BIO-CANCER – “Revengeance” (Hammerheart)

0
519

Σας έχει συμβεί, να αναπολείτε κάτι που βιώσατε, να κοιτάτε πότε έγινε και να αναρωτιέστε “πως περάσανε έτσι τα ρημάδια τα χρόνια;”. Mε τους Αθηναίους thrashers ΒΙΟ-CANCER είναι μια τέτοια περίπτωση. Η πρώτη μου γνωριμία, ήταν τότε που έβγαζαν το σαρωτικό ντεμπούτο “Ear piercing thrash” και στις 27 Απριλίου του 2012, παίξανε στο Thrashers United III με τους συνοδοιπόρους τους EXARSIS, FADOM, HOMO SAPIENS και τους EINMYRIA. Έκτοτε, πάρα μα πάρα πολλά αλλάξανε. Οι FADOM διαλύθηκαν μετά από ένα EP (“Thrash bandicoot”) και ένα άλμπουμ (“Pantophobia”) και από τις στάχτες τους γεννήθηκαν οι SHADOWMASS (όλοι όσοι γουστάρουν μαύρο heavy metal πρέπει να τους ακούσουν). Οι EXARSIS, διατηρούν ακεραιότητα, συνέπεια και ποιότητα υψηλή παρά τις αλλαγές στη σύνθεση τους, έχοντας πλέον εδραιωθεί για τα καλά μέσα από τα πέντε studio άλμπουμ τους. Οι HOMO SAPIENS έγιναν CHRONOSPHERE, έβγαλαν τρείς φοβερούς δίσκους, ένα EP το 2019 και άγνωστο το τι κάνουν στη συνέχεια.

Οι BIO-CANCER ήταν αυτοί που από αυτή τη “παρέα” ήταν ανέκαθεν οι πιο ακραίοι. Δεν είχαν το ενεργητικό και κάργα συναυλιακό ύφος των EXARSIS, ή το αντίστοιχα τεχνοκρατικό ύφος των CHRONOSPHERE. Είχαν όμως, φωνητικά με ακραία “ανατροφή” που είχαν αφετηρία τους KREATOR του “Pleasure to kill”, τους HYPNOSIA και το μνημείο “Extreme hatred” και έφταναν τα όρια του death/grind με την ένταση τους. Παράλληλα, η μουσική ακολουθούσε παρόμοια πορεία, με λύσσα μοντέρνου τύπου, εφάμιλλη πιο σύγχρονων μπαντών, όπως οι CARNAL FORGE, LEGION OF THE DAMNED και VIOLATOR (για τη διατήρηση του old school στοιχείου). Εκείνη η Σουηδική επιρροή που διαπιστώσατε στις αναφορές μου, έφερε μια κάποια μελωδικότητα στο ύφος τους. Μελωδικότητα, όπως πρωτοεμφανίστηκε στο “You scream, you die” από το “Ear piercing thrash” και εξελίχθηκε σαν χαρακτηριστικό του φοβερού “Tormenting the innocent” τότε, το 2015 από την Candlelight Records, σε ένα μεγάλο βήμα για τους ίδιους.

Ακολούθησαν περιοδείες με εξέχουσα εκείνη με ORIGIN, MARDUK και IMMOLATION στην Ευρώπη, μια με τους VOIVOD για τα 40 χρόνια των Καναδών θρύλων, αλλά μια δισκογραφική σιωπή 8 ετών που δε δικαιολογείται όπως και να το εξηγήσεις. Από εκεί και έπειτα, αναρωτιόμουν τι ακριβώς μπορούσα να περιμένω πλέον από εκείνους. Η δυναμική συναυλιακά υπήρχε σαφώς, αλλά ο κόσμος ανυπομονούσε για το δίσκο που θα διαδεχόταν το “Tormenting the innocent” και που αυτός θα πήγαινε το παραμύθι, δεδομένων των υποσχέσεων που είχε αφήσει εκείνο. Και μια μέρα, μαθαίνω, ότι τσουπ, επιστρέφουμε, πάρε εδώ εξώφυλλο από τον Dan Goldsworthy (από τα καλύτερα χέρια στη πιάτσα αυτή τη στιγμή για εξώφυλλα), πάρε συμβόλαιο με την Hammerheart Records, πάρε πρώτο single βγαίνει τότε. “Κοίτα να δεις, θα το βγάλουν το δίσκο τελικά πριν κλείσει δεκαετία από το προηγούμενο” σκέφτηκα από μέσα μου. “Για να δούμε τι θα δούμε”, είπα μια καλοκαιρινή μέρα πατώντας το “Citizen…down!”.

Ξύλο, σαν να μη πέρασε μια μέρα από το προηγούμενο, με τη μπάντα, να έχει σαφώς βαρύνει τον ήχο της και να έχει γίνει πιο τεχνική, πιο μεστή, πιο οργανική θα έλεγε κάποιος. Τα δε φωνητικά, πιο απελπισμένα και σκισμένα από ποτέ, προσθέτουν σε αυτό τον όλεθρο που επικρατεί. Ακούστε τον π.χ. στην ανατριχιαστική ιστορία του “44 days in hell” που περιέχει έντονη επιρροή από το μελωδικό death/black της Σουηδίας, ανοίγοντας έτι περαιτέρω τη βεντάλια του ήχου των BIO-CANCER. Ήμουν περίεργος πως οι δύο “νέοι” (μια και είναι περί τα 8 χρόνια έκαστος στο συγκρότημα) κιθαρίστες της μπάντας θα ανταποκρίνονταν συνθετικά, δεδομένου ότι το “Tormenting the innocent” είχε γραφτεί από τον προηγούμενο κιθαρίστα της μπάντας και συναυλιακά απέδιδαν καρφί! Έφεραν λοιπόν, αυτή τη κρίσιμη φρεσκάδα στο ύφος της μπάντας, συνεχίζοντας από εκεί που άφησε ο προκάτοχος του.

Θα έλεγα ότι μου θυμίζει λίγο από αυτό το ακραίο αμάλγαμα των REVOCATION, άμα εκείνοι πρόσθεταν στο μείγμα παραπάνω black metal επιρροή, κυρίως από Σουηδία μεριά. Το αντίκτυπο των προαναφερθέντων περιοδειών, κατά πως φαίνεται και λογικό μου ακούγεται. Μιλώντας για Σουηδία, σκάνε το “Footprints on my back”, το “Swiping life away” και το “Dream merchants”, που ακούγoνται λες και ξεπήδησε από τη δεκαετία του ’90, θυμίζοντας μου ορθόδοξο ξυλάτο μελωδικό death metal, σαν να λέμε EBONY TEARS του “A handful of nothing” και DARK TRANQUILLITY του “The mind’s I”. Ειδικά το δεύτερο, είναι το μεγαλύτερο κομμάτι που γράψανε με το φοβερό μεσαίο μέρος να φέρνει στην επιφάνεια την αγάπη των κιθαριστών για τους IRON MAIDEN. Με τόσες αναφορές στη μελωδική death metal σχολή θα μου πείτε, επόμενο ήταν να έχουμε και ένα τέτοιο “καρφί” σημείο.

Το δε ομώνυμο, προσθέτει τους death metal θρύλους VADER στην εξίσωση, μια και τόσο εδώ συγκεκριμένα, όσο και σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, η ένταση του παραπέμπει εκεί. Ειδικά όταν σκάνε blastbeats, θυμάμαι τον συγχωρεμένο μακελάρη των Πολωνών Doc. Σε αυτό, αφήνεται το μπάσο να αναπνεύσει στο μεσαίο μέρος του, προσθέτοντας μικρές γουστόζικες λεπτομέρειες. Ξεχωριστά να σταθώ στο “Underdog (against the odds)”, που αποτελούν μαζί με το “Dream merchants” τα πιο πολυποίκιλα κομμάτια του δίσκου, με πολύ καλοδουλεμένες διακυμάνσεις που γίνονται περισσότερο ταξίδια παρά τραγούδια. Εδώ πρωταγωνιστούν ξεκάθαρα τα τύμπανα, που κάνουν τις δυναμικές ό,τι θέλουν με τον πλέον αβίαστο τρόπο. Σαφώς μια από τις πιο απαιτητικές και ενδιαφέρουσες συνθέσεις ενός πραγματικά φοβερού δίσκου.

Και σαν αντίθεση, σκάει ένα από τα πιο ευθεία κομμάτια του δίσκου, το “Bluedgoning skullcrushing mayhem” (από τον τίτλο το βλέπεις κιόλας!) που νομίζω, εξυπηρετεί σαν αλυσίδα που συνδέει τα 3 άλμπουμ μεταξύ τους. Έχει τη ασίγαστη εφηβική λύσσα του “Ear piercing thrash”, τη μεστότητα του “Tormenting the innocent” στο στήσιμο του και την εμπειρία μιας μπάντας που ξέρει πως να γράψει ένα συναυλιακό κομμάτι για να κλείσει κατά τον ιδανικότερο των τρόπων το δίσκο επιστροφής της στα πράγματα. Ας περάσουμε τώρα στα συμπεράσματα μας αλλά και τη τελική ετυμηγορία. Το τρίτο χτύπημα ήρθε μετά από καιρό. Φυσικά, για καλή τύχη των BIO-CANCER, γεφυρώνει το χάσμα 8 ετών, εξελίσσοντας οργανικά τον ήχο της μπάντας και επανεκκινώντας καλώς εχόντων των πραγμάτων τη καριέρα των Αθηναίων thrashers.

Η μπάντα έχει βρει ξεκάθαρα τον ήχο της και ανέβηκε επίπεδο. Στο φινάλε, αυτή είναι η “δουλειά” του τρίτου δίσκου μιας μπάντας. Τώρα το μόνο που χρειάζεται, είναι να έχει συνέχεια αυτό στα κοντά χρονικά, γιατί όχι και με ακόμα ανώτερο δίσκο! Ως τότε, το μόνο που έχω να πω είναι, εύγε!

8,5 / 10

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here