A day to remember… 9/10 [BATHORY]

0
146

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Destroyer of worlds” – BATHORY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Black Mark Production
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Thomas Börje “Quorthon” Forsberg, Stig Börje “Boss” Forsberg, Mikael “Mimo” Moberg
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: Thomas Börje “Quorthon” Forsberg (μουσική, στίχοι)

“I am become death, destroyer of worlds”, λέγεται πως αναφώνησε ο J. Robert Oppenheimer όταν τελειοποίησε την ατομική βόμβα και συνειδητοποίησε τι είδους εφεύρεση έδινε στην Ανθρωπότητα. Πιθανότατα να είχε διαβάσει και το “Bhagavad Gita” («To Θείο Τραγούδι»), ένα από τα σημαντικότερα ιερά κείμενα του Ινδουϊσμού όπου ο θεός Vishnu αυτοπαρουσιάζεται ως ο Χρόνος, ο καταστροφέας των κόσμων, και από εκεί να εμπνεύστηκε. Αν λοιπόν για τον Oppenheimer κάνουμε εικασίες διάφορες, για τον Quorthon σχεδόν είμαστε σίγουροι. Από τους πιο μελετηρούς και «διαβασμένους» μουσικούς, είναι βέβαιο πως «βούτηξε» τη φράση αυτή από τις παραπάνω περιπτώσεις και τη χρησιμοποίησε για τίτλο στην τότε νέα του δισκογραφική, υπό το όνομα των BATHORY, απόπειρα.

Τί μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε το όνομα BATHORY, εκτός φυσικά από τη γνωστή κόμισσα με τα κάπως… εχμ… ιδιαίτερα γούστα; Φυσικά το προσωπικό σχήμα μιας «Ιανικής» προσωπικότητας όπως αυτής του Quorthon, που κατάφερε να θεωρείται εκ των βάσεων τόσο του black metal, όσο και του ευρύτερου επικού ήχου, πολύ πριν η χαζή ορολογία “Viking metal” έρθει και καθιερωθεί, «εμπνευσμένη» από μυαλά αντιστοίχως «φαεινά» με αυτά που σκέφτηκαν το “female fronted metal” (αν τραγουδά γυναίκα στο συγκρότημα ακούγεσαι το ίδιο, είτε λέγεσαι CHASTAIN είτε XANDRIA), το “stoner” (παίζεις μόνο αν καπνίζεις «χόρτο» και φοράς πουκάμισο) ή το “hair metal” (εννοείται οι καραφλοί απαγορεύονται). Το σταυροδρόμι των δύο αυτών κόσμων, το βρίσκεις στο θηριώδες “Blood fire death” όπου οι πρώτοι μεγαλειώδεις επικοί ύμνοι (το “Odens ride over Nordland” και το ομότιτλο magnum opus) συμπορεύονται αρμονικά με σαρωτικές black/thrash συνθέσεις. Ο Quorthon το 1996, με το τιτάνιο “Blood on ice”, είχε αφήσει πίσω του τόσο τις κακές μέρες των “Requiem” και “Octagon”. Το άλμπουμ εκείνο όμως ήταν ήδη εν πολλοίς έτοιμο χρόνια πριν, ως το τρίτο μέρος της τριλογίας των “Hammerheart” και “Twilight of the Gods”. Κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί την επόμενή του κίνηση. Μόνο υποθέταμε πως για να έβγαλε στην επιφάνεια το “Blood on ice”, αυτή την κατεύθυνση θα έπαιρνε εκ νέου.

Πατώντας το “play” και ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με τις πρώτες τρεις συνθέσεις, ο ακροατής προς στιγμή επιβεβαιώνεται. Το αργά, επιβλητικά “Lake of fire” και “Ode” μαζί με το στακάτο, πολεμικό ομώνυμο κομμάτι, δημιουργούσαν την εντύπωση πως το “Destroyer…” είναι άλλο ένα επικό manifesto, από εκείνα που περισσότερο με ταξίδια στον χρόνο μοιάζουν, παρά με δίσκους μουσικής. Το “Pestilence” προς στιγμή παίρνει από πάνω σου την «κρυάδα» του κακού “Bleeding” που είχε μεσολαβήσει, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει τη ραγδαία καθοδική πορεία που «τραβά» το άλμπουμ. Φαίνεται πως αυτό που ήθελε να πετύχει εκείνη τη χρονική στιγμή ο Quorthon, συνθέτοντας και ηχογραφώντας το “Destroyer of worlds”, ήταν να επιστρέψει στις εποχές του “Blood fire death” και να συνδυάσει ξανά τις δύο μεγάλες του αγάπες, τον επικό και τον ακραίο ήχο. Το αποτέλεσμα όμως κάθε άλλο παρά τον δικαίωσε. Ακολουθούν όχι ένα, ούτε δύο, αλλά επτά (!) απαράδεκτα κομμάτια, τα οποία χαρακτηρίζονται από τον συνδυασμό ενός ιδιότυπου thrash με εξίσου sub-standard (και σε σημεία κάκιστους) στίχους, που δεν τιμούν έναν «metal ποιητή» σαν τον δημιουργό τους. Πρόχειρα, κακογραμμένα και κακοπαιγμένα, μετατρέπουν την ακρόαση σε πραγματικό μαρτύριο. Πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του δίσκου και στο “Days of wrath”, για να επανέλθει η ποιότητα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Quorthon «πυροβόλησε τα πόδια του» και σε ερμηνευτικό επίπεδο. Χωρίς ποτέ να διεκδικούσε δάφνες όχι καλού, αλλά ούτε καν τραγουδιστή, η φωνή του είχε αυτό το ιδιότυπο «χρώμα» που ταίριαζε με τη μουσική και στο τέλος σε έκανε να μη μπορείς να φανταστείς τα τραγούδια του ερμηνευμένα από άλλον. Στο “Destroyer…” αν εξαιρέσουμε τα σοβαρά τραγούδια, στα υπόλοιπα η φωνή ισούται με παρατράγουδο.

Ακόμη και σήμερα δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να παρουσιάζει κάποιος έναν τόσο ανομοιογενή, σε μουσικό, στιχουργικό, ερμηνευτικό καθώς και σε επίπεδο παραγωγής, δίσκο. Λες και τα ακραία κομμάτια να ήταν «περισσεύματα» από τα απαράδεκτα “Requiem” και “Octagon”. Σα να ήταν οι μεγαλεπήβολες συνθέσεις αντίστοιχα υπολείμματα των ηρωικών albums του παρελθόντος. Μη θυμηθώ και την αποθέωση που γνώρισε όταν βγήκε στην αγορά… Όπως και να ’χει, το “Destroyer of worlds” έμεινε στην ιστορία ως μια πολύ μέτρια προσπάθεια, και η κυκλοφορία με τη μεγαλύτερη διάρκεια σε ολόκληρη τη BATHORY δισκογραφία. Αν είχαμε τις καλές στιγμές μαζεμένες σε ένα EP, θα αποθεώναμε. Αν πάλι όλος ο δίσκος ήταν σε αυτά τα επίπεδα, θα γινόταν λόγος για τον διεκδικητή μιας πολύ υψηλής θέσης στη τελική κατάταξη της BATHORY λίστας. Επειδή όμως τίποτα από τα δύο δεν συνέβη, η απόκτησή του επιβάλλεται μόνον αν είσαι φανατικός οπαδός του Quorthon και μαζεύεις τα πάντα. Για όλους τους υπολοίπους, ευτυχώς, ήταν μια κακή παρένθεση και από τα πρώτα δευτερόλεπτα του πρελούδιου του “Nordland”, μόλις έναν χρόνο μετά, έγινε ξεκάθαρο πως το νερό κυλά ξανά στο σωστό…αυλάκι.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here