A day to remember… 27/6 [BON JOVI]

0
325
Bon Jovi


















Bon Jovi

ONOMA AΛΜΠΟΥΜ: “These days” – BON JOVI
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Mercury/Polygram
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Peter Collins, Jon Bon Jovi, Richie Sambora
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Jon Bon Jovi – κιθάρα, φωνητικά
Richie Sambora – σιτάρ, κιθάρα, φωνητικά
Tico Torres – κρουστά, τύμπανα
David Bryan – πλήκτρα, πιάνο

Δέκα χρόνια μετά την πρώτη τους κυκλοφορία, οι BON JOVI είχαν γευτεί εμπειρίες που άλλοι καλλιτέχνες δεν ζουν σε ολόκληρη την καριέρα τους. Ξεκίνησαν με πολλές ελπίδες και σύντομα κατάλαβαν πόσο δύσκολο θα ήταν να επιβιώσουν, όταν τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερό τους άλμπουμ δημιούργησαν ελάχιστο ενδιαφέρον σε σχέση με αυτό που περίμεναν, τόσο οι ίδιοι, όσο και η δισκογραφική τους εταιρεία που επένδυσε πολλά χρήματα σε αυτούς.

Ακολούθησε μια διαστημική απογείωση προς την κορυφή του κόσμου, με δυο δουλειές που πούλησαν εκατομμύρια και αντίστοιχα δυο περιοδείες που οδήγησαν τους συντελεστές σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Βέβαια, αυτό σχεδόν τους διέλυσε, όμως το “These days” απέδειξε ότι μπορούσαν να διατηρηθούν, αλλάζοντας όμως τον τρόπο που λειτουργούσαν ως οργανισμός. Απέδειξαν και σε όλον τον κόσμο ότι η μουσική τους μπορούσε να εξελιχθεί και να παραμείνει δημοφιλής, να εξελιχθεί, δίχως να χάσει την προσωπικότητά της.

Αφού το κατάφεραν αυτό λοιπόν, έφτασαν στα μέσα μιας δύσκολης δεκαετίας για το μελωδικό hard rock, να ετοιμάζουν το επόμενο δισκογραφικό τους βήμα. Με την επιρροή του grunge, όλος ο κόσμος έγραφε πιο εσωστρεφείς στίχους, πιο μελαγχολική μουσική, ακόμα και οι μπαλάντες των rock καλλιτεχνών ήταν καταθλιπτικές. O Jon Bon Jovi με τον Richie Sambora, είχαν κάνει μια έντονη νύξη για την κατεύθυνση που θα είχε το “These days”, όταν μας σέρβιραν δυο νέες συνθέσεις, στο πρώτο ολοκληρωμένο best-of που κυκλοφόρησε στο τέλος του 1994, το “Cross road”. Τόσο το “Always” όσο και το “Someday I’ll be Saturday night”, δεν έχουν τον ερωτισμό του “Bed of roses”, ούτε την ανεμελιά του “I’ll sleep when I’m dead” αντίστοιχα. Προσέξτε πως αναφέρομαι σε δυο επιτυχημένα τραγούδια ενός δίσκου που είχε βγει μόλις δυο χρόνια νωρίτερα.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι, στιχουργικά, η δουλειά στο “Keep the faith” ήταν σαφώς πιο μεστή και αυτό απλά ανέβηκε δυο σκάλες παραπάνω στο “These days”. Τα τραγούδια είναι γεμάτα ποιητικές εκλάμψεις, δίχως πολλά σιρόπια, ακόμα και στις μπαλάντες. Θεματικά, πατάνε περισσότερο σε κοινωνικά ζητήματα (“Hey God”), προσωπικές αναζητήσεις σε θρησκευτικά θέματα (“Something to believe in”), καθημερινές ιστορίες αγάπης (“Damned”), ή καθημερινές δυσκολίες των νέων για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους (“These days”) πιάνοντας έτσι τον παλμό των εφήβων, που ακόμα το 1995 αγόραζαν δίσκους και CD. Βέβαια, ακόμα και στις πιο μελαγχολικές τους συνθέσεις, οι BON JOVI καταφέρνουν να δώσουν μια θετική αύρα και το άλμπουμ δεν είναι διόλου καταθλιπτικό, όμως άλλες κυκλοφορίες της εποχής. Στίχοι όπως “I’d bet my life on a roll of the dice for you” αυτό μας δείχνουν.

Αν η στιχουργική ωρίμανση μπορεί να χαρακτηριστεί αναμενόμενη, σίγουρα η μουσική τους εξέλιξη είναι αυτή που πραγματικά μαγνητίζει στο “These days”. Δεδομένου ότι λίγο πριν ξεκινήσουν να συνθέτουν για το άλμπουμ, ακόμα περιόδευαν παίζοντας τις παλαιότερες επιτυχίες τους, προξενεί απορία το πόσο μεγάλη στροφή κάνουν μουσικά. Στο “These days” υπάρχει ένα πιο χαλαρό, casual, ελεύθερο και λιγότερο γυαλισμένο παίξιμο. Ακόμα κι από τον τρόπο που ξεκινά το “Hey God” και το “Damned” με ομιλίες από το στούντιο, ή το πως χτίζει το άνοιγμα του “Something for the pain”.  Προσέξτε την κιθάρα του Sambora, για να καταλάβετε πόσο διαφορετικά έχει προσεγγίσει αυτό το άλμπουμ. Με γεμίσματα, τραβήγματα και licks που είναι πολύ πιο κοντά στον Jeff Beck, τον Keith Richards και τον Eric Clapton και έχουν μπει στον δίσκο από τον Peter Collins, που έκανε την παραγωγή, προκειμένου να ενισχυθεί αυτό το κλίμα αμεσότητας που ταίριαζε με την εποχή. Ο ήχος της Fender του, λιγότερο παραμορφωμένος, με μια σιγουριά και άνεση, που φανερώνει την αυτοπεποίθηση του Sambora και το χώρο που το δόθηκε στο άλμπουμ. Αυτό που ακούμε στο “My guitar lies bleeding in my arms”, ο Bob Rock δεν θα το έκανε ποτέ, ούτε σε demo. Κιθαριστικά, η δουλειά είναι εξαιρετική, ίσως η αποκορύφωση της συνθετικής ελευθερίας του Sambora.

Λίγο το “Blaze of glory”, λίγο το “Stranger in this town”, και κάτι το κλίμα που αργότερα θα έφερνε το “Destination anywhere” και το “Undiscovered soul”, στο “These days” φέρνουν ένα πιο Αμερικάνικο ήχο τόσο από τον JBJ όσο και από τον Richie Sambora αντίστοιχα, με τραγούδια που ακούγονται πιο προσωπικά, πιο άμεσα, που σε αγκαλιάζουν και σε συντροφεύουν. Ακόμα και 30 χρόνια αργότερα, ακούγονται επίκαιρα (“If I don’t believe in Jesus, how can I believe the Pope”), διαχρονικά και ξυπνούν συναισθήματα.

Από την άλλη στις πιο δυνατές στιγμές του δίσκου, οι κιθάρες είναι γεμάτες, μιξαρισμένες αρκετά μπροστά, δίνοντας μήνυμα πως το συγκρότημα δεν έχασε την δύναμή του. Το κάθε όργανο έχει τον χώρο του και πρέπει να επαινέσω τον David Bryan, που επιτέλους βρήκε πιο γήινους ήχους στα πλήκτρα του, με περισσότερο πιάνο και πιο ευχάριστο αποτέλεσμα, ενώ ακόμα και το μπάσο, με βαθύ, γεμάτο ήχο δίνει χαρακτήρα. Για πρώτη φορά, δεν αναφέρεται μπασίστας ως μέλος των BON JOVI, όμως στην πραγματικότητα, εδώ έχουμε το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του Hugh McDonald που επέστρεψε (αφού είχε ηχογραφήσει το αρχικό “Runaway”) για να εδραιωθεί αργότερα, ως μόνιμο μέλος.

Βέβαια, αν υπάρχει κάτι αρνητικό, είναι η υπερβολική αυτοσυγκράτηση στο δεύτερο μισό. Με τα “Letting you go” (γεμάτο πόνο, αλλά δεν με κέρδισε αρκετά), “Hearts breaking even” (χτίζεται με αρκετά όμορφο προς ένα έξοχο τελείωμα), “If that’s what it takes” (η μόνη εξαίρεση), και “Diamond ring” (εδώ οι απόψεις είναι διχασμένες)  σίγουρα πέφτει η ένταση και είναι κάτι που δεν συγχώρησα στον JBJ ποτέ, όσο κι αν μου άρεσαν τα περισσότερα από αυτά. Το λέω διότι είχαν γράψει περισσότερα τραγούδια που τελικά έμειναν έξω. Ευτυχώς το πρώτο μισό όμως, αγγίζει την τελειότητα, με έξι καταπληκτικά τραγούδια που όλα τους ανήκουν εύκολα σε κάποιο best-of. Συγκεκριμένα το ένα είναι καλύτερο από το άλλο.

Το “Hey God”, ανοίγει το άλμπουμ με άγριες διαθέσεις και έμελλε να είναι το τελευταίο, πέμπτο single του άλμπουμ. Το “Something for the pain” , το πρώτο που γράφτηκε για αυτή την δουλειά, δίνει δυνατό μήνυμα για εσωτερική δύναμη, όπως και το αγαπημένο μου ομώνυμο “These days” στο οποίο ο Jon Bon Jovi τραγουδά “There is nothing to hold on, but us, these days”. Μια αντι-μπαλάντα, το “This ain’t a love song”, πιο μεστό, με blues στοιχεία (α ρε Sambora), λες και έχει γραφτεί σαν αντίποδας στο “Always”, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία τους και μάλιστα κυκλοφόρησε με Ισπανικούς στίχους, για την τεράστια Ισπανόφωνη αγορά. Το “Lie to me”, λες και μιλάει για τα προβλήματα του Tommy και της Gina ξανά, είναι γεμάτο συναίσθημα και αγαπήθηκε εκείνη την εποχή από το MTV.

Η απλότητα είναι έντονη και στις φωτογραφίες της εποχής, το στυλ με τα μονόχρωμα μπλουζάκια, τα φανελάκια και τα τζιν, το φανερώνει αυτό, δίχως πολλά χαμόγελα, πιο σοβαροί και σε πολλές από αυτές, έχουν και γένια. Πιο σκούρα χρώματα, απλά ρούχα και κουρέματα πιο ελεύθερα.

Ο κύριος Bon Jovi, βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα. Τραγουδάει φοβερά, με ένταση, άλλοτε με κρυστάλλινη φωνή και αλλού, με μια νεόφερτη βραχνάδα στην φωνή που δίνει βάθος και ωριμότητα. Στα 33 του χρόνια, ήταν σίγουρα στην καλύτερή του φόρμα. Προσέξτε τα ρεφραίν και ειδικά το τελευταίο μέρος του “Something to believe in” (στα 4:00 λεπτά περίπου), ή την ένταση στο “Damned” και θα συμφωνήσετε μαζί μου.  Συμπαραστάτης του, ίσως περισσότερο από ποτέ, ο Richie ακούγεται ξεκάθαρα στα δεύτερα φωνητικά, με ελάχιστα – έως καθόλου – overdubs από τον αρχηγό. Ο Jon, για πρώτη φορά γράφει έναν ολόκληρο δίσκο, τόσο κοντά στον ήχο του μεγάλου του ήρωα, του Bruce Springsteen, δίχως να ξενίζει, δίχως να αποξενώνεται από ένα κοινό που κι αυτό πλέον έχει ωριμάσει.

Για ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε αφότου ο ηγέτης του είχε ήδη υπογράψει δισκογραφικό συμβόλαιο και είχε την ανάγκη να βρει μουσικούς, οι BON JOVI είχαν καταφέρει να δέσουν και να σφίξουν σαν γροθιά. Η αρχική πεντάδα, άντεξε πέντε δίσκους και άπειρες περιοδείες, μέχρι τελικά ο Alec John Such να κατέβει από το τρένο, αφού οι εθισμοί του, δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει με τον απαιτούμενο σεβασμό και την επιβάλλουσα προσοχή. Απειροελάχιστα έχουν βγει στην επιφάνεια (ακόμα και στο ντοκιμαντέρ) για το πώς οδηγήθηκε στην παραίτηση/απόλυση, κάτι που οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ο τελειομανής JBJ, που προσέχει υπερβολικά να μην αμαυρώσει τη φήμη της μπάντας.

Κλείνοντας, δεν πρέπει να αφήσω καμιά αμφισβήτηση για την αξία του “These days”. Ένα άλμπουμ που όχι μόνο διατήρησε το όνομα των BON JOVI, αλλά το ανέβασε στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, όσο κι αν δεν τα πήγε καλά στη χώρα τους. Το άλμπουμ αυτό τους οδήγησε σε εκείνες τις απίστευτες τρεις sold-out εμφανίσεις στο γήπεδο του Wembley πριν αυτό κλείσει για να ανακατασκευαστεί, που απαθανατίστηκαν στο βίντεο του “Live from London”. Ανέφερα παραπάνω τα καλύτερα τραγούδια του, που πραγματικά δείχνουν ένα συγκρότημα που σαν άλλος μεταξοσκώληκας, τρυπάει το κουκούλι του κι ετοιμάζεται να πετάξει ως πεταλούδα. Το άλμπουμ αυτό τους κράτησε μέχρι την αλλαγή της χιλιετίας και απέδειξε πως είχαν ό,τι χρειαζόταν για να συνεχίσουν να πρωταγωνιστούν. Κατανοώ πως όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στις καλύτερες στιγμές του συγκροτήματος, θα αρχίσει να αναφέρει τίτλους τραγουδιών από οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ, παρά το “These days”, όμως το πόσο δημιουργικό, ώριμο, διαχρονικό και σημαντικό ήταν για την ίδια την επιβίωση των BON JOVI, δεν μπορεί να παραλειφτεί. Γι’ αυτό αξίζει μια ιδιαίτερη θέση, ψηλά στις προτιμήσεις μου.

Did you know that:

Γράφτηκαν σχεδόν 40 συνθέσεις μέχρι να περιοριστούν σε 14. Οι 12 μπήκαν στο άλμπουμ, ενώ άλλες 2 – τα “All I want is everything” και “Bitter wine” – ήταν bonus tracks και κάποια μπήκαν σε μερικές εκδόσεις από τα single. Το ολοκληρωμένο άλμπουμ κυκλοφόρησε κάποιες περιορισμένες εκδόσεις με πολλά bonus, διασκευές και ζωντανά ηχογραφημένα κομμάτια.

Γιώργος “Vagabond King with a Styrofoam crown” Κουκουλάκης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here