
Η κατάσταση που σιγόβραζε όλο και περισσότερο με το death metal στα τέλη των ‘90s εξερράγη πλήρως το 1991, οδηγώντας στην απόλυτη χρονιά του είδους, όχι μόνο λόγω όγκου κυκλοφοριών αλλά κυρίως λόγω της ποιότητας αυτών. Το είδος είχε γίνει το next best thing όλου του μεταλλικού ήχου με μπάντες να ξεπηδούν από κάθε γωνιά του κόσμου, έτοιμές να κάνουν τη διαφορά ακόμα και με έλλειψη εμπειρίας. Ελάχιστα όμως πράγματα θα είχαν διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο χωρίς την ηγετική παρουσία των Φλοριδιανών OBITUARY. Ένα από τα πέντε κορυφαία άλμπουμ στην ιστορία του death metal, το “Cause of death”, ήταν δικό τους και δη σε κρίσιμο σημείο, στις αρχές των 90s. Οι OBITUARY είχαν ήδη αποκτήσει ένα τεράστιο κοινό που όλο και μεγάλωνε, ενώ μπόρεσαν με κάποιο πολύ παράξενο τρόπο να γίνουν και άμεσα αποδεκτοί και σε ακροατήρια τα οποία δεν είχαν τόση σχέση με τον ακραίο ήχο, κάτι που μόνο οι DEATH του Chuck Schuldiner είχαν καταφέρει. Όχι απλά είχαν δουλέψει σκληρά για τον εν λόγω δίσκο, αλλά αποτέλεσαν μέρος ίσως της κορυφαίας ακραίας περιοδείας που έγινε ποτέ, όντας στη μέση μετά τους SADUS που άνοιγαν τις συναυλίες και πριν τους headliners και ομόσταυλους στη Roadrunner αδέρφικούς τους φίλους SEPULTURA,
Κι όμως κατάφεραν και αύξησαν ακόμα περισσότερο το επίπεδο αποδοχής τους, πάντα και σε συνάρτηση με τη δολοφονική τους ζωντανή παρουσία. Ο κόσμος του ακραίου ήχου στην κυριολεξία κρεμόταν από τις ενέργειες τους και ήρθε έτσι το πλήρωμα του χρόνου για την κυκλοφορία του τρίτου τους δίσκου. Το σκηνικό γνώριμο διότι απλά γιατί να αλλάξεις μια ομάδα που κερδίζει συνεχώς; Στο ναό των Morrisound και πάλι με τον Scott Burns στην παραγωγή –να σημειώσουμε άλλη μια φορά ότι η πρώτη του παραγωγή ήταν αυτή του “Slowly we rot”, που οδήγησε στην αντίστοιχη δεύτερη του “Beneath the remains” και γενικότερα στην καθιέρωση του σαν παραγωγός-, το τρίτο άλμπουμ σχολαστικά ετοιμαζόταν με τον πειθήνιο τίτλο “The end complete”. Λες και γνώριζαν ότι η φρενήρης τους απόδοση στα δυο πρώτα τους άλμπουμ ήταν κάτι που δεν μπορούσε να επαναληφθεί, οι Obies κάνουν στροφή 360 μοιρών χωρίς φυσικά να απαρνιούνται τη βαρύτητα του ήχου τους, η οποία για να τα λέμε όλα σταράτα, ήταν ακόμα μεγαλύτερη εδώ. Μιλάμε ξεκάθαρα για το πιο CELTIC FROST άλμπουμ των OBITUARY, τίτλος που και οι ίδιοι σίγουρα δε θα θέλανε ποτέ να αποποιηθούν μια και πρόκειται για την δεδομένη και περήφανη μεγαλύτερη επιρροή τους η οποία καλά κρατεί.
Αν βάλετε και το γεγονός του πότε κυκλοφόρησε, μετά από δυο δίσκους των CF οι οποίοι δίχασαν το κοινό (φίδι στον κόρφο σας ρε που θα αμφισβητήσετε τη ΦΡΟΣΤΑΡΑ), ειδικότερα το “Cold lake” του 1988 και λιγότερο το “Vanity/Nemesis” του 1990, οι Αμερικάνοι έμοιαζαν να είναι εκείνοι που συνέχιζαν την παράδοση των «δασκάλων» τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ας αφήσουμε όμως τον ντράμερ Donald Tardy να δώσει το κλίμα της εποχής εκείνης μέσα από δηλώσεις του: «Ως σύνθεση, ήταν ένα πολύ ευθύ άλμπουμ, δεν χρησιμοποιήσαμε τόσα εφέ ή samples, αλλά συγκεντρωθήκαμε σε περισσότερο βαθύ και ενδιαφέρον υλικό. Ήταν το τρίτο μας άλμπουμ, αλλά δε μπορείς αλήθεια να μετρήσεις το πρώτο μας άλμπουμ “Slowly we rot”, γιατί το κάναμε πολλά χρόνια πριν και πολύ γρήγορα και σε μόλις 8 κανάλια, και δεν ξέραμε τι μας περιμένει στο δεύτερο μας άλμπουμ, “Cause of death”. Νιώσαμε ότι ήταν το πραγματικό μας πρώτο άλμπουμ, ότι βρήκαμε το δικό μας ήχο και ήμασταν πιο πολύ άνετοι από ποτέ με αυτό. Ξέραμε τι ήχο είχαμε και τι έπρεπε να κάνουμε, αλλά ακόμα ανακαλύπταμε τον τρόπο που έπρεπε να κάνουμε τα πράγματα. Όλα αυτά βασιζόταν στον Scott, ο οποίος ήξερε τι έπρεπε να κάνει στο τέλος».
«Τόσο πολύ που όλες οι μπάντες στο τέλος ήθελαν απλά να κάνουν ένα δίσκο μαζί του» όπως γλαφυρά προσέθετε. Με αυξημένο κατά πολύ το budget σε σχέση με τα δυο πρώτα άλμπουμ –και λόγω του ότι είχαν εδραιωθεί σαν αναπόσπαστο κομμάτι της Roadrunner προφανώς- οι OBITUARY έβγαλαν και πάλι χάρη στον Burns ένα σεμιναριακό ήχο, με ένα φοβερά ογκώδες υλικό που ανέδειξε –και πάλι- τις δυναμικές τους, ενώ εστίασε κυρίως στο groove του ήχου τους (πριν αυτό κυριαρχήσει πλήρως στο επόμενο τους άλμπουμ δυο χρόνια μετά, το τρισάγιο “World demise”) και εν τέλει αυτό αποτυπώθηκε άμεσα και στην αποδοχή του “The end complete”. Συνθετικά οι δομές του δεν ήταν ακραίες όσο των δύο πρώτων άλμπουμ, αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να καταλάβει κάποιος εύκολα στην πρώτη ακρόαση. Έλα όμως που αυτό δεν έδειξε να πτοεί τους φανατικούς οπαδούς τους, οι οποίοι άμεσα το αγκάλιασαν και το άλμπουμ εκτοξεύθηκε πολύ γρήγορα στο εξαψήφιο εξωπραγματικό νούμερο των 100.000 πωλήσεων! Ακόμα πιο γρήγορα ξεπέρασε τις 250.000 πωλήσεις (!!!), και έγινε το υψηλότερο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία του είδους εκείνη την εποχή άμεσα (να επαναλάβω εδώ ότι μιλάμε για 1992 και death metal για να καταλάβετε τη σημασία όλων των παραπάνω λίγο περισσότερο).
Οι OBITUARY έμοιαζαν να έχουν το άγγιγμα του Μίδα, όλος ο πλανήτης μιλούσε για πάρτη τους από άκρη σε άκρη, να εξώφυλλα παντού, να προώθηση από τη Roadrunner, να οι συνεντεύξεις, ενώ και το κοινό τους εκτός death metal αυξήθηκε όσο ποτέ. Θυμάμαι προσωπικά και τα σχόλια της εποχής, καθότι πρόλαβα τον δίσκο λίγο μετά –ήταν το 3ο άλμπουμ του είδους που άκουσα μετά το “Left hand path” των ENTOMBED και το “Human” των DEATH- ότι ήταν ότι βαρύτερο κυκλοφορούσε στον πλανήτη μαζί με τους PANTERA, ενώ ο κόσμος τους θεωρούσε και πολύ συμπαθείς στη θέα των φοβερών φωτογραφήσεων τους, κουλ με τα καπελάκια τους και τις φοβερές τους μπλούζες ο καθένας. Ε όταν έχεις και φοβερό δίσκο και σε συμπαθεί κι ο κόσμος –και δη οι αντικάφροι- μάλλον κάτι κάνεις ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ! Το μεγαλύτερο γκελ όμως γύρω από το δίσκο και την προώθηση του δεν έγινε τόσο στο συνθετικό κομμάτι, όσο με το χαρακτηριστικό κορυφαίο του εξώφυλλο. Ο Andreas Marschall έκανε ασύλληπτη δουλειά, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά το περίφημο τερατάκι που αγκάλιαζε το γράμμα Τ στο λογότυπο τους, με το αποτέλεσμα να απογειώνει τους OBITUARY, οι οποίοι ήταν εκστασιασμένοι με το πώς ο Marschall εκτέλεσε την ιδέα του concept.
Τελικά το συγκεκριμένο σχέδιο με το επίμαχο τερατάκι έγινε το μεγαλύτερο σε πωλήσεις μπλουζάκι στην ιστορία της Roadrunner (πάμε ξανά, ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΕ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ROADRUNNER!!!!) και κάπου εκεί και η εταιρεία αλλά και το συγκρότημα βρίσκονται προ των πυλών μιας ραγδαίας εκτόξευσης αποδοχής και δημοτικότητας που είναι βέβαιο ότι όσο κι αν υπολόγισαν ένα συν σε σχέση με τα δυο πρώτα άλμπουμ, δεν περίμεναν ΤΕΤΟΙΟ χαμό. Ιδίοις όμασι έβλεπα σε μεγαλύτερους για χρόνια το συγκεκριμένο σχέδιο και ζήλευα που δεν το είχα, να σημειωθεί βέβαια ότι για να βάλουμε μπλουζάκι μπάντας και να μη μας το σκίσουν τότε, έπρεπε να ξέρουμε μέχρι τι ώρα πήγαινε στην τουαλέτα το συγκρότημα, όσοι τα προλάβατε, θα με επιβεβαιώσετε. Σχεδόν άμεσα, το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία με τους AGNOSTIC FRONT, MALEVOLENT CREATION και CANNIBAL CORPSE, με το νέο υλικό να δείχνει εξ αρχής ότι δούλευε άψογα με τα παλιότερα κομμάτια τους και δεν χανόταν πιθαμή από την πρώιμη πιο πρωτόγονη ενέργεια τους. Επίσης γυρίστηκε και το πρώτο τους βίντεο κλιπ το οποίο ήταν για το ομότιτλο κομμάτι. Άμεσα έλαβε μαζικό airplay από το MTV τους σιγόνταρε όσο περισσότερο μπορούσε στην αποδοχή τους, παίζοντας το ακόμα και μεσημέρι ή απόγευμα (τι εποχές)!
Το γύρισαν στην Tampa, η πρώτη μέρα των γυρισμάτων αποτελούνταν από ατομικά πλάνα των μελών της μπάντας, ενώ τη δεύτερη μέρα, το συγκρότημα έστησε μια συναυλία όπου βρέθηκαν 600 παιδιά και πλάνα από αυτήν μπήκαν στο βίντεο. Το άλμπουμ είχε ως βασικό θετικό τη μικρή του διάρκεια (36’ και κάτι ψιλά) με τη λογική του να είναι αυτή ενός άλμπουμ πολύ ξερού σε ήχου, από το ξεκίνημα με το αργόσυρτο “I’m in pain”, είναι ευδιάκριτη η CELTIC FROST αύρα του δίσκου, ενώ στα σημεία που ξεσπάει το κομμάτι, καταλάβαινε κανείς ότι ναι μεν ο ήχος άλλαξε, αλλά η ταχύτητα δεν έχει εξαλειφθεί, όσο κι αν μιλάμε κατά βάση για ένα σεμινάριο mid-tempo παιξίματος. Αυτό περί ταχύτητας επιβεβαιώνεται ας πούμε στο “Back to one” ή το “Sickness”, ενώ έχει τόσο πολύ την λογική της επανάληψης των riffs όπως ισχύει στο “In the end of life”, το “Dead silence”, το “Corossive”, με το χιτάκι “Killing time” –μαζί με το ομότιτλο του δίσκου προφανώς- να αποτελεί για πολλούς την πρώτη τους ενασχόληση με το συγκρότημα εκείνη την εποχή. και το κλείσιμο με το εφιαλτικό “Rotting ways” να διασφαλίζει ότι αυτό που άκουσες ήταν κάτι που θα μείνει στην ιστορία για πάντα και κυρίως ότι παρά τις επιρροές τους (ξεκάθαρες), το έκαναν στο τέλος με το δικό τους μοναδικό τρόπο.
Το “The end complete” πλέον έχει πουλήσει πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα (!!!) κι όπως έλεγε τότε ο Donald Tardy, «Αυτό είναι το αποτέλεσμα που λαμβάνεις όταν περιοδεύεις πολύ, έχεις ένα σπουδαίο δίσκο κι ένα ακόμα σπουδαιότερο artwork όπως αυτό το τερατάκι που είχαμε για το δίσκο μας». Μπορεί να τον αδικήσει κανείς;
Άγγελος Κατσούρας