MEKONG DELTA – “Tales of a Future Past” (Butler)

0
172

Στην προ-δικτύου εποχή, το ιντριγκαδόρικο όνομα των MEKONG DELTA τραβούσε σταθερά την προσοχή στα ράφια των metal δισκοπωλείων, με αποτέλεσμα πολλοί να «δοκιμάσουν» τη μπάντα στην τάδε ή στη δείνα περίσταση. Οι περισσότεροι έφευγαν ωστόσο, σαν κυνηγημένοι, μένοντας με μία μόνιμη απορία για όσους γίνονταν fans: ό,τι σε κάποιους φαινόταν χαοτικό και δυσπρόσιτο, σε άλλους φάνταζε πολυσχιδές και ξεχωριστό.

Κι όμως, παρά το ιδιόμορφο της περίπτωσής τους, την αδιαφορία των κεντροευρωπαϊκών charts και τις συχνές μεταβολές στη σύνθεσή τους, οι Γερμανοί συμπληρώνουν φέτος 35 χρόνια πορείας. Υποχρεώνοντας τελικά ακόμα και πολέμιους, να παραδεχτούν ότι, αν μη τι άλλο, κάπου υπήρχε θέση και για αυτούς στο μεγάλο του metal χάρτη, στις τεθλασμένες μεταξύ LIVING DEATH, DREAM THEATER, VOIVOD, PSYCHOTIC WALTZ και RUSH. Την οποία και κατέκτησαν με το σπαθί τους, γενόμενοι παράδειγμα συγκροτήματος που επηρέασε περισσότερο από όσο επηρεάστηκε.

Όπως λοιπόν συμβαίνει συνήθως με τέτοιου είδους καριέρες, οι MEKONG DELTA του σήμερα, δεν έχουν τίποτα να φοβούνται, πέρα από το «ειδικό βάρος» του ίδιου τους του παρελθόντος. Δεν έχει άλλωστε πολύ σημασία αν μοναδικό αυθεντικό μέλος απέμεινε πλέον μόνο ο ιδρυτής, Ralph Hubert (μπάσο), αν επιδιώκονται ή όχι παρεκκλίσεις από τα δεδομένα, αν η fanbase εμπλουτίζεται χάρη σε ροές από την progressive rock αναβίωση των τελευταίων ετών, αν ο διεθνής metal Τύπος υποδέχεται τη νέα τους δουλειά με κεκτημένη ταχύτητα, βαλτώνοντας σε απογοητευτικά στοιχειώδεις αναλύσεις, γραμμένες από άκρως συναισθηματική σκοπιά. Πάνω και πέρα από όλα αυτά, υπάρχει μία ισχυρή ταυτότητα. Κάθε καινούριο άλμπουμ κρίνεται επομένως σαν πετυχημένο ή αποτυχημένο, στο βαθμό που μπορεί να την εκπροσωπήσει χωρίς να την κλυδωνίσει, διατηρώντας την ως «αξία».

Το “Tales of a future past”, είναι δίσκος με 55 λεπτά μουσικής, λεπτομερώς οριοθετημένα, ο οποίος αρθρώνεται γύρω από 4 οργανικά κομμάτια, τοποθετημένα στην αρχή, στο τέλος και σε στρατηγικά σημεία της ενδιάμεσης διάρκειας. Και πλεονάζει να πούμε ότι ξεχειλίζει από βιρτουοζιτέ, προσφέροντας παιξίματα με αυτοπεποίθηση, σμιλεμένα από την εμπειρική εκείνη ευφυΐα που διακρίνει κάθε «χρόνια στο κουρμπέτι» τεχνίτη. Πρόκειται για ισχυρή βάση, την οποία οι MEKONG DELTA φροντίζουν μάλιστα να επικαιροποιήσουν. Ενώ δηλαδή οι αισθητικές παράμετροι του υλικού πατάνε σε γνώριμο έδαφος, η παραγωγή και οι ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες κάνουν το άλμπουμ να μην ακούγεται παλιό, παρότι επί της ουσίας είναι.

Ξεσκεπάζοντας δηλαδή τις ατόφιες συνθέσεις, βρίσκεις τους MEKONG DELTA να τσαλαβουτάνε σε διάφορες φάσεις της μακράς τους διαδρομής, αναδιαπραγματευόμενοι πράγματα ήδη δοκιμασμένα εδώ κι εκεί, ακόμα και σε άλμπουμ πέρα από τα προφανή, σαν π.χ. το “The principle of doubt” του 1989 ή το “Visions fugitives” του 1994. Χωρίς μεν να απογοητεύουν, μα και χωρίς να τα πηγαίνουν κάπου αλλού, με τα φωνητικά του Martin LeMar να είναι αυτά που είναι: εδραιωμένα για πάνω από δεκαετία πια και επαρκέστατα για τις νυν ανάγκες, μα κάπως υπολειπόμενα εκείνων των Wolfgang Borgmann και Doug Lee, για όσους τουλάχιστον παρακολουθούν το γκρουπ από παλιά.

Η μπάντα φροντίζει βέβαια, για ένα πλούσιο, πολυρρυθμικό αποτέλεσμα, που δεν αφήνει εύκολα την ένταση να λασκάρει (“Mental entropy”, “A colony of liar men”, “When all hope is gone”), ανακατεύοντας σταθερά την τράπουλα μεταξύ μελωδικού progressive και thrash metal, με τις λοξοδρομήσεις προς την κλασική μουσική να εμφανίζονται, ευτυχώς, συγκρατημένες, σε σύγκριση με το παρελθόν. Γιατί, σε αντίθεση με τους εύκολους ενθουσιασμούς που έχει επιδείξει κατά καιρούς ο metal κόσμος, τέτοιες «εκδρομές» ουδέποτε υπήρξαν σπουδαίες για όσους έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, βρίσκοντας ότι ο Hubert δεν έκανε κάτι το φοβερό, πέρα από το να βαρύνει ενορχηστρωτικά το όραμα των EMERSON, LAKE & PALMER για τον Modest Mussorgsky, εμπλουτίζοντάς το με φαντεζί neoclassical τερτίπια.

Δεν αρμόζουν λοιπόν ούτε υπερβολικοί ενθουσιασμοί, ούτε και άσκοπες υποτιμήσεις. Οι MEKONG DELTA του 2020, είναι συγκρότημα το οποίο γνωρίζει ότι έχει φτάσει πια στην άκρη του δημιουργικού του ορίζοντα, μα ξέρει να ζει με αυτά τα «σύνορα», ανανεώνοντας στην πορεία τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει χτιστεί με το κοινό. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο.

 

6.5/10

Χάρης Συμβουλίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here