ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Soldiers under command” – STRYPER
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985
ΕΤΑΙΡΙΑ: Enigma Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Michael Wagener
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά/Κιθάρες – Michael Sweet
Κιθάρες – Oz Fox
Mπάσο/Πλήκτρα – Tim Gaines
Τύμπανα – Robert Sweet
Είναι αλήθεια πως ο Χριστιανισμός δεν είναι και το πιο δημοφιλές concept στο heavy metal σύμπαν, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει από τις απαρχές του είδους, την δεκαετία του ’70 κυρίως με τους BLACK SABBATH και τους LED ZEPPELIN, οι οποίοι συντηρούσαν μία εικόνα που προσέγγιζε το απόκρυφο, το μυστικιστικό, το διαβολικό. Ίσως και περισσότερο για την ταύτιση με το πνεύμα του ηδονισμού και της επανάστασης, ή τον παράδοξο μαγνητισμό του σκοτεινού τρόμου και την γοητεία που ασκεί η αμαρτία και το κακό.
Δεν είναι διόλου παράξενο, λοιπόν, που μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, το χριστιανικό μήνυμα απουσίαζε παντελώς από τον χώρο του heavy metal, με εξαίρεση την παράθεση κάποιων Βιβλικών ιστοριών, κυρίως αυτών που είχαν μία καλή δόση βίας και αίματος. Άλλωστε, όταν οι έγνοιες σου έχουν να κάνουν κυρίως με πάρτι, αλκοόλ, σεξ και κάθε είδους ένοχη απόλαυση, ποιος χρειάζεται την χριστιανική πίστη σε ένα κόσμο και σε μία εποχή που οι rock stars αντιμετωπίζονταν ως ημίθεοι και βάλε, ενώ ταυτόχρονα οι εκκλησιαστικοί μηχανισμοί είχαν βάλει στο στόχαστρο οτιδήποτε είχε να κάνει με την νεανική κουλτούρα και διασκέδαση; Εν προκειμένω, το heavy metal διωκόταν από την μέρα της σύλληψής του. Και αυτή η μάχη κρατούσε (και κρατάει) καλά ακόμα, μέχρι και το 1983, που το συγκρότημα των ROXX REGIME από την ευρύτερη περιοχή του Los Angeles εμφανίστηκε στην τοπική σκηνή παίζοντας σε μικρά club.
Τα αδέλφια Robert και Michael Sweet είχαν φτιάξει τους ROXX REGIME, προκειμένου να παίξουν στο δικό τους σχήμα, έχοντας δοκιμάσει την τύχη τους σε διάφορα συγκροτήματα από την εποχή της εφηβείας τους, προσπαθώντας να ζήσουν το δικό τους όνειρο στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια, υπό τους ήχους των VAN HALEN και όλου του ανερχόμενου κύματος του αμερικάνικου hard rock που έπαιρνε για τα καλά τα πάνω του τότε.
Τελικά, η σύνθεση των ROXX REGIME καταστάλαξε στους αδελφούς Michael Sweet (φωνητικά, κιθάρα και πλήκτρα) και Robert Sweet (ντραμς), τον κιθαρίστα Oz Fox και τον μπασίστα Tim Gaines. Αυτή την φορά, η ουσιώδης διαφορά από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε ήταν ο θεματικός τους προσανατολισμός. Δεν θα ήταν ένα ακόμη συγκρότημα που θα μιλούσε για τον έκλυτο τρόπο ζωής και την ανεξέλεγκτη επιθυμία για την ηδονή κάθε είδους. Έχοντας υπάρξει ατίθασοι στα νιάτα τους, με ουκ ολίγες παρουσίες στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής, τα δύο αδέλφια είχαν βαρεθεί όλη αυτή την φασαρία και αποφάσισαν να προσανατολιστούν σε κάτι πιο βαθύ και πνευματικό. Και για αυτό τον λόγο επέλεξαν το μήνυμα του Χριστιανισμού, διαμορφώνοντας και όλη την υπόλοιπη εικόνα τους ανάλογα. Μετονομάστηκαν σε STRYPER, από ένα σχετικό χωρίο της Αγίας Γραφής υιοθέτησαν το κίτρινο και το μαύρο ως χρώματα και έφτασαν στο σημείο να παραθέσουν ένα χωρίο του προφήτη Ησαΐα από την Αγία Γραφή: «Μα ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, οι ανομίες μας που αυτός εξουθενώθηκε. Για χάρη της δικής μας σωτηρίας εκείνος τιμωρήθηκε και στις πληγές του βρήκαμε εμείς τη γιατρειά». Όπου «πληγές» βλέπε “stripes” στο αγγλικό κείμενο. Σε κατοπινό live βίντεο, ο Michael Sweet δήλωσε πως το “STRYPER” είναι το ακρωνύμιο των λέξεων στην πρόταση “Salvation Through Redemption Yielding Peace, Encouragement & Righteousness”.
Όπως και να έχει, μπορούμε να πούμε ότι στον χώρο του heavy metal, τουλάχιστον, δεν υπήρχε κάτι ανάλογο μέχρι το 1983 που ηχογράφησαν τα demo τους ως ROXX REGIME. Με το χαρακτηριστικό κιτρινόμαυρο look και την μουσική τους που ακουγόταν ως μία μίξη JUDAS PRIEST, VAN HALEN και STYX (κυρίως λόγω του πιάνου και των φωνητικών που θύμιζαν αρκετά τον Dennis DeYoung των τελευταίων) έκαναν αρκετή αίσθηση για να τους προσέξει η δισκογραφική εταιρεία Enigma Records, η οποία λίγα χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο των MOTLEY CRUE , “Too fast for love”.
Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το EP “The yellow and black attack” το 1984, που πούλησε πάνω από 150 χιλ. αντίτυπα τις πρώτες τρεις εβδομάδες της κυκλοφορίας του, μία εντυπωσιακή επίδοση αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν μία κυκλοφορία που περιστρεφόταν γύρω από την χριστιανική πίστη, από μία heavy metal μπάντα. Ο συνδυασμός της «σατανικής» metal μουσικής με τον χριστιανικό στίχο είχε κάνει τεράστια αίσθηση και κάπως έτσι οι STRYPER βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής, θέτοντας εαυτούς στο κέντρο της εξής παραδοξότητας: έκαναν επιτυχία όντας ανεπιθύμητοι τόσο από την μεγάλη πλειοψηφία της metal κοινότητας, θεωρώντας την μπάντα ως ένα καλοστημένο διαφημιστικό κόλπο, όσο και από τα ιδρύματα της εκκλησίας στις ΗΠΑ, τα οποία κατηγορούσαν το συγκρότημα για υποκρισία και ψεύδος προκειμένου να πλουτίσουν. Φαίνεται τελικά πως όλες οι κοινές κατηγορίες των επικριτών τους καταλήγουν στο χρήμα!
Αφού κυκλοφόρησαν ένα χριστουγεννιάτικο single τον Δεκέμβριο του 1984, με τίτλο “Reason for the season”, οι STRYPER μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν αυτό που έμελλε να είναι το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ. Για παραγωγό επέλεξαν τον τεράστιο Michael Wagener, έναν Γερμανό που ξεκίνησε την καριέρα του ως μηχανικός ήχου στο Αμβούργο τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετακόμισε στην Αμερική την δεκαετία του ’80, κατόπιν προτροπής του φίλου του Don Dokken, προκειμένου να συνεργαστούν. Μέχρι το 1985, ο Wagener είχε δουλέψει πάνω στα “Breaking the chains” και “Under lock and key” των DOKKEN, στο ομώνυμο ντεμπούτο των GREAT WHITE, στα “All for one” και “Stay hard” των RAVEN, καθώς και στην μίξη στα “Breaker”, “Restless and wild” και “Balls to the wall” των ACCEPT. Πρόκειται για παραγωγό που με τον ήχο του και την συνεισφορά του διαμόρφωσε το heavy metal στα 80s, όσο λίγοι.
Το αποτέλεσμα θα ήταν μία εξαιρετική μίξη πυρακτωμένου heavy metal και μελωδίας, με κάποιες γαλήνιες μπαλάντες εδώ κι εκεί. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Wagener βοήθησε το συγκρότημα προς αυτή την κατεύθυνση, έχοντας διαμορφώσει ο ίδιος το στυλ του μέσα από τα sessions με τους DOKKEN και τους ACCEPT, και αυτό ακούγεται στο άλμπουμ, το οποίο, με στρατευμένη στοχοπροσήλωση στην διάδοση του χριστιανισμού στο metal κοινό, ονομάστηκε “Soldiers under command”. Έμπνευση για τον τίτλο ήταν δύο φράσεις από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο: «Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού… Κανείς στρατευμένος δεν μπλέκεται στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής, αν θέλει να είναι συνεπής απέναντι σ’ εκείνον που τον στρατολόγησε».
Από τα δέκα συνολικά τραγούδια του δίσκου, τα επτά είναι συνθέσεις του Michael Sweet, δύο τα συνέγραψε με τον αδελφό του και το κομμάτι “”Battle Hymn of the Republic” που κλείνει την δεκάδα είναι ένα στρατιωτικό τραγούδι των Βόρειων του Αμερικανικού Εμφυλίου.H πρώτη πλευρά ξεκινάει με ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια των STRYPER γενικότερα, το ομώνυμο “Soldiers under command”, που λειτουργεί τόσο ως μανιφέστο πίστης όσο και μουσική δήλωση. Εδώ κιόλας φαίνεται πως το συγκρότημα δεν είναι ένα απλό glam πυροτέχνημα, αλλά μία ιδιαίτερη οντότητα που παρά το θρησκευτικό μήνυμα περπατάει άνετα σε speed και power μονοπάτια. Αυτό ισχύει και για τα πιο «πιασάρικα» τραγούδια τους, όπως το “Makes me wanna sing”. Ψηλές νότες από τον Sweet, κολλητική μελωδία και tempo που το κάνει αυτό που λέμε «συναυλιακό» τραγούδι. Κάπως έτσι είναι και το “Together forever”, με μία πιο glam αισθητική, και τον Sweet εκφραστικό και τεχνικά εντυπωσιακό στην ερμηνεία του. Η πρώτη μπαλάντα του άλμπουμ, το “First love”, ξεχειλίζει από αγνότητα και ειλικρίνεια, ένας προθάλαμος για να κλείσει η πρώτη πλευρά του δίσκου με τον ύμνο “The rock that makes me roll”, αρκετά heavy αλλά και επαρκώς μελωδικό, με κιθάρες που θα μπορούσαν να βρίσκονται και σε τραγούδια των DOKKEN ή των RATT.
Αν ο ακροατής δεν ξενερώσει με τους στίχους και συνεχίσει να ακούει το “Soldiers under command”, θα διαπιστώσει ότι και η δεύτερα πλευρά είναι εξίσου δυνατή με την πρώτη. Ξεκινώντας με το ίσως πιο ραδιοφωνικό τραγούδι του άλμπουμ, το “Reach out” έχει μπόλικη ενέργεια και ένα δυνατό ρεφρέν και σόλο από τον Oz Fox, ο οποίος παίζει κυριολεκτικά παπάδες (no pun intended) σε ολόκληρο τον δίσκο. Ακόμα βαθύτερα στην χώρα του glam metal και του AOR, το εθιστικό “(Waiting for) A love that’s real” παίζει με τις λέξεις, κάτι που το κάνουν γενικά οι STRYPER, καθώς μπορούν να αναφέρονται είτε στον Θεό είτε στην ρομαντική αγάπη. Στην συνέχεια, ακολουθεί ένα ακόμα χαλαρωτικό διάλλειμα με την δεύτερη μπαλάντα του άλμπουμ, “Together as one”, με ηρεμία στο πιάνο αλλά και αρκετό συναίσθημα. Η καθαρή παραγωγή και τα φωνητικά κάνουν την δουλειά εδώ, για να περάσουμε στο ίσως πιο heavy τραγούδι του άλμπουμ, το “Surrender”. Δυνατά riff, καταιγιστικά ντραμς, ένα power διαμάντι που πολλοί το παραβλέπουν λόγω … STRYPER. Αν το έγραφαν άλλοι (ονόματα δεν λέμε) ίσως να έπαιζε πολύ περισσότερο.
Τέτοια μέρα, πριν 40 χρόνια κυκλοφόρησε το “Soldiers under command” και οι STRYPER εμφανίστηκαν στα ράφια των δισκοπωλείων, σε λευκό βινύλιο, με ένας άκρως ψαρωτικό εξώφυλλο, ποζάροντας μπροστά από ένα τακτικό τεθωρακισμένο όχημα, με φουλ οπλισμό, ξεκινώντας την άτυπη σταυροφορία τους μέσα στο κόσμο των απίστων. Το άλμπουμ έγινε σύντομα χρυσό στις ΗΠΑ, το πρώτο Christian Metal άλμπουμ που το κατάφερε αυτό, πουλώντας πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα, παρά την χλεύη και την απαξίωση που δέχτηκε το συγκρότημα από fans, ΜΜΕ και Εκκλησία! To MTV έπιασε επίσης γρήγορα το νόημα και το βίντεο του “Soldiers under command” άρχισε να βγαίνει συχνά στον τηλεοπτικό αέρα. Στο αμερικάνικο Billboard, το άλμπουμ έφτασε μέχρι το νο. 84, καθώς και στο νο. 5 της υποκατηγορίας “Top Christian Albums”. Έκανε και επιτυχία στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Ιαπωνία, όπου οι STRYPER μετέβησαν την ίδια χρονιά και βιντεοσκόπησαν το ζωντανό “Live in Japan”, κατά την διάρκεια της περιοδείας που ακολούθησε την κυκλοφορία του “Soldiers under command”.
Το “Soldiers under command” δεν είναι ένα άλμπουμ που αξίζει την περιφρόνηση. Ακριβώς το αντίθετο. Είναι μεγάλη δισκάρα, το πρώτο χτύπημα αυτού που θα ονομαζόταν “Christian Μetal” ή “White Metal” (πείτε το όπως θέλετε), μία επανάσταση κόντρα στην «επανάσταση». Προς υπεράσπιση τους, όσον αφορά την υιοθέτηση «χριστιανικού» χαρακτήρα για να βγάλουν φράγκα, είμαι σίγουρος πως είναι το μοναδικό συγκρότημα που επέλεξε ένα τόσο αντι-δημοφιλές θέμα στο metal για να το κάνει σημαία του και παρόλα αυτά να πετύχει και εμπορικά. Και παρά κάποιες υπερβολές στα φωνητικά ή το γλυκανάλατο στοιχείο της χριστιανικής μπαλάντας, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ακροβατούν με ιδιαίτερη ικανότητα ανάμεσα στο glam, στο κλασικό heavy metal και στο power metal με στοιχεία speed εδώ κι εκεί, έχουν τις μελωδίες, έχουν την θετική ενέργεια, έχουν τις άρτιες συνθέσεις και την τεχνική ποιότητα. Τι άλλο να κάνουν; Σπαθιά να καταπιούν; Σε μια εποχή όπου το heavy metal συχνά ασχολούνταν με (και πουλούσε) το φανταστικό, την εξέγερση, την ηδονή και το θέαμα, ο συνδυασμός πνευματικότητας, μουσικής δεξιοτεχνίας και καλογραμμένων συνθέσεων των STRYPER, τους έκανε να ξεχωρίζουν με τον πιο απίθανο -και αξέχαστο- τρόπο.
Κώστας Τσιρανίδης