Underground Halls Vol. 211 – FER DE LANCE & KING WITCH

0
426
Halls


















Halls

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

Photo by Matt Chains

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: FER DE LANCE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Fires on the mountainside”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Cruz del Sur Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
MP – Φωνητικά, κιθάρα
J. Geist – Κιθάρα
Rüst – Μπάσο
Scud – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Deezer
Spotify

Επιστροφή για τους ευέλπιδες epic heavy metallers, FER DE LANCE. Μετά το “Colossus” EP που γέννησε τις πρώτες προσδοκίες και το “The Hyperborean” που δεν ξέρω κατά πόσο τις εκπλήρωσε, καθώς ο πήχης τοποθετήθηκε από το EP πολύ ψηλά, η αμερικανική τετράδα (πλέον, μετά την αποχώρηση της κιθαρίστριας/τραγουδίστριας Mandy Martillo) κυκλοφορεί το επόμενό της πόνημα, “Fires on the mountainside”, ευελπιστώντας να ξεπεράσει εαυτόν, επικριτές και σκεπτικιστές και να καθιερωθεί μια και καλή στην εμπροσθοφυλακή του σύγχρονου, επικού metal.

Ήμουν από αυτούς που τους άρεσε το “The Hyperborean”. Το όλο concept του, η ιστορία ενός ναυτικού που εγκαταλείπει τον «πολιτισμένο» κόσμο αναζητώντας μια νέα, παρθένα και βάρβαρη γη, ώστε να γλιτώσει από τα δεινά του, είχε ένα έντονο φιλοσοφικό υπόβαθρο να το στηρίζει. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μουσική και το artwork, με έκαναν να περιμένω ακόμη καλύτερα πράγματα στο μέλλον. Σαφώς δεν ήταν δυνατόν να γίνει λόγος για ένα αριστούργημα ή για ένα κλασσικό άλμπουμ, εν τούτοις οι FER DE LANCE έδειχναν πως είχαν μια δυναμική και αρετές πάνω στις οποίες αν δούλευαν, θα πετύχαιναν.

Δεν έγραψα τυχαία για «επικριτές και σκεπτικιστές». Η περίπτωση των FER DE LANCE, είναι από αυτές που «γεννούν» συζητήσεις. Βλέπεις, το ευρύτερο επικό metal δίνει από μόνο του αφορμή για διαχωριστικές τάσεις, αφορισμούς κι ελιτισμό της κακιάς ώρας. Όλοι αυτοί βέβαια που διατυμπανίζουν πως υπάρχει μόνον ένας συγκεκριμένος τρόπος να παίζει κάποιος επικά, αγνοούν φυσικά την πιο σημαντική λεπτομέρεια, πως το “epic metal” δεν υπάρχει ως είδος αλλά αποτελεί προσδιορισμό είδους. Επικό μπορεί να είναι το οτιδήποτε, από το rock μέχρι το black metal. Το «χωνευτήρι» είναι τεράστιο και ο μύλος είναι τόσο καλός, που στ’ αλήθεια αλέθει τα πάντα. Αρκεί να υπάρχει ανοικτό μυαλό, ταλέντο και να λείπουν οι παρωπίδες.

Οι FER DE LANCE το έχουν καταλάβει απόλυτα αυτό. Μέσα από το δικό τους «φίλτρο», περνούν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους ακούσματα, που όλα όμως έχουν κοινό παρονομαστή το επικό συναίσθημα: Το βόρειο, παγωμένο μέταλλο των BATHORY και SCALD, την αρχέγονη μαγεία των RAINBOW και DIO, την φιλοσοφική προσέγγιση των ATLANTEAN KODEX, τις κέλτικες ρίζες των PRIMORDIAL και SOLSTICE, το σκότος των ROTTING CHRIST. Η αφηγηματικότητα του “Fires on the mountainside” είναι ίσως το δυνατότερο χαρτί του. Οι Αμερικανοί «απλώνουν» τις συνθέσεις, δίνουν άπλετο χώρο στις ετερόκλητες επιρροές ώστε αυτές να «δέσουν» σε ένα κοινό όραμα και στο τέλος, πετυχαίνουν κάτι το φαινομενικά ακατόρθωτο, ή έστω εφικτό για πολύ λίγους, εν έτει 2025: Αποκτούν δικό τους, χαρακτηριστικό ήχο και ξεχωριστή αισθητική!

Ο πίνακας του Albert Bierstadt (“Mount Vesuvius at midnight”, 1868), βουλώνει τα στόματα όλων όσων θεωρούν πως το ΑΙ είναι τέχνη. Το 12σέλιδο βιβλιαράκι αντιτίθεται στην προχειρότητα που πολλοί επιδεικνύουν. Η παραγωγή των Matt Russell και Arthur Rizk είναι πολύ καλή και αβαντάρει την κατά βάση λιτή και εντυπωσιακά ατμοσφαιρική/μυσταγωγική μουσική. Τα φωνητικά ταιριάζουν κι αυτά απόλυτα, με τη χροιά να αλλάζει από ηρωική σε brutal με τέτοια φυσική ικανότητα, που σε μένα τουλάχιστον, δημιουργεί την απορία αν μπορεί να «αποτυπωθεί» ανάλογα και υπό συνθήκες live. Για τη μουσική δεν έχω καμία αμφιβολία, επί σκηνής θα είναι λογικά «απογυμνωμένη» και αυτό είναι, από μόνο του, άκρως ιντριγκαδόρικο!

Φίλοι του επικού metal από όπου αυτό κι αν προέρχεται, metalheads με ανοικτούς ορίζοντες και κυνηγοί της ποιότητας και της καλαισθησίας, οι FER DE LANCE σας προσφέρουν έναν δίσκο που είναι για όλους εσάς. Έναν δίσκο που ταξιδεύει τον ακροατή και τον βάζει μέσα στην ατμόσφαιρά του. Τον κάνει συμπρωταγωνιστή. Πόσους τέτοιους δίσκους θα ακούσουμε φέτος, άραγε;

(8,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

Photo by Simon Anger

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: KING WITCH
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “III”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Listenable Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Laura Donnelly – Φωνητικά
Jamie Gilchrist – Κιθάρα
Rory Lee – Μπάσο
Andrew Scott – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
King Witch Bandcamp
Listenable Records Bandcamp
Facebook
Deezer
Spotify
Tidal

«Δημιουργήθηκαν στα τέλη του 2015, στους σκοτεινούς δρόμους του παλιού Εδιμβούργου…». Έτσι ξεκινά το βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει το promo του ολοκαίνουργιου άλμπουμ των KING WITCH. Για όσους δεν τους γνωρίζουν, βέβαια. Για μας που τους ακολουθούμε από την πρώτη μέρα, όλη τους η πορεία είναι γνωστή. Εδώ γίνεται λόγος για μια από τις καλύτερες μπάντες της γενιάς τους, για μια μπάντα που με σταθερά βήματα χτίζει τον δικό της υπέροχο μουσικό κόσμο. Και το λέω αυτό χωρίς υπερβολή, χωρίς το οπαδικό συναίσθημα να επικρατεί της λογικής.

Δύο EPs, το παρθενικό Shoulders of giants (2015) και το “Worship the riffs” (2021) με τον τόσο ταιριαστό τίτλο και τις εκπληκτικές διασκευές στα “Children of the sea” και “The thing that should not be” και δύο full lengths, τα Under the mountain (2018) και Body of light (2020) έχουν να παρατάξουν οι Σκότοι φίλοι μας ως τώρα. H ποιότητα και στις τέσσερεις αυτές δουλειές, ξεχειλίζει. Και ακριβώς αυτή η ποιότητα ήταν που, σε συνδυασμό με την εκρηκτική τους live παρουσία, τους έφερε σε πολλές σημαντικές σκηνές στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους σε Sweden Rock, Desertfest, Bloodstock και την περιοδεία με τους επίσης καταπληκτικούς GREEN LUNG. Όχι κι άσχημα, ε;

Να ’μαστε λοιπόν στο τρίτο ολοκληρωμένο άλμπουμ της εξαιρετικής αυτής μπάντας, με τίτλο… III. Την έχει την πλάκα της η λατινική αρίθμηση, ως τίτλος. Σου λέει ο καλλιτέχνης πού να ψάχνω τώρα να βρίσκω τίτλο, ας χρησιμοποιήσω ως τέτοιον το λατινικό «τρία» που είναι και ωραίο, «ψαρωτικό». Αστειεύομαι, αλλά και αλήθεια να είναι αυτό, δε βλέπω κάτι λάθος! Άλλωστε, εξώφυλλα (αν και το αντίστοιχο του “III” είναι όπως βλέπεις πολύ όμορφο) και τίτλοι μικρή σημασία έχουν, μπροστά στη μουσική.

Σταθερά στο roster της γαλλικής Listenable Records, την οποία συμπαθώ πολύ έτσι κι αλλιώς, μιας και το σήμα της είναι ένα tribute στους JUDAS PRIEST και το “Screaming for vengeance”, οι KING WITCH του 2025 είναι μάλλον στην καλύτερη φάση της καριέρας τους ως τώρα. Με νέο drummer τον Andrew Scott και περίσσια έμπνευση, η υπόλοιπη τριάδα των Donnelly/Gilchrist (ανδρόγυνο οι δυο τους) και Lee μοιάζει έτοιμη για σπουδαία πράγματα! Όλα εδώ, μαρτυρούν και δείχνουν μπάντα έτοιμη να ανέβει στο πάνω-πάνω ράφι: Η παραγωγή του Gilchrist είναι σεμιναριακή. Τα κομμάτια είναι δουλεμένα ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι επιρροές σωστές και η προσωπική σφραγίδα, εμφανής. CANDLEMASS, SOUNDGARDEN, THE QUILL, ORANGE GOBLIN στα πολύ «μεταλλικά» τους, GREEN LUNG, KHEMMIS, AVATARIUM… Στο “III” υπάρχει doom metal και heavy rock, όπως αυτά ΠΡΕΠΕΙ να ακούγονται!

Θεόρατο rhythm section (ειδικά τα τύμπανα σείουν τα πάντα γύρω σου με το old school παίξιμό του Andrew Scott), ακόμη πιο θεόρατες κιθάρες, ακόμη (!) πιο θεόρατα φωνητικά… Η Laura είναι η καλύτερη τραγουδίστρια που θα ακούσεις φέτος και «παίζω ξύλο» για αυτό. Οι ερμηνείες της είναι απίστευτες. Λογικά είναι και υπεύθυνη για τους στίχους οι οποίοι, εναρμονισμένοι με την καθημερινότητα γύρω μας, εστιάζει στο πού βρίσκεται η ανθρώπινη φυλή αυτή τη στιγμή, στην αλλόκοτη όσο και εμφανή επιθυμία μας να καταστρέψουμε τους εαυτούς μας και στον ψυχικό αγώνα που δίνουμε όσοι έχουμε μυαλό στο κεφάλι, να αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την παράνοια και να συνεχίσουμε να ζούμε μια θετική ζωή.

Το “III” είναι σίγουρα ισάξιο του έξοχου “Body of light”. Αν αποδειχθεί καλύτερο, αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Όπως θα δείξει, πάλι ο χρόνος, αν είμαι όντως πολύ αυστηρός και μπορούσα να βάλω και μισό βαθμό παραπάνω. Δε θα το κάνω όμως, γιατί θέλω να «πιέσω» το συγκρότημα, την επόμενη φορά, να κυκλοφορήσει ένα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Μοναδική απορία μου, όχι ένσταση, είναι για ποιον λόγο η μπάντα έβγαλε στη δημοσιότητα ως πρώτα κομμάτια δύο από τις αργές και πιο υποβλητικές τις συνθέσεις και όχι κάποια από τις πιο up tempo, όπως για παράδειγμα το καταπληκτικό “Suffer in life” που όταν το ακούσεις, θα χάσεις τον αυχένα σου από το headbanging.

(8,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here