THE INSIDER – 25 stories about “Let there be rock” by AC/DC

0
840
AC/DC












AC/DC

Το πιο εκκωφαντικό, δυναμικό και βρώμικο άλμπουμ των AC/DC (και, νομοτελειακά, όλου του hard rock) ήταν η τέταρτη κυκλοφορία τους και μάλιστα η πρώτη που κυκλοφόρησε παντού ταυτόχρονα, με τίτλο “Let there be rock”. Πάμε να δούμε ενδιαφέρουσες ιστορίες πίσω από την μάλλον χαρακτηριστικότερη δουλειά της πρώτης περιόδου τους, το πρώτο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους, με frontman τον κορυφαίο Bon Scott.

  1. Μέχρι εκείνο το σημείο, οι κυκλοφορίες των AC/DC ήταν κάπως … συγκεχυμένες. Πρώτα κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους στην Αυστραλία, με τίτλο “High voltage” (1975), το οποίο ακολούθησε το “T.N.T.”, την ίδια χρονιά. Με την επιτυχία αυτών των δύο άλμπουμ και το συμβόλαιο με την Atlantic, κυκλοφόρησε το νέο “High voltage” (1976) που περιείχε υλικό από τα δύο πρώτα τους, με μία ακόμη κυκλοφορία λίγους μήνες μετά, το “Dirty deeds done dirt cheap” (1976), το οποίο όμως, δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, παρά μόνο 5 χρόνια μετά κι ενώ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν μια χαρά για την παρέα των Αυστραλών, τόσο στην Βρετανία όσο και στην ηπειρωτική Ευρώπη.
  2. Η κυκλοφορία του “Dirty deeds…” δεν προχώρησε στις ΗΠΑ, διότι ο manager τους Michael Browning πίστευε ότι ο τραγουδιστής τους, Bon Scott, θα απολυόταν λόγω της όχι καλής απόδοσης του, σύμφωνα με το τμήμα ρεπερτορίου της Atlantic στις ΗΠΑ, οι οποίοι είπαν ότι το άλμπουμ δεν ήταν αρκετά καλό. Μάλιστα, ο Phil Carson, το στέλεχος της Atlantic που τους είχε υπογράψει, τους είπε ορθά-κοφτά ότι το άλμπουμ και μαζί και αυτοί θα πάρουν δρόμο από το δυναμικό της Atlantic. Την εποχή που στα αμερικανικά ραδιόφωνα κυριαρχούσαν συγκροτήματα όπως οι EAGLES, οι FLEETWOOD MAC, ο Elton John και ο Rod Stewart, ένα ωμό και άγριο συγκρότημα σαν τους AC/DC δεν είχε και πολλή τύχη. Η Atlantic πρακτικά για λίγες μέρες τους είχε διακόψει. Μόνο η …. ευνοϊκή κοστολόγηση του “High voltage” έπεισε την εταιρεία να τους ξανά-υπογράψει! Το συγκρότημα δεν είχε καν περιοδεύσει ακόμη στις ΗΠΑ, μια αγορά που ήθελαν να κατακτήσουν. Ο ακατέργαστος ήχος του “Dirty deeds …” δεν κολλούσε με τίποτα στις ραδιοφωνικές λίστες της εποχής, με τους Αμερικάνους να μην μπορούν να κατανοήσουν την αυστραλιανή slang και νοοτροπία του στιχουργού και τραγουδιστή Bon Scott, ενώ εκφράστηκαν παράπονα και για την φωνή του (!) και για την παραγωγή του άλμπουμ. Παρεμπιπτόντως, ο Bon «προπονούσε» την φωνή του, κάνοντας γαργάρες με κόκκινο κρασί και μέλι, σύμφωνα με την παλιά του φίλη Helen Carter!
  3. Από την Πρωταπριλιά του 1976, οι AC/DC είχαν μετεγκατασταθεί στο Λονδίνο, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στα κέντρα των αποφάσεων, αφού το Σύδνεϋ έπεφτε πολύ μακριά και έχοντας υπογράψει διεθνές συμβόλαιο με την Atlantic Records. Με το που έφτασαν υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε περιοδεία με τους BACK STREET CRAWLER του θρυλικού πρώην κιθαρίστα των FREE, Paul Kossoff, όμως αυτός είχε άλλα σχέδια και «απεδήμησε εν τόπω χλοερώ» τον Μάρτιο του 1976, σε ταξίδι από το Λος Άντζελες προς την Νέα Υόρκη. Η μετακίνηση τους στην Αγγλία προκάλεσε την θυμηδία των Αυστραλών fans, οι οποίοι θεώρησαν ότι τους πουλούσαν, με αποτέλεσμα να συναντήσουν αδιαφορία κατά την επιστροφή τους στην Αυστραλία για συναυλίες.
  4. Οι AC/DC βγήκαν σε δική τους περιοδεία, με την κάπως απειλητική ονομασία “Lock up your daughters”. Η πρώτη τους εμφάνιση επί βρετανικού εδάφους ήταν στην pubRedCow, στο Hammersmith, την 23η Απριλίου 1976. Την πρώτη φορά υπήρχαν 10 άτομα στο κοινό. Μετά από λίγη ώρα που επανέλαβαν το set, το μέρος είχε γεμίσει με κόσμο. Οι BACK STREET CRAWLER … αναστήθηκαν προσωρινά, με κάποιο Geoff Whitehorn (!) στην κιθάρα και τελικά περιόδευσαν για λίγο με τους AC/DC, μόνο που οι δεύτεροι έπαιζαν χωρίς αντίπαλο και όπως έγραψε κάποιος ανταποκριτής της New Musical Express «…οι αδίστακτοι Αυστραλοί κινούνται σαν την γάτα ανάμεσα στα … παρανοϊκά περιστέρια του Λονδίνου (εννοώντας τα punk συγκροτήματα)». Επίσης εμφανίστηκαν και στο φεστιβάλ του Reading το 1976, κάτω από τον Ted Nugent και τους Black Oak Arkansas.

  5. Ο Μουσικός Τύπος (πλην του “Sounds”, του μοναδικού έντυπου που ακόμα στήριζε τα hard rock συγκροτήματα) τους είχε εντάξει στο punk κίνημα. Πέρα από την άκυρη αυτή ταμπέλα, οι ίδιοι το απεχθάνονταν και πίστευαν ότι ήταν μία περαστική μόδα. Μάλιστα ο κιθαρίστας Malcolm Young δήλωνε ανοιχτά πως οι punks ήταν μουσικά άμπαλοι και ότι ο τραγουδιστής τους Bon Scott ήταν πολύ πιο άγριος από τον αρχετυπικό punk της εποχής Johnny Rotten των SEX PISTOLS. Οι ζωντανές εμφανίσεις συνεχίστηκαν στην Σουηδία, ξαναγύρισαν στο Λονδίνο όπου έσπασαν το ρεκόρ προσέλευσης στο θρυλικό Marquee Club, ενώ μετά επέστρεψαν στην Αυστραλία για live, στο τέλος του 1976 και τον Ιανουάριο του 1977, στην περιοδεία που χαρακτηριστικά ονομάστηκε “The Giant Dose Of Rock ‘n’ Roll Tour”, αν και κάποιες εμφανίσεις του στην Αυστραλία ακυρώθηκαν για λόγους πρόληψης … ταραχών.
  6. Τον Ιανουάριο του 1977, οι AC/DC μπήκαν στο στούντιο, αποφασισμένοι να βουλώσουν μια και καλή τα στόματα όλων των αμφισβητιών. Στα Albert Studios του Sidney, με την καθοδήγηση του δίδυμου παραγωγών Harry Vanda και George Young (μεγαλύτερος αδελφός των Angus και Malcolm), το συγκρότημα θα ηχογραφούσε μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες το μανιφέστο του. Οι Vanda και Young προέρχονταν από το συγκρότημα των EASYBEATS, στο οποίο συμμετείχε και ο Malcolm Young και είχαν κάνει ένα σημαντικό hit με τον garage ύμνο “Friday on my mind”, που χρόνια αργότερα διασκεύασε ο Gary Moore στο άλμπουμ του “Wild frontier” (1987). Για μηχανικό ήχου έφεραν τον Mark Opitz, o οποίος εκτός από τους AC/DC, συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες της αυστραλιανής rock σκηνής όπως οι ANGELS, οι DIVINYLS και οι INXS. Η ηχογράφηση δεν έγινε ξεχωριστά για τον καθένα, αλλά σε συνθήκες συναυλίας, με το συγκρότημα να παίζει μαζί. Τέλος να πούμε ότι οι παραγωγοί λειτουργούσαν και ως μέντορες των AC/DC. Ο George Young, έχοντας καεί από την πτώση των EASYBEATS, την οποία απέδωσε στην προσπάθεια τους να ακουστούν «επίκαιροι» ακολουθώντας την μόδα, επέμενε οι AC/DC να μην αποκλίνουν από το ευθύ δυνατό hard rock n’ roll τους. Επίσης ενθάρρυνε και το Malcolm στο να γράφει με κάποια κενά στα riff του, σταματώντας και ξεκινώντας για να τονίσει την δυναμική τους.
  7. Το άλμπουμ ανοίγει με το αλήτικο “Go down”, ενδεικτικό για το τι θα ακούσει ο ακροατής στην συνέχεια. Κανένα εφέ, μόνο δυνατό παίξιμο και ένταση στο μέγιστο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το τραγούδι έχει θέμα σεξουαλικό, που αναφέρεται σε μία super groupie, την Ruby Lips καθώς και σε άλλες ανάλογες «γνωριμίες», τις ορέξεις των οποίων ο Bon απαθανάτισε στους στίχους.

  8. Ακολουθεί το “Dog eat dog”, που κυκλοφόρησε στην Αυστραλία και ως single, με b-side το “Carry me home” (που υπάρχει στην συλλογή “Backtracks”). Στα charts έφτασε μέχρι μόλις το νο. 60. Με επιρροές από τον bluesman Bo Diddley, το τραγούδι και σε αντίθεση με τα συνήθη χιουμοριστικά ή σεξουαλικά στιχάκια του Scott, μιλάει για την σκληρή πραγματικότητα της μουσικής βιομηχανίας, όπου ο Bon καυστικά στοχοποιεί τους πάσης φύσεως εκμεταλλευτές, ορμώμενος και από όλη την αμφισβήτηση που δέχτηκαν από την ίδια τους την εταιρεία.
  9. Τρίτο έρχεται το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ και δεύτερο single, το υπερηχητικό rock n’ roll του “Let there be rock”. Μία φανταστική ιστορία από τον Scott σχετικά με την δημιουργία του rock ιδιώματος. Χαρακτηριστικό είναι το βιντεοκλίπ που γύρισαν στην εκκλησία Kirk Gallery, στο Surry Hills της Νέας Νότιας Ουαλίας. Ο Bon Scott είναι ντυμένος σαν ιερέας, με τους υπόλοιπους να παριστάνουν τα παπαδοπαίδια, όσο ο τραγουδιστής αφηγείται την ιστορία της «Δημιουργίας του Rock N’ Roll». «Εν αρχή…» και μετά «εγένετο» λέει ο Bon και πιάνει την ιστορία από το 1955 που κυκλοφόρησαν τα “Maybellene” του Chuck Berry και το “Rock Around The Clock” των Bill Halley & The Comets. To τραγούδι αποτελεί σταθερό κομμάτι του ζωντανού ρεπερτορίου τους και σχεδόν πάντα περιλαμβάνει ένα ηλεκτρισμένο και μεγάλο σε διάρκεια σόλο από τον Angus. Σαν single (με b-side το “Problem Child”), δεν τα κατάφερε, καταλήγοντας χαμηλά στο νο. 82 του αυστραλιανού chart.

  10. Κατά την ηχογράφηση του “Let there be rock”, o ενισχυτής του Angus άρχισε να βγάζει καπνούς, με τον George Young, να φωνάζει και να χειρονομεί μέσα από το control room να συνεχίσει μέχρι να τελειώσει το σόλο και τον κιθαρίστα να σολάρει δαιμονισμένα, ως που οριακά πρόλαβε πριν καεί τελείως ο ενισχυτής! Ο George είχε πει ότι «δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσουμε την εκτέλεση ενός τέτοιου solo για ένα … απλό τεχνικό πρόβλημα όπως το κάψιμο των ενισχυτών»!
  11. Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με έναν ακόμα ύμνο, το σκανδαλιάρικο “Bad boy boogie”, που κατά πάσα πιθανότητα περιέχει το πιο αγαπημένο κιθαριστικό break της δισκογραφίας τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στις συναυλίες για αρκετά πρόσφερε στο κοινό το σπάνιο θέμα του προκλητικού … striptease (!) του μικροσκοπικού κιθαρίστα! Σύμφωνα με τον μπασίστα Mark Evans, το “Bad boy boogie” προήλθε από ένα τζαμάρισμα κατά το soundcheck στο στούντιο όπου ηχογραφούσαν.
  12. Δυναμικά ξεκινάει η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ, με το “Problem child”, που είχε πρωτοεμφανιστεί στο “Dirty deeds…” της προηγούμενης χρονιάς, αν και σε ελαφρώς συντομότερη έκδοση εδώ. Πριν το “Problem child” είχε χρησιμοποιηθεί μία εναλλακτική έκδοση του “The Jack”, αλλά στη συνέχεια παραλείφθηκε, με αποτέλεσμα αυτές οι εκδόσεις του άλμπουμ να έχουν αποκτήσει μία κάποια συλλεκτική αξία.
  13. Το υποβλητικό “Overdose” που ακολουθεί είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια των AC/DC, μία εξομολόγηση που βγάζει πολύ μαγκιά και πόνο και κλιμακώνεται αργά και βασανιστικά. Μάλλον πρόκειται για την υποσυνείδητη σχέση μεταξύ ναρκωτικών και ερωτικών περιπετειών που είχε αναπτύξει ο Bon Scott, με σημείο αναφοράς την Silver Smith, περιστασιακή σύντροφο του Scott εκείνα τα χρόνια.
  14. Προτελευταίο στην λίστα είναι το “Hell ain’t a bad place to be”, με riff που θυμίζει … καμπάνες και φέρει εν μέρει αυτό τον «ανθεμικό» punk ήχο της εποχής. Αν και κατηγορήθηκε αρκετά από τους γνωστούς «υπερ-χριστιανούς» ως «σατανιστικό» (και μάλιστα ήταν το πρώτο των AC/DC που είχε αυτή την … τιμή!), στην πραγματικότητα μιλάει για την ζωή στον δρόμο κατά την διάρκεια των περιοδειών. Ίσως να έδωσε το πρότυπο πάνω στο οποίο χτίστηκε το “Highway to hell”, όπου ο Scott εξερευνά τις επιλογές του στην επόμενη ζωή!

  15. Αισίως φτάσαμε στο τέλος του άλμπουμ. Και τι τέλος! Ένας από τους πιο δημοφιλής και εντυπωσιακούς hard rock ύμνους όλων των εποχών, ο οποίος είναι γνωστός για την μεγαλόσωμη Τασμανή Rosie και για την ιαχή “Angus” στο κενά του riff κατά την ζωντανή του εκτέλεση. Το “Whole lotta Rosie” απεικονίζει με γλαφυρές λεπτομέρειες το φετίχ του Bon Scott για τις πιο … εύσωμες κοπέλες, με άλλες δύο από αυτές που τις αποκαλούσε “The Jumbo Jets” και όπως έλεγε και ο ίδιος, η Rosie ήταν πολύ … μεγάλη για να της αρνηθεί οτιδήποτε. Στο πρώτο τεύχος του ιστορικού αγγλικού περιοδικού “Kerrang!”, τέσσερα χρόνια αργότερα, με τον Angus Young στο εξώφυλλο, το “Whole lotta Rosie” ψηφίστηκε από το αναγνωστικό κοινό ως το “Ultimate Metal (!) Track”. Μουσικά το τραγούδι μοιάζει να έχει γραφτεί από τον Little Richard και στο “Whole lotta love” των LED ZEPPELIN, καθώς και στο “No Money Down” του Chuck Berry. Υπήρχαν δύο εκδοχές του τραγουδιού, η πρώτη εκ των οποίων είχε τίτλο “Dirty eyes” (πριν την πραγματική συνάντηση με την “Rosie”) και κυκλοφόρησε στο box set “Bonfire”. To τραγούδι κυκλοφόρησε ως single στην διεθνή έκδοση του άλμπουμ, με b-side το “Dog eat dog” (live) και τα πήγε αρκετά καλά σε Βέλγιο και Ολλανδία, ενώ ήταν και η πρώτη τους είσοδος στο βρετανικό single chart, αν και χαμηλά (νο. 68). Πάντως, ομολογουμένως, η εκδοχή στην οποία το “Whole lotta Rosie” αναδεικνύεται πλήρως είναι το live από το “If you want blood you’ve got it” (1978). Αναπόσπαστο κομμάτι του live set των AC/DC μέχρι και σήμερα, συνοδεύεται με την εμφάνιση μίας τεράστιας φουσκωτής κούκλας στην σκηνή.
  16. Η ιστορία του “Whole lotta Rosie” έχει ως εξής: Backstage σε ένα live στην Αυστραλία, εμφανίστηκε μια γυναίκα που την αποκαλούσαν “Big Bertha” και ρώτησε ποιος θέλει να κάνει σεξ μαζί της. O Scott εν μέρει ερεθισμένος εν μέρει … φοβισμένος, ικανοποίησε την επιθυμία της Bertha, η οποία στη συνέχεια κάλεσε τη φίλη της, λέγοντας «είναι ο 37ος αυτόν τον μήνα» (κατά άλλους ο 29ος), και έβγαλε ένα μαύρο σημειωματάριο όπου κατέγραφε τις κατακτήσεις της. Ο Scott μετέτρεψε το περιστατικό σε τραγούδι, ονομάζοντας αυτή τη φορά τη γυναίκα “Rosie”, ύψους 1.88, βάρους 120 κιλών και διαστάσεις «42-39-56». Κατά τον μπασίστα Mark Evans, η Rosie ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, που έτρεχε έναν οίκο ανοχής στην Μελβούρνη, πίσω από το ξενοδοχείο που έμεναν. O κολλητός του Bon Scott, Pat Pickett φώναξε τους υπόλοιπους να πάνε να πάρουν τον Bon από το δωμάτιο του, όπου είδαν μόνο το χέρι του κάτι από την τεράστια Rosie. Ο Evans είπε πως δεν γνώριζε αν αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα, αλλά την ήξερε ως Rosie λόγω των κόκκινων μαλλιών της.
  17. Στο εξώφυλλο του “Let there be rock” βρίσκουμε για πρώτη φορά το κλασικό λογότυπο των AC/DC, μία έμπνευση του Αμερικάνου γραφίστα Gerard Huerta, ο οποίος είχε επιμεληθεί logo και γραμματοσειρές σε εξώφυλλα καλλιτεχνών όπως ο Ted Nugent, οι BOSTON, οι FOREIGNER, οι CHICAGO και οι Blue Öyster Cult. Από το live άλμπουμ “On Your Feet or On Your Knees” των τελευταίων εμπνεύστηκε την χαρακτηριστική γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε για το χαρακτηριστικό “AC/DC” με τον κεραυνό στην θέση της κάθετου. Ο Huerta, που είχε κάνει και τα logo των AC/DC στα “High voltage” και “Dirty deeds done dirt cheap” θυμήθηκε πως στο “On Your Feet or On Your Knees” είχε την φωτογραφία μίας λιμουζίνας μπροστά από μία εκκλησία, με σκοτεινό ουρανό στο παρασκήνιο. Αφού έψαξε λίγο την θρησκευτική τυπογραφία και, ειδικότερα την Βίβλο του Γουτεμβέργιου (το πρώτο τυπογραφικό έργο στην Ιστορία), κατέληξε σε κάποια γράμματα με βάση αυτή την έκδοση.
  18. Η φωτογραφία εξωφύλλου της μπάντας στη σκηνή με έναν σκοτεινό ουρανό και έντονο φως να λάμπει κάτω από τα σύννεφα, σαν σε βιβλικό όραμα, σύμφωνα και με τον τίτλο “Let there be rock”, που χρησιμοποιήθηκε για το εξώφυλλο (πλην Αυστραλίας) τραβήχτηκε σε μια συναυλία, στις 19 Μαρτίου 1977, στο Kursaal Ballroom του Southend, στην Αγγλία, από τον φωτογράφο Keith Morris. Λίγες μόλις μέρες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ. Στο artwork συνεισέφεραν, επίσης, οι Chuck Pulin και Bob Gruen. O Pulin είχε δουλέψει την ίδια χρονιά πάνω στο κλασικό (πλέον) “Marquee moon” των TELEVISION, ενώ ο Gruen το 1977 είχε δώσει φωτογραφίες για τα “Alive II” των KISS, τα “Leave home” και “Rocket to Russia” των RAMONES.

  19. Στην αυστραλιανή έκδοση του “Let there be rock”, δεν υπάρχει η προαναφερθείσα φωτογραφία, αλλά μία άλλη ασπρόμαυρη, με δάχτυλα στην ταστιέρα της ηλεκτρικής κιθάρας. Τα προηγούμενα άλμπουμ των AC/DC είχαν μία αισθητική τύπου κινουμένων σχεδίων και το συγκρότημα ένιωθε ότι έπρεπε να φανούν κάπως σοβαρότεροι. Το πρόβλημα ήταν ότι όταν ήρθε η ώρα για τον φωτογράφο Colin Stead να τραβήξει τη φωτογραφία για το εξώφυλλο, οι AC/DC περιόδευαν και οι Angus και Malcolm δεν ήταν διαθέσιμοι. Έτσι, ο φωτογράφος κάλεσε τον κιθαρίστα Chris Turner (Buffalo, Rose Tattoo) να έρθει στο στούντιο και να κάνει ένα κατέβασμα μέχρι την βάση της ταστιέρας. Ωστόσο, οι αδελφοί Young ξενέρωσαν με το εξώφυλλο του άλμπουμ, θεωρώντας ότι έμοιαζε με ηχογραφημένα μαθήματα κιθάρας. Ως εκ τούτου, το εξώφυλλο άλλαξε για όλες τις υπόλοιπες εκδόσεις. Στην ίδια έκδοση υπάρχει το τραγούδι “Crabsody in blue”, αντί του “Problem child”, που μιλάει για την … γονόρροια.

  20. Στις αρχές του 1977, επέστρεψαν στη Βρετανία και ξεκίνησαν μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Black Sabbath. Ο Bon Scott και ο Ozzy Osbourne έγιναν γρήγορα φίλοι, όμως οι σχέσεις μεταξύ των άλλων μελών των δύο συγκροτημάτων δεν ήταν και πολύ καλές. Η κοινή τους πορεία έληξε πρόωρα, όταν στο ξενοδοχείο τους στην Σουηδία, ο Geezer Butler τράβηξε ένα “μαχαίρι” στον Malcolm Young, το οποίο δεν ήταν κανονική λεπίδα αλλά μία τύπου χτένα, με τον Malcolm να γρονθοκοπεί τον μπασίστα των SABBATH.
  21. Νωρίτερα, το 1976 είχαν βγει σε περιοδεία με τους RAINBOW, από τους οποίους δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου. Από την άλλη, ο Ronnie James Dio, εντυπωσιάστηκε από την σκληράδα των AC/DC και την ασυμβίβαστη στάση τους. Ο δε Ritchie Blackmore σύντομα διαπίστωσε ότι το να πάρουν τους AC/DC ως support στην περιοδεία τους μάλλον δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα, μιας και πάλευαν να ακολουθήσουν τους διαολεμένους Αυστραλούς κάθε βράδυ!
  22. Το τέταρτο τους άλμπουμ “Let there be rock” κυκλοφόρησε την 21η Μαρτίου 1977, ακριβώς 45 χρόνια πριν, στην Αυστραλία και ανάμεσα σε non-stop live εμφανίσεις. Μπήκε στο βρετανικό top-20 (νο. 17) και ήταν η πρώτη τους είσοδος στα αμερικανικά charts (νο. 154). Στην Ευρώπη τα πήγε πολύ καλύτερα (νο. 9 στην Γαλλία, νο. 10 στην Ολλανδία, νο. 12 στην Ελβετία), ενώ στην Αυστραλία έφτασε μέχρι το νο. 19. Μέχρι σήμερα έχει γίνει διπλά πλατινένιο στις ΗΠΑ (πάνω από δύο εκατομμύρια τεμάχια σε πωλήσεις), 5 φορές πλατινένιο στην Αυστραλία (πωλήσεις άνω των 350 χιλ. αντιτύπων), ενώ έχει γίνει χρυσό σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία και Ισπανία. Στον υπόλοιπο κόσμο, το “Let there be rock” κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1977.
  23. Την 3η Απριλίου 1977, οι AC/DC εμφανίστηκαν ζωντανά για τελευταία φορά στην αυστραλιανή μουσική εκπομπή του εθνικής εμβέλειας καναλιού ABC, “Molly Meldrum’s Countdown”. Από το 1974 και για τρία χρόνια, οι συχνές εμφανίσεις στην εν λόγω εκπομπή βοήθησαν τους AC/DC να γίνουν πολύ δημοφιλείς στην χώρα τους. Μετά από εκείνη την τελευταία εμφάνιση, οι AC/DC δεν θα ξαναεμφανίζονταν ζωντανά στην τηλεόραση για πάνω από 20 χρόνια.

  24. Για πρώτη φορά, στις 27 Ιουλίου 1977, οι Καναδοί MOXY βρέθηκαν στο Austin του Texas για την πρώτη τους headline εμφάνιση στις ΗΠΑ. Support συγκρότημα τους θα ήταν οι AC/DC στην επίσης πρώτη τους εμφάνιση στις ΗΠΑ. Οι AC/DC θα έκλεβαν την παράσταση (κατά ομολογία του promoter που έκλεισε και τους δύο). Ένα βράδυ πριν, σε ένα μπαρ του Austin, o Bon Scott θα γνωριζόταν με έναν Αμερικάνο, ονόματι Roy Allen, με τον οποίο θα γινόντουσαν πολύ φίλοι και στον οποίο θα εξομολογούνταν δύο χρόνια αργότερα (λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατό του) ότι δεν την πάλευε άλλο με την όλη κατάσταση και πως σκεφτόταν να εγκαταλείψει τους AC/DC για να καθαρίσει, να ηρεμήσει και να βρει τον εαυτό του. Από εκείνη την περιοδεία και έπειτα, ο Bon προτιμούσε σε αρκετές περιπτώσεις να ταξιδεύει με την support μπάντα (όπως για παράδειγμα με τους νεαρούς Y&T) ή με δική του συντροφιά, αφού ένιωθε ότι απομακρυνόταν από τους υπόλοιπους στο συγκρότημα, κλεινόταν στον εαυτό του και ήταν επιρρεπής στις καταχρήσεις, κάτι που οι αδελφοί Young δεν γούσταραν και πολύ. Ενδεικτικό της ικανότητας και της επιτυχίας τους ήταν ότι ένα χρόνο αργότερα, οι AC/DC έπαιζαν οι ίδιοι ως headliners στην ίδια πόλη. Μάλιστα, ήταν και η πρώτη εμφάνιση τους με τον νέο μπασίστα του συγκροτήματος, τον Άγγλο Cliff Williams, που αντικατέστησε τον Mark Evans, ο οποίος είχε μαζέψει αρκετές διαφωνίες με τους Angus και Malcolm Young και γενικά ήταν υπερβολικά «καλό παιδί», σύμφωνα με τον ατζέντη των AC/DC, Richard Griffiths. Έκτοτε, ο Williams αποτελεί βασικό μέλος του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα.
  25. Ο Angus Young σε συνέντευξη του είπε χωρίς δισταγμό ότι το “Let there be rock” είναι το πιο καθοριστικό άλμπουμ των AC/DC, αυτόν που θα έπαιζε για να εντυπωσιάσει κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ το συγκρότημα. Όσον αφορά την δημοτικότητά του, μαζί με τα 3 άλμπουμ που ακολούθησαν (“Powerage”, “Highway to hell” και “Back in black”), θεωρούνται τα αγαπημένα του κόσμου. Το 1980, μετά τον χαμό του Bon Scott, κυκλοφόρησε σε βίντεο με τον τίτλο “Let there be rock”, μια φοβερή συναυλία τους στο Παρίσι στις 9 Δεκεμβρίου 1979, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του Bon Scott, μαζί με σκηνές από τα παρασκήνια και συνεντεύξεις. Το “Let there be rock” είναι το τελευταίο τραγούδι που παίζεται και στο τέλος εμφανίζονται στην οθόνη οι λέξεις “To Bon”. Συγκινητικό, αν μη τι άλλο.
    Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here