JUDAS PRIEST – “Invincible shield” (Columbia/Sony Music) (ομαδική κριτική)

0
7329
Judas Priest












Judas Priest

JUDAS PRIEST = Heavy Metal. Αν διαφωνούμε με αυτό, τότε δεν βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Το ίδιο συμβαίνει αν διαφωνείτε πως τα δύο προηγούμενα άλμπουμ των Βρετανών (“Redeemer of souls” και “Firepower”), δεν είναι πολύ καλά, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη τα 50 χρόνια ιστορίας και τους 19 (πλέον) στούντιο δίσκους που έχουν βγάλει.

Πάμε τώρα στο “Invincible shield”. Τα πρώτα δείγματα γραφής που είχαν βγει, με είχαν αφήσει αρκετά, αλλά όχι απόλυτα ικανοποιημένο. Δηλαδή έδειχναν ότι οι PRIEST πρόκειται να βγάλουν έναν πολύ καλό δίσκο, που όμως πιθανότατα δεν θα είναι “Firepower”. Και ξέρετε κάτι; Κάπως έτσι είναι τελικά το πόρισμά μου. Μιλάμε για έναν πολύ καλό δίσκο, που όμως μάλλον επειδή είχαν βγάλει ένα “Firepower” προηγουμένως, δεν δημιουργεί έναν απόλυτο χαμό στη μουσική μας.

Νομίζω πως όλοι μας συμφωνούμε/υποθέτουμε ότι κοιτάζοντας τα credits του δίσκου, ο Glenn Tipton μάλλον μπαίνει σ’ αυτά έχοντας τη μικρότερη συμμετοχή. Έπειτα υπάρχει ο Rob Halford και ο Richie Faulkner. Διαφωνεί κανείς ότι τη μερίδα του λέοντος στη σύνθεση, έχει αναλάβει ο ξανθομάλλης κιθαρίστας; Γνωρίζετε πολλούς που θα έμπαιναν από το πουθενά στους JUDAS PRIEST και θα έκαναν το συγκρότημα να αναθεωρήσει την απόφασή του περί απόσυρσης και μάλιστα να τους βοηθήσει να γράψουν μερικούς πολύ καλούς δίσκους; Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, αν και που υπάρχει πρόβλημα και σε αυτό, που ένας μεγάλος οπαδός ενός γκρουπ που παίζει κιόλας στο σχήμα, γράφει τη μουσική!!! Οι PRIEST ακούγονται πιο PRIEST από ποτέ, έβγαλαν ένα δίσκο που να μπορεί να γεφυρώνει πολλές από τις περιόδους τους. Από τα 70s, το “Painkiller”, το “Turbo” και τη χρυσή περίοδο των 80s. Εμείς, το αγοραστικό κοινό, ενδιαφερόμαστε μονάχα για το αν το τελικό προϊόν που παίρνουμε στα χέρια μας, αξίζει τα χρήματα που επενδύσαμε για να το αγοράσουμε.

Το “Invincible shield” αξίζει τα χρήματα αυτά στο απόλυτο. Συμφωνώ, υπάρχουν 2-3 στιγμές που είναι κατά τι κατώτερες των υπολοίπων, αλλά και σε ποιον δίσκο δεν συμβαίνει αυτό; Από την άλλη, τουλάχιστον τα δύο από τα τρία bonus tracks, έμπαιναν άνετα στο δίσκο (μην σας πω ότι το “Fight for your life” είναι το αγαπημένο μου ή τουλάχιστον έχει το αγαπημένο μου ρεφρέν).

Συμπερασματικά, αδυνατώ να φέρω στο μυαλό μου άλλο συγκρότημα που μετά από 50 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, βγάζει σερί τόσο καλούς δίσκους και κάθε φορά σε κάνει να θέλεις να πας να τους δεις όχι μόνο για να απολαύσεις τους ύμνους του παρελθόντος, αλλά και τα καινούργια του τραγούδια.

Από κάτω, αρκετά μέλη της συντακτικής μας ομάδας, αναλύουν πιο πολύ το “Invisible shield”…

8,5 / 10

Σάκης Φράγκος

“Το μέλλον πλέον φαντάζει πιο ευοίωνο. Οι JUDAS PRIEST όχι μόνο θα επισκεφτούν τη χώρα μας μέσα στην χρονιά, αλλά θα έχουν και στις αποσκευές τους ένα φοβερό δίσκο.” Έτσι ξεκινούσα την παρουσίαση του “Firepower” και θα μπορούσα κάλλιστα να γράψω τα ίδια για το νέο τους πόνημα. Βλέπετε, το “Invincible shield” πατάει στα ίδια βήματα των βρετανών και εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το δεύτερο μέρος μιας επιτυχημένης συνταγής. Αν και συνήθως η επανάληψη της ίδιας συνταγής είναι αποτυχία, εδώ ο Ιερέας έρχεται ως η εξαίρεση του κανόνα.

Ας σταθούμε λίγο στις διαφορές. Ο Tom Allom, εδώ συνεργάζεται μόνο σε δυο τραγούδια, ως συμπαραγωγός του Andy Sneap, κάτι που με ωθεί να πιστέψω πως τα “Sons of thunder” και “Giants in the sky” υπάρχουν από τις μέρες του προηγούμενου άλμπουμ (μένει να επιβεβαιωθεί αυτό). Στα χρώματα της φωτιάς που κυριαρχούσαν στο “Firepower”, έρχεται να προστεθεί μια άλλη νότα, με συνθέσεις που έχουν μια πιο 70s αισθητική, κάτι που στο εξώφυλλο αποδίδεται με το έντονο μπλε χρώμα. Για τέταρτη φορά υπάρχει σύνθεση του Bob Halligan (τα προηγούμενα ήταν τα “(Take these) Chains” -1982, “Some heads are gonna roll”-1984, “Twist”-2000 από το πρώτο προσωπικό του HALFORD), έστω και μόνο στην Deluxe edition, επίσης σε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση. Με τα “Trial by fire” και “Crown of thorns” να ήταν κατώτερα των προσδοκιών μου, τολμώ να πω ότι υπάρχουν σαφώς ανώτερες συνθέσεις. “Gates of Hell”, “The serpent and the King”, “Devil in disguise” αλλά και το ομώνυμο, είναι κορυφαία, μαζί με το πολυακουσμένο πλέον “Panic attack”.

Με λίγα λόγια το “Invincible shield” δεν φτάνει το μεγαλείο του “Firepower”, αφού υπάρχουν κάποιες μικρές παραφωνίες, αλλά σίγουρα το ακουμπάει δίνοντάς μας άλλον έναν τεράστιο δίσκο από τους JUDAS PRIEST. Το μοναδικό metal σχήμα που δισκογραφεί για έκτη πλέον δεκαετία! Unleash the PRIEST!

8 / 10 

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

Rob Halford-τραγούδι ετών 72, Glenn Tipton-κιθάρα ετών 76, Ian Hill-μπάσο ετών 72, Scott Travis-drums ετών 62. 4 μουσικοί οι οποίοι λόγω ηλικίας θα μπορούσαν να είναι ο καθένας στο σπίτι του, να απολαμβάνει τις πολλές δάφνες επιτυχίας που έχει κερδίσει και απλά να ξεκουράζεται, τώρα πια, χωρίς κανείς να μπορεί να του προσάψει την αποχή του από τα heavy metal δρώμενα. Όλοι όμως αντί να πράττουν τα παραπάνω, μαθημένοι αλλιώς, θέλουν να αποτελούν πάντα ένα συγκρότημα παράδειγμα προς μίμηση.

Εδώ και κάποιους μήνες, ακούγοντας όλα τα τραγούδια που προϋπάντησαν τον καινούργιο δίσκο, είχα ανάμικτα συναισθήματα, αφού δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν όλα το ίδιο. Έτσι δεν περίμενα και κάτι πολύ ιδιαίτερο από την συνολική κυκλοφορία, απλά ένα καλό album συντήρησης. Το ίδιο το συγκρότημα όμως, εδώ και ελάχιστες μέρες που μας παρουσίασε την καινούργια του δουλειά, «έκλεισε» και πάλι πολλά στόματα και διέλυσε κάθε σύννεφο δυσπιστίας που μπορεί να υπήρχε, αφού δημιούργησε ένα απροσδόκητα καλό άλμπουμ.

Το group πήρε την σκυτάλη από το “Firepower”, θέλοντας να προσφέρει στον οπαδό αυτό που ακριβώς θέλει, δηλαδή ακόμα περισσότερα τραγούδια που να έχουν 100% την ηχητική τους ταυτότητα, κάτι που κατάφεραν, από φαίνεται εύκολα. Το “Invincible shield”, έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουμε αγαπήσει στους JUDAS PRIEST, με τραγούδια που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στακάτα κιθαριστικά ριφ, μελωδίες που άμεσα θα σου καρφωθούν στο μυαλό, πολλά υμνικά μέρη σε γρήγορους ρυθμός και ρεφρέν που θα τραγουδάς ακόμα και όταν κάνεις μπάνιο. Αν και θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν μια «κόπια» του προηγούμενου album, με παρόμοιες, στο στήσιμο, συνθέσεις, απλά για να διατηρήσουν το όνομα τους «ζεστό» στα χείλη των οπαδών, και να περιοδεύσουν, εκείνοι μπόλιασαν με πολύ ωραίο τρόπο στις νέες συνθέσεις, αρκετά στοιχεία από το ηχητικό παρελθόν τους, κάνοντας το δίσκο ακόμα πιο άμεσο στον ακροατή.

Το σχήμα στα προηγούμενα δυο άλμπουμ, αλλά και στο καινούργιο, έχει διατηρήσει τους ίδιους δημιουργούς συνθέσεων. Έτσι οι Halford, Tipton και Faulkner, έχουν πια «δέσει» αρκετά και βάση τελικού αποτελέσματος, έχουν το ταλέντο να γράφουν τραγούδια που θα ακούγονται για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, αφού όλα δημιουργούν περίτρανα μια νεανική ηχητική φρεσκάδα.

Είμαι σίγουρος ότι διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, οι πιο πολλοί, έχετε ήδη ακούσει το δίσκο. Προσωπικά κάθε φορά που το ακούω, δεν μπορώ να πατήσω το stop. Η νέα δουλειά παρόλο που έχει 11 συνθέσεις όλες, εκτός μιας, να διαρκούν πάνω από 4 λεπτά, δεν κουράζουν και όλη η ροή είναι πάρα πολύ καλή, ακόμα και στα 3 επιπλέον τραγούδια που θα βρίσκονται στην deluxe έκδοση. Φυσικά αυτό δεν θα γινόταν αν οι συνθέσεις δεν ήταν σε υψηλό επίπεδο. Έτσι και το “Invincible shield”, είναι η απλή απόδειξη ότι οι JUDAS PRIEST, δεν λένε να τα παρατήσουν και να βγουν στην σύνταξη ακόμα, προς τέρψη όλων μας.

8,5 / 10

Θοδωρής Μηνιάτης

Πέντε δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, “Rocka rolla”, έξι χρόνια μετά το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ “Firepower” (2018) και δύο χρόνια μετά την ένταξη τους στο “Rock and Roll Hall of Fame” (τα εισαγωγικά δεν μπαίνουν τυχαία), οι τεράστιοι JUDAS PRIEST εξακολουθούν να είναι εδώ και μάλιστα σε πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι σε διακοσμητικό, όπως μοιραία κατέστησε ο χρόνος πολλούς καλλιτέχνες της σειράς τους.

Το “Invincible shield”, που μόλις βγήκε, είναι το 19ο στούντιο άλμπουμ τους. Την παραγωγή έχει επιμεληθεί ξανά ο ταλαντούχος Andy Sneap (που εκτελεί και καθήκοντα δεύτερου κιθαρίστα στις περιοδείες της μπάντας), πετυχαίνοντας έναν άρτιο, γεμάτο και γρανιτένιο ήχο, τοποθετώντας με επιτυχία τις συνθέσεις των Glenn Tipton (κιθάρα), Richie Faulkner (κιθάρα)  και Rob Halford (φωνητικά) στο 2024 και αναδεικνύοντας παράλληλα, τον δυναμισμό του rhythm section των Ian Hill (μπάσο) και Scott Travis (ντραμς). Το μάτι χορταίνει από το εξώφυλλο του γνωστού και μη εξαιρετέου Mark Wilkinson, που έχει επιμεληθεί τα άλμπουμ της μπάντας από το “Ram it down” μέχρι και σήμερα (πλην του “Demolition”).

Ας πάμε στο ψητό: αξίζει το “Invincible shield”; Είναι ένας ακόμα PRIEST δίσκος που θα αφήσει εποχή; Λίγο-πολύ όλοι έχουμε πάρει μία ιδέα από τα single του άλμπουμ, που βγήκαν μεταξύ Οκτωβρίου 2023 και Φεβρουαρίου 2024. Το “Invincible shield” έχει μπόλικη ενέργεια και σαρωτικό ήχο, αυτό δεν επιδέχεται αμφιβολίας. Στα 72 του, ο Halford καταφέρνει να δώσει εξαιρετικές ερμηνείες, οι Faulkner και Tipton παίζουν ανελέητα και δεν κρατιούνται καθόλου, χωρίς γίνονται φλύαροι, οι Hill και Travis προσφέρουν το κονίαμα για να δέσουν όλες οι ιδέες και η μία ώρα και κάτι που διαρκεί το άλμπουμ περνάει εύκολα.

Κορυφαία τραγούδια για εμένα είναι τα “Panic attack” (με την εντυπωσιακή retro synth εισαγωγή), “Crown of horns”, “Gates of Hell”, “As God is my witness” “Trial by fire” και “Fight for your life”. Τα “The Serpent and the King”, “Invincible Shield”, “Sons of thunder” και “Vicious circle” (ένα από τα τρία bonus τραγούδια της deluxe έκδοσης) είναι πάνω κάτω στο ίδιο στυλ, γρήγορα, δυνατά, “in your face” με έξυπνες ιδέες στις δισολίες, χωρίς πολλές περιστροφές, αλλά κάπου επαναλαμβανόμενα. Το “Escape from reality” δεν μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, ενώ τα “Devil in disguise” και το πιο οπερατικό “The Lodger” (κι αυτό bonus της deluxe έκδοσης κι έχει γραφτεί από τον Bob Halligan Jr.) έχουν λίγο πιο μοντέρνα vibes, τραγούδια που θα μπορούσαν να γράψουν και οι GHOST. Στιχουργικά, το “Invincible shield” κινείται στα γνωστά θέματα, ένας ατελείωτος αγώνας για την ζωή, δύναμη κόντρα στις δυσκολίες, η γλύκα της αμαρτίας και ένας φόρος τιμής στο metal και τους πρωτεργάτες του, όπως ακούμε στο “Giants in the sky” (αφιερωμένο στον Lemmy και τον Ronnie James Dio).

Δεν θα μπω στην διαδικασία να συγκρίνω το “Invincible shield” με τα αριστουργήματα μέχρι και το “Painkiller”. Πολύ απλά επειδή δεν πρόκειται για την ίδια μπάντα και την ίδια εποχή. Αυτό που θα κάνω όμως είναι να αντιπαραθέσω την προηγούμενη τους δουλειά, το φανταστικό “Firepower”, που ανέβασε τον πήχη και τις προσδοκίες του κόσμου για τούτο το άλμπουμ. Και φαίνεται πως αυτό εδώ χάνει στα σημεία. Όχι ότι το καθιστά κακό ή μέτριο, απλά με λιγότερα αξιομνημόνευτα τραγούδια που να σου κολλάνε στον εγκέφαλο από την πρώτη φορά που θα τα ακούσεις. Αυτή η έλλειψη της δυναμικής του μεγάλου hit, η όποια επανάληψη στο χτίσιμο των τραγουδιών και η σοβαρή πιθανότητα να μην μείνει ένα μεγάλο κόλλημα από κάποιο τραγούδι του “Invincible shield” είναι οι μοναδικοί λόγοι που θα με οδηγήσουν να του δώσω ένα καλό οχτάρι, μιας και παρά τον ανταγωνισμό, το βλέπω άνετα να μπαίνει στα άλμπουμ της χρονιάς.

8 / 10

Κώστας Τσιρανίδης

Έξι χρόνια μετά το καταιγιστικό “Firepower” οι απόλυτοι ΘΕΟΙ του Heavy Metal, οι ασύγκριτοι JUDAS PRIEST, επιστρέφουν για τα καλά στον θρόνο τους.  Όχι ότι τον είχαν εγκαταλείψει και ποτέ. Απλά, ίσως θα περίμενε κανείς μετά από μισό αιώνα δισκογραφικής πορείας και με την καριέρα τους να οδεύει σιγά σιγά προς τη δύση τους (ας είμαστε ρεαλιστές, ο χρόνος είναι αδυσώπητος για όλους….), να παρουσιάσουν σημάδια κόπωσης ή κορεσμού, κάτι που δεν θα ήταν και κατακριτέο, εξάλλου οι PRIEST δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν.  Παρόλα αυτά, τα πρώτα δείγματα που διέρρευσαν από το νέο άλμπουμ με τίτλο “Invincible shield”, κατέδειξαν σαφείς τις  προθέσεις τους να μην τα παρατήσουν τόσο εύκολα και να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο που ενδεχομένως να μην είναι εφάμιλλο του “Firepower” αλλά τουλάχιστον να είναι τίμιο και αξιοπρεπές.  Προσωπικά αν με ρωτάτε, με διέψευσαν, και με τρόπο πανηγυρικό.

Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι έχετε ήδη ακούσει το άλμπουμ και έχετε διαμορφώσει μια άποψη, υπάρχει και εδώ η ομαδική κριτική για επιπλέον συμπεράσματα. Η δική μου γνώμη είναι ότι το “Invincible shield”, αν και λιγότερο τραχύ και επιθετικό από τον προκάτοχο του, συνολικά στέκεται επάξια δίπλα του. Μέσα στο “Invincible shield” υπάρχουν στοιχεία από τους PRIEST της δεκαετίας του ‘70, του ‘80 και φυσικά της πιο πρόσφατης περιόδου τους. Πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το άλμπουμ περιέχει κομμάτια που σίγουρα θα αγαπηθούν από τον κόσμο και θα μνημονεύονται για πολύ καιρό ακόμα, δείχνοντας ότι οι PRIEST έχουν ακόμα αρκετό καύσιμο στο ντεπόζιτο. Πέραν των ήδη γνωστών , υπάρχει το τίγκα “Defenders….” ομώνυμο κομμάτι, τα απίστευτα “Gates of hell” και “Sons of thunder” που βρωμούν και ζέχνουν Βρετανικό Ατσάλι, σε μια απλή και ενδεικτική αναφορά. Ακόμα και τα bonus κομμάτια μόνο παράταιρα δεν είναι , με το  “Fight of your life” για μένα να ξεχωρίζει με τις 70s αναφορές του.

Κλείνοντας, δύο επισημάνσεις αν μου επιτρέπεται. Η μία αφορά τον Richie Faulkner. ¨Όπως ο Scott Travis έδωσε την απαραίτητη ώθηση στους PRIEST στο “Painkiller”, το ίδιο κάνει και ο Faulkner από τη στιγμή που μπήκε στη μπάντα. Ο ξανθομάλλης κιθαρίστας δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται τόσο συνθετικά όσο και εκτελεστικά και μαζί του εξελίσσεται συνολικά η μπάντα, καταφέρνοντας να ακούγεται φρέσκια και ανανεωμένη. Η δεύτερη, αφορά τον απόλυτο Metal God, τον Rob Halford. Ο άνθρωπος είναι 72 χρονών και ακόμα το έχει ο αθεόφοβος. Προφανώς και δεν έχει κανείς την απαίτηση να τσιρίζει συνέχεια, όταν όμως το κάνει, ακόμα σκίζει γαλαξίες, ενώ το πάθος που βγάζει είναι συγκινητικό και συναρπαστικό συνάμα. Μόνο σεβασμός και δέος για αυτόν τον Τιτάνα.

Με το “Invincible shield” οι JUDAS PRIEST παραδίδουν σεμινάρια για το πώς μια τεράστια μπάντα με τόσα χρόνια καριέρας στην πλάτη μπορεί να κυκλοφορεί ακόμα φοβερούς δίσκους. Μαζί με τους SAXON βάζουν τα γυαλιά σε νεότερες μπάντες αλλά και σε μπάντες της γενιάς τους που κυκλοφορούν αναμασήματα. Σε τελική ανάλυση, HEAVY METAL ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟ , ή μήπως τελικά αυτοί το κάνουν να είναι;  Όπως και να έχει το πράγμα, μιλάμε ίσως για τον καλύτερο Heavy Metal  δίσκο της χρονιάς.

THE PRIEST IS BACK ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ!

9 / 10

Θοδωρής Κλώνης

Αναφορικά με τα μεγάλα και ιστορικά συγκροτήματα του metal έχω μία συγκεκριμένη φιλοσοφία για την τρέχουσα δισκογραφική τους παρουσία. Αυτοί οι γίγαντες εδώ και 50 χρόνια έχουν προσφέρει και με το παραπάνω μάλιστα, μουσική που δεν πρόκειται να ξαναβγεί όμοιά της. Οπότε όταν περιμένω μία καινούργια κυκλοφορία, αυτό που θέλω είναι να ακούσω ένα τίμιο άλμπουμ που να σέβεται την ιστορία τους.

Όταν φτάνουμε όμως στη περίπτωση των JUDAS PRIEST, οι νόμοι της φύσης απλά καταργούνται και αυτό διότι οι Βρετανοί δεν δισκογραφούν για να κάνουν απλά το καθήκον τους και το απερίγραπτο της υπόθεσης είναι ότι δεν βγάζουν μόνο απλά καλά άλμπουμ. Αντιθέτως κάθε νέα τους δουλειά πρόκειται για αριστούργημα. Μετά το πολύ καλό “Redeemer of souls”, το “Firepower” ήταν το άλμπουμ που μας έκανε να χάσουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οι JUDAS PRIEST, στην ηλικία που βρίσκονται, θα μπορούσαν να βγάλουν ένα αντίστοιχο άλμπουμ, που θα ξεχωρίζει τόσο για την ποιότητα του, όσο και για την δυναμική φρεσκάδα που πηγάζει από το αυθεντικό τους heavy metal.

Και όμως το κατάφεραν ξανά με το εμφατικό “Invincible shield”, που δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι JUDAS PRIEST γουστάρουν να υπηρετούν το heavy metal με το ίδιο μεράκι μέχρι το τέλος, αγνοώντας το πέπλο του χρόνου που έχει περάσει από πάνω τους. Αντ’ αυτού, κοιτούν επιδέξια το παρελθόν τους και το ενσωματώνουν με μαεστρία στις νέες τους συνθέσεις, με τέτοιο τρόπο όπου αναγεννούν το παραδοσιακό heavy metal και το κάνουν να ακούγεται φρέσκο και ζωντανό. Σε αυτό βοηθούν, πέρα από τον εξαιρετικό ήχο και την παραγωγή του “Invincible shield”, η τρομερή απόδοση του Halford αλλά και οι εξαιρετικές κιθάρες των Faulkner, Sneap και φυσικά του Tipton, ο οποίος παρόλα τα προβλήματα υγείας δεν συμμετέχει απλά, αλλά συνθέτει κιόλας!

Εν κατακλείδι το “Invincible shield” είναι ένα ακόμα άλμπουμ των JUDAS PRIEST που θα μείνει στην ιστορία, ως ένα σπουδαίο άλμπουμ. Τόσο για το γεγονός ότι ένα τέτοιο διαμάντι κυκλοφορεί στα 55 χρόνια ζωής του συγκροτήματος, αλλά και επειδή άλμπουμ όπως αυτό θα ακούγονται 20 και 30 χρόνια μετά, με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο που ακούμε σήμερα τα σπουδαία άλμπουμ του παρελθόντος του.

9 / 10

Δημήτρης Μπούκης

Ήρθε η ώρα που αρκετοί εξ ημών περιμέναμε όσο αφορά τα μουσικά δρώμενα στον χώρο της σκληρής μουσικής και δη στον κλασικό heavy metal. Αφού ακούσαμε ένα υπέροχο άλμπουμ από τους αγαπημένους SAXON που πλέον οδεύουν προς την δύση αλλά κρατούν ψηλά το κεφάλι και την σημαία για να δείχνουν τον δρόμο στους νεότερους. Αναμέναμε με ιδιαίτερη ανυπομονησία ένα άλλο αγαπημένο μεγαθήριο του χώρου, τους JUDAS PRIEST φυσικά, να μας δώσουν και αυτοί για μια ακόμη φορά τα δικά τους διαπιστευτήρια.

Πάμε λοιπόν αφού πρώτα τονίσω 2 πράγματα από μεριάς μου. Πρώτον ο βαθμός που θα μπει στο τέλος προφανώς και ανάλογα με τις ακροάσεις μέχρι το τέλος της χρονιάς ενδέχεται στο μυαλό μου να έχει αποκλίσεις μισού βαθμού προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Δεύτερον όπως μπορεί κάποιος να καταλάβει δεν είναι δυνατόν να έχουμε και την καλύτερη δυνατή αποτύπωση μιας δισκογραφικής δουλειάς όταν είμαστε αναγκασμένοι στην ουσία να περιοριστούμε σε 4 βαριά 5 ακροάσεις στα πεταχτά σε μόλις μιάμιση μέρα για να βγάλουμε άκρη. Σε αυτό φυσικά φταίει αυτός που δεν δίνει το υλικό κάποιες μέρες νωρίτερα για να μπορούμε και εμείς να έχουμε ένα κάποιο χρονικό περιθώριο να αφομοιώσουμε όσο μπορούμε καλύτερα τον όποιο δίσκο.

Ας μπούμε τώρα στο θέμα ξεκινώντας κάπως ανάποδα στην ουσία από ότι συνήθως σε ένα κείμενο, δηλαδή από το τελικό συμπέρασμα που βγάζω μετά τις ακροάσεις στο ”Invincible shield”, 19ο παρακαλώ άλμπουμ των τεράστιων JUDAS PRIEST. Ο δίσκος λοιπόν καταρχάς νομίζω πως είναι εξαιρετικός και όπως και οι SAXON, οι PRIEST βγάζουν μια δισκογραφική δουλειά που πολλοί νεότεροι συνάδελφοι τους θα παρακαλούν να κυκλοφορήσουν όχι την φετινή χρονιά, αλλά έστω 1-2 φορές στην καριέρα τους. Εξηγούμε δηλαδή πως το ”Invincible shield” ανήκει στα άλμπουμ που άνετα θα μπουν σε φετινές λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς και όχι άδικα αφενός, αφετέρου είναι ένα ακόμα εξαιρετικό άλμπουμ στην καριέρα του γκρουπ που δυστυχώς οδεύει και αυτή προς το τέλος μιας και μιλάμε για 70χρονους μουσικούς κατά βάση. Σημείωση, όσο περισσότερο μπορούμε να τους απολαύσουμε είτε δισκογραφικά είτε ζωντανά τόσο καλύτερο για εμάς. Από κει και πέρα όμως θα πω ό,τι κατά την γνώμη δεν φτάνει στο επίπεδο του προκατόχου του σε καμία περίπτωση, μιας και το ”Firepower” ήταν ένα άλμπουμ που κατά την ταπεινή μου άποψη είναι ένας από τους 5 κορυφαίους δίσκους της τεράστιας καριέρας τους. Έχοντας συμφωνήσει απόλυτα όταν κυκλοφόρησε με τον φίλο και καλό συνάδελφο Γιώργο Κουκουλάκη που τού είχε δώσει ένα 10άρι ακατέβατο.

Πάμε όμως και σε λίγο πιο εκτενή αναφορά στα του άλμπουμ που όπως είπα ”Firepower” μπορεί να μην είναι αλλά εξαιρετικός δίσκος είναι. Θα πω πρώτα από όλα για τα 4 πρώτα single που κυκλοφόρησαν, πως με βρήκαν με κατά βάση ανάμεικτα συναισθήματα. Τα 2 καλύτερα κατ’ εμέ ήταν το ”Trial by fire” και το ”Panic Attack με το πρώτο βέβαια να θεωρώ πως άνετα ήταν ένα από αυτά που βρίσκονται στα του ”Firepower” επίπεδα όντας ήδη από τα αγαπημένα μου του άλμπουμ. Το δεύτερο τώρα το θεωρώ λίγο πιο κάτω, όμως εκπληκτικά δυναμικό, συναυλιακό στο φουλ και τραγούδι που είτε ξεκινάς τα live σου με αυτό ως μπάντα είτε το βάζεις μετά από κάποια πιο χαλαρή στιγμή του set για να φουντώσει το γλέντι. Στα συν του δε και το γεγονός πως έχει πολύ από νοσταλγία μέσα του μιας και υπάρχουν πολλά σημεία κυρίως στα solos και στην γέφυρα που είτε θυμίζουν είτε δανείζονται μέρη από το ”Painkiller”. Από την άλλη δεν ενθουσιάστηκα με τα άλλα 2, προσοχή δεν τα θεωρώ άσχημα τραγούδια όμως σίγουρα κατώτερα των αναφερθέντων και σίγουρα πιο κάτω από τα τραγούδια του προκατόχου του ”Invisible shield”. Καθώς στο μεν ”Crown of horns” μολονότι είναι σχεδόν όλα του πολύ καλά, οι πολλές επαναλήψεις του refrain μέσα στο τραγούδι και ειδικά στο τελείωμα νομίζω πως κάπου χαλάνε το γλυκό. Θα μπορούσαν άνετα να λείπουν 45 δευτερόλεπτα με 1 λεπτάκι από το τραγούδι και όλα θα ήταν άψογα κατά την ταπεινή μου άποψη. Το δε ”The serpent and the king” μπορεί να έχει τα πάντα του καλά, riff, κουπλέ, γέφυρα, solos αλλά δεν έχει δυστυχώς refrain και εκεί χαλάει η σούπα, δυστυχώς πολύ φτωχό σε αυτόν τον τομέα.

Από εκεί και πέρα όμως στα υπόλοιπα τραγούδια η μοναδική στιγμή που βρήκα κάπως λιγότερο καλή στα δικά μου αυτιά ήταν το ”Escape from reality”, βέβαια με τις ακροάσεις στην πορεία της χρονιάς αυτό ενδέχεται να αλλάξει. Το μέρος που με ξένισε για να πω την αμαρτία μου, γιατί και αυτό κακό τραγούδι προφανώς και δεν το λες είναι μάλλον η γέφυρα στην μέση με το πάρα πολύ εφέ στα φωνητικά που ξαφνικά είναι σαν να παρεμβάλλεται ο Ozzy Osbourne μέσα στο τραγούδι στα καλά του καθουμένου. Στα υπόλοιπα τολμώ να δηλώσω απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, υπέροχα τραγούδια υψηλού επιπέδου όπως ακριβώς μας έχουν καλομάθει οι τεράστιοι JUDAS PRIEST. Το ομώνυμο ”Invincible shield” παρά τα σχεδόν 6μιση λεπτά του είναι ένας δυναμίτης και ήδη στα αγαπημένα μου του άλμπουμ, μαζί με το ”Trial by fire” που ανέφερα πιο πάνω. Εκεί παρέα τους βρίσκεται και το κλείσιμο του δίσκου με το ”Giants in the sky” , υπέροχο mid tempo heavy metal, με την επική του διάθεση, με τα υπέροχα solos του, με ένα από τα κορυφαία refrain στον δίσκο και με την υπέροχη στιγμή με τις ακουστικές κιθάρες μετά το solo.

Παρέα τους στις ήδη αγαπημένες μου στιγμές θα τοποθετήσω και το ”As God is my witness”, τραγούδι με τις κλασικές speed metal φόρμες των PRIEST, με riffαρες και με refain δυναμίτη. Από αυτά που ο αγαπημένος μου Kai Hansen ξεσηκώνει σε όλη του την καριέρα από το Βρετανικό μεγαθήριο του metal για να μας δώσει τους δικούς του ύμνους. Εκεί μαζί με αυτά θα βάλω και το ”Gates of hell”, τσαχπίνικο κολλητικό refrain, άκρως μελωδικό, ίσως μαζί με το επόμενο που θα αναφέρω οι πιο hard n’ heavy τύπου συνθέσεις που άνετα φέρνουν στο νου περίοδο ”Turbo”. Το ”Devil in disguise” λοιπόν είναι ένα εξαιρετικό μελωδικότατο τραγούδι με μια πολύ ωραία γέφυρα και εξίσου πολύ καλό refrain. Το εναπομείναν τραγούδι που άφησα για να αναφέρω στο τέλος είναι το κάτι λιγότερο από 3λεπτά ”Sons of thunder”, που αν και τραγούδι σφηνάκι που λέμε χαριτολογώντας είναι υπέροχο, με μια rock n’ roll βρώμικη διάθεση που δεν μας έχουν συνηθίσει, φυσικά με heavy metal περιτύλιγμα. Τραγούδι που άνετα θυμίζει περισσότερο τους εξίσου αγαπημένους συμπατριώτες τους SAXON και λιγότερο PRIEST, χωρίς φυσικά αυτό να χαλάει το γλυκό τουναντίον μπορείς να το πάρεις και σαν τιμή προς ένα έτερο και πολύ μεγάλο γκρουπ της γενιάς τους.

Στο τελείωμα πριν φυσικά να μπει ο βαθμός ας πω και 2 λογάκια για τα 3 bonus τραγούδια που έχουν επίσης κυκλοφορήσει μαζί με το ν δίσκο. Το πλέον καταρχήν αγαπημένο μου και αυτό που σίγουρα θα έβαζα μέσα στο άλμπουμ είναι το μοναδικό τραγούδι που δεν έχει γραφτεί από μέλος του γκρουπ. Αυτό είναι το ”The lodger” που έχει γραφτεί από τον κυριούλη που ακούει στο όνομα Bob Halligan Jr., αυτός που έχει γράψει κατά το παρελθόν για τους PRIEST τα ”(Take these) Chains” και ”Some heads are gonna roll”, ενώ έχει γράψει και το ”Twist” στο ”Resurrection” άλμπουμ του Halford. Το εν λόγω λοιπόν τραγούδι, μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και με έχει κερδίσει πραγματικά. Όχι μόνο γιατί είναι τραγούδι με πολύ καλό refrain, solos, γέφυρες, κουπλέ και τα λοιπά κλισέ που αγαπάμε και ξεχωρίζουν ένα καλό τραγούδι αλλά γιατί ενώ είναι τόσο διαφορετικό από τα συνηθισμένα μοτίβα των PRIEST ηχητικά είναι ταυτόχρονα και πάρα πολύ ταιριαστό με το γκρουπ. Προσωπικά για να εξηγούμε ακούω, πολύ soundtrack ατμόσφαιρα στο μοτίβο του τραγουδιού αλλά και κάποια έντονα QUEEN στοιχεία κατά βάση στις φωνές, έχω και εγώ τα κολλήματά μου. Τα άλλα 2 που είναι τα ”Fight of your life” και ”Vicious circle”, είναι και αυτά πολύ καλά τραγούδια και ίσως κάποιο από αυτά θα μπορούσε να βγάλει επίσης κάποιο από τα λιγότερα καλά τραγούδια του δίσκου έξω. Θα έκλεινα μάλλον στο ”Fight for your life” που είναι ένα πολύ δεμένο mid tempo τραγούδι με πολύ ωραία γέφυρα και refrain. Το ”Vicious circle”, νομίζω πως μολονότι είναι πολύ ωραίο up tempo τραγούδι με τα κλασικά στοιχεία των PRIEST και με πολύ δυνατά σημεία του στο κουπλέ και στο refrain, κλείνει κάπως απότομα και έχει μια αίσθηση κάπως ανολοκλήρωτου.

Γενικό συμπέρασμα φυσικά δεν έχει το έγραψα στην αρχή, οπότε το μόνο που θα πω είναι καλές ακροάσεις να έχουμε, με το καλό να τους δούμε το καλοκαίρι παρέα με τον αγαπημένο Bruce Dickinson και φυσικά τους ACCEPT μιας και καλό είναι να απολαμβάνουμε όσο μπορούμε τους αγαπημένους μας μουσικούς γιατί δεν θα βρίσκονται στην σκηνή για πάντα. Ένα μεγάλο μπράβο από εμένα λοιπόν στους λατρεμένους JUDAS PRIEST για το ”Invincible shield” μετά από αυτό που είπα για τους έτερους της παλιοφρουράς του heavy metal πριν από περίπου 2 μήνες SAXON και το δικό τους ”Hell, fire and damnation”.

8 / 10

Παναγιώτης “The Unknown Force” Γιώτας

Άντε να ξεκινήσεις τώρα, ένα κείμενο για την αγαπημένη σου Βρετανική μπάντα ΌΛΩΝ και μια από τις πέντε μεγαλύτερες σου λατρείες γενικά. Ο λόγος για τους JUDAS PRIEST. Ο ορισμός του κλασσικού heavy metal στο μυαλό μου (και όχι μόνο στο δικό μου). Σε όλες του τις μορφές και εκφάνσεις ανά τα χρόνια. Και είναι πολλά. Στρογγυλά 50 από το θρυλικό, πρωτόλειο “Rocka rolla” και 54 από όταν ιδρύθηκαν. Το πως αυτή η μπάντα παραμένει φρέσκια και σύγχρονη, είναι αντικείμενο προς μελέτη από συνοδοιπόρους και νεότερους εκπροσώπους του είδους. Τους δίνει δικαιωματικά και πανάξια, μια θέση στο κλειστό club με ανάλογους καλλιτέχνες – γερόλυκους.

Το φονικό “Firepower” είχε σημαδέψει το 2018 τη στρατιωτική μου θητεία, ενώ το είχα στείλει καρφωτό στη κορυφή της λίστας μου στο “ντεμπούτο” μου, ως συντάκτης του ROCK HARD. Ένας δίσκος που γενικά, αγκαλιάστηκε κάργα από σύσσωμο τον τύπο του χώρου μας. Έκτοτε, μεσολάβησε ένας covid, μια περιοδεία εορτασμού των 50 ετών που πήγε πίσω εξαιτίας αυτού, προβλήματα υγείας του Halford και του Faulkner (παραλίγο να αποβούν μοιραία – ευτυχώς τα πρόλαβαν!) και γενικά, πολλά και διάφορα. Και κάπως έτσι εγένετο….“Invincible shield”! Ένας δίσκος με το απλό και απέριττο εξώφυλλο του Mark Wilkinson, γεμάτο χρώματα, δίνοντας σου το στίγμα της μπάντας.

Από το μπάσιμο της υπέροχης τριπλέτας “Panic attack”/”The serpent and the king”/”Invincible shield” καταλαβαίνεις ότι πρώτον, δεν είναι “Firepower” part 2 (άλλωστε, πότε έκαναν δύο φορές τον ίδιο δίσκο οι PRIEST; – «ποτέ» είναι η μόνη αποδεκτή απάντηση) και δεύτερον, ότι οι γερόλυκοι γύρισαν πεινασμένοι. Όπως οι άπλες και παλιόφιλοι SAXON με το “Hell, fire and damnation” (σας τα έχει γράψει ο Γρηγόρης Μπαξεβανίδης αναλυτικά, προσυπογράφω), έτσι και εκείνοι, προσεγγίζουν το heavy metal που συνδημιούργησαν και όρισαν με φρεσκάδα, μοντέρνα αισθητική και εμπειρία του παλιού. Ακούστε π.χ. το αγαπημένο μου του δίσκου “As god is my witness”. ΤΙ RIFF-ΑΡΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΣ ΡΕ ΤΣΟΓΛΑΝΕ; Ή το “Sons of thunder”, πιο μασίφ ατσάλι από τη βιομηχανία του Birmingham πεθαίνεις!

Επειδή όμως, όπως είχα προβλέψει, δεν θα ήταν μονοδιάστατος ο δίσκος, να σου οι στιγμές που οι JUDAS PRIEST βγάζουν την πιο νοσταλγικά ροκάδικη και ενίοτε και λίγο πιο “ματζόρε” πλευρά τους. Το “Crown of horns” (που ήδη γνωρίζουμε) που ακούγεται σαν καρπός του “Evening star” και του “Worth fighting for” που μου έχει κολλήσει από τη πρώτη στιγμή στο μυαλό. “Gates of hell” ομοίως, με μια hard’n’heavy διάθεση ολκής (η εισαγωγική riff-άρα πηγάζει – νομίζω, αυτό είναι “καμένη” σημείωση μου – από ένα riff που συχνά έπαιζε στη ζωντανή εκτέλεση του “You’ve got another thing coming” o Ritchie), με μια ΜΕΛΩΔΙΑΡΑ στο ρεφρέν! Παίχτε το live που να πάρει, να ξεβιδωθούμε μέχρι τέλους της ζωής. Κάργα συναυλιακό υλικό γενικά, μιλάμε κομμένο και ραμμένο.

Τα “Trial by fire” (επίσης το γνωρίζουμε ήδη) και “Devil in disguise” στον αντίποδα, δείχνουν την 70s πλευρά της PRIEST-άρας, υπό το μοντέρνο πρίσμα αυτής, ενώ σε αυτή τη κατηγορία, μπαίνουν βεβαίως βεβαίως το “Escape from reality” και το εμφατικό κλείσιμο “Giants in the sky” που λήγει τη κανονική διάρκεια του δίσκου στα 53 λεπτά. Γιατί όσοι πάρουν την deluxe έκδοση, έχουν τρία ακόμα κομμάτια: το αλήτικο και απολαυστικό “Fight of your life” (άλλη “καμένη” – βλαμμένη σημείωση: “Fight for your life” ήταν η πρώτη ηχογράφηση του ΥΜΝΟΥ “Rock hard ride free”) το τούμπανο mid-tempo “Vicious circle” και το στοιχειωτικό “The lodger” με την υπέροχη “A touch of evil” αύρα του.

Δίσκος νούμερο 19 για τους JUDAS PRIEST, θα περίμενε κανείς ότι στα 70+ τους, θα άραζαν να πιούν τσαγάκι κάπου στο Birmingham. Έλα όμως που με αύρα πρωταθλητή του είδους, δείχνουν στις νεότερες μπάντες τι σημαίνει να ωριμάζεις σαν το παλιό καλό κρασί, καθώς και το να κοιτάς στα μάτια αυτές τις μπάντες, ακόμα κι αν αυτές έχουν τα μισά σου και κάτω χρόνια. Μεγάλη υπόθεση να έχεις μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι τέτοια μακροζωία, αρχοντιά και εν γένει διάθεση να δώσεις σπουδαία κομμάτια στους οπαδούς σου. Κομμάτια, που αν με ρωτάτε επί προσωπικού, ανυπομονώ να ακούσω έστω ορισμένα από αυτά, στην εμφάνιση τους φέτος στο Release Athens festival.

THE PRIEST IS BACK, LONG LIVE THE PRIEST!

8,5 / 10

Γιάννης Σαββίδης

Χρόνια είχα να ενθουσιαστώ μ’ ένα νέο άλμπουμ των JUDAS PRIEST στα 00. Δεν μου αρέσει να είμαι ελιτιστής ειλικρινά, αλλά στη περίπτωση των PRIEST επιστρέφω επανειλημμένως στα 70s όχι μόνο γιατί είναι ο ορισμός του metal στην εξίσωση heavy metal, αλλά επειδή μιλάμε για μερικά από τα πιο εκλεπτυσμένα και καλογραμμένα heavy metal άλμπουμ στην ιστορία της σκληρής μουσικής εν γένει. Και μπορεί, ως παιδί των 90s, να έμαθα τους JUDAS PRIEST με το “Painkiller”, αλλά με τα χρόνια βρίσκω πως, όσο σημαντικός και αν ήταν ο δίσκος αυτός για το συγκρότημα αυτό και τόσα άλλα, με συγκινεί λιγότερο απ’ όσο στην εφηβεία μου. Από κει και έπειτα, σταμάτησα να παρακολουθώ τους PRIEST με το ενδιαφέρον μου κάπως να αναζωπυρώνεται με το “Firepower”. Και εκεί πάλι, ήμουν η εξαίρεση μιας και βρίσκω ακόμα και τώρα πως πατάει υπερβολικά πάνω στον ήχο και την γενικότερη νοοτροπία του “Painkiller” – ένα in your face heavy metal με τίγκα mastering.

Στο τελευταίο βίντεο στρογγυλής τραπέζης του Rock Hard, μπορεί να προσέξατε πως περίπου αυτά είχα να πω για το πρώτο single από το “Invincible shield”, το “Panic attack”, και πως συχνά δεν ξέρεις αν ακούς JUDAS PRIEST, PRIMAL FEAR ή GAMMA RAY. Αυτό που ξέχασα να πω ωστόσο ήταν πως, αν και έχει πολλές ομοιότητες στη δομή και τη νοοτροπία με το “Painkiller”, είναι πολύ πιο μελωδικό, επικό, εκλεπτυσμένο και με όμορφες διακυμάνσεις (καιρός ίσως να θυσιάσουμε τις ιερές αγελάδες;). Με το καλημέρα λοιπόν, το “Invincible shield” μας το διατυμπανίζει πως οι PRIEST εν έτει 2024 δεν ανακυκλώνουν απλώς το παρελθόν τους, αλλά κοιτάνε μπροστά. Ο Richie Faulkner παίζει μερικά από τα πιο ευφάνταστα, μελωδικά και πιασάρικα leads και σόλο που μας θυμίζουν γιατί είναι ένας από τους καλύτερους heavy metal lead κιθαρίστες της γενιάς του – όχι power, prog, thrash αλλά παραδοσιακός heavy metal κιθαρίστας. Το rhythm section όχι μόνο είναι στιβαρό και δεμένο, αλλά γκρουβάρει πολύ όμορφα και, χάρη στην εξαιρετική μίξη, νιώθεις το μπάσο του Ian HIll και την κάσα του Scott Travis να δίνουν τον παλμό. Και εδώ θα πω αυτό που όλοι πλέον έχετε συνειδητοποιήσει με περίσσια συγκίνηση: ο Rob Halford τραγουδάει όπως ο Metal God που ήταν πάντοτε, με τα ψηλά του να κατεβάζουν σαγόνια αλλά και με τα μεσαία και χαμηλά του σε άψογη κατάσταση. Και φυσικά να μην αμελήσουμε πως σε όλο το άλμπουμ αποδεικνύει ξανά γιατί είναι επίσης ένας από τους καλύτερους ερμηνευτές στο είδος, αναμειγνύοντας χαμηλά, μεσαία, ψηλά και γρέζο όπως πρέπει και με μέτρο. Ξεχνάς ειλικρινά πως είναι 72 χρονών.

Η συνέχεια όμως είναι ακόμα πιο καταιγιστική και κυριολεχτικά απίστευτη μιας και τα “The serpent and the king” και το ομώνυμο που ακολουθεί, είναι βγαλμένα κατευθείαν από τις χρυσές εκείνες στιγμές των 70s με ριφ που οι καλύτεροι μιμητές των PRIEST δεν μπορούν ούτε να φανταστούν και ένα songwriting με προσωπικότητα και την αυθεντική στάμπα των JUDAS PRIEST. Ο Halford εδώ κατεβάζει σαγόνια με τις κραυγές του αλλά παράλληλα τραγουδάει με έμπνευση και επαγγελματισμό. Στο “Invincible shield” ειδικά διακρίνω κάποιες αναφορές στο “Sinner” και μια γενικότερη “Stained class” νοοτροπία αλλά με τα δύο πόδια στο παρόν, σ’ έναν ήχο μοντέρνο και δυνατό (ίσως σε φάσεις πάλι over mastered). Σοκ και δέος και μια μεγάλη υπόκλιση στον Faulkner που γράφει και παίζει σαν γνήσιος μαθητής και όχι μιμητής. Μια παρόμοια αίσθηση είχα ακούγοντας το “Fight of your life” που εκπροσωπεί την mid tempo πλευρά των PRIEST, μ ένα songwriting που ρέει όμορφα προς το πιασάρικο ρεφραίν (το άλμπουμ είναι γεμάτο από δαύτα ειδικά στα mid tempo κομμάτια) και τα bluesy σόλο. Όσο για ένα κλείσιμο του ματιού, το “As God is my witness” έχει μια διάχυτη “Leather rebel” αύρα αλλά, και πάλι το τονίζω, για μένα είναι, αν όχι ισάξιο, καλύτερο από τον προκάτοχο, εξίσου καταιγιστικό αλλά πιο ενδιαφέρον και μελωδικό. Γενικά, η μπάντα έχει δουλέψει πολύ πάνω στη μελωδία στο “Invincible shield”, μελωδία που συναντάμε στη μουσική αλλά και στις φωνητικές γραμμές.

Μιλάμε επομένως για το καλύτερο ενδεχομένως άλμπουμ της μπάντας από το “Painkiller” και, γιατί όχι, από το “Defenders of the faith” (αυτό που είπα νωρίτερα για ιερές αγελάδες). Ποιος θα το περίμενε… Δεν γίνεται όμως να μην μιλήσω για κάτι που δεν παύει να μ’ ενοχλεί. Γιατί χρειάζεται να φορτώσουν έναν δίσκο που είναι ήδη front loaded με συνολικά 14 κομμάτια; Για παράδειγμα, το αργόσυρτο doomy “Escape from reality”, που θα μπορούσε να βρίσκεται στο άλμπουμ των ELEGANT WEAPONS, περισσεύει και ξεχωρίζει από τον σωρό όπως και το “The lodger” που κλείνει αμήχανα το άλμπουμ. Από κει και πέρα, το “Vicious circle”, ένα αρκετά κοινότοπο mid tempo PRIEST κομμάτι, θα μπορούσε επίσης να απουσιάζει ειδικά αφού ακούγεται σαν μια άτυπη συνέχεια του “Sons of thunder” το οποίο επίσης βρίσκω κοινότοπο και αδύναμο σε σχέση με ότι προηγήθηκε. Το “Giants in the sky” με την drop D κιθάρα, στα απαιτητικά μου αυτιά, ακούγεται παράταιρο (το ακουστικό σκέλος πάλι δεν είναι απαραίτητο θαρρώ). Βγάλτε λοιπόν τέσσερα-πέντε κομμάτια και θα μιλούσαμε για ένα άλμπουμ που αξίζει τουλάχιστον 9/10 αλλά, έτσι όπως έχει, θα πάρει ένα…

8 / 10

Φίλιππος Φίλης

Το μουντό Birmingham ήταν το μέρος που γέννησε δύο μπάντες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση αυτού που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας ως metal ήχο. Οι BLACK SABBATH ήταν η μία και οι JUDAS PRIEST η άλλη. Οι τελευταίοι μάλιστα από τα μέσα των ‘70s και για την επόμενη δεκαετία όρισαν 5-6 φορές αυτόν τον ήχο, μέχρι να κυκλοφορήσουν το 1990, το δίσκο εκείνο που όποιον κι αν ρωτήσεις ποιος θα μπορούσε να είναι ο απόλυτος heavy metal δίσκος, θα σου απαντούσε στο δευτερόλεπτο πάνω, “Painkiller”.

Αισίως οι «Ιερείς» κοντεύουν 55 χρόνια από τότε που σχηματίστηκαν σαν μπάντα και 50 από το ντεμπούτο τους. Και διάολε, ενώ τα περισσότερα μέλη του συγκροτήματος έχουν πατήσει τα 70 χρόνια ζωής, συνεχίζουν να ακούγονται σαν 20άρηδες, κάνοντας πολλούς σημερινούς πιτσιρικάδες να κοκκινίζουν από ντροπή. Το 2018 μας είχαν χαρίσει ένα εξαιρετικό δίσκο, το “Firepower”, το οποίο έχει αντέξει μέχρι στιγμής τη δοκιμασία του χρόνου, όντας ίσως ο πιο σημαντικός δίσκος της μπάντας τις τελευταίες δεκαετίες. Έχοντας έναν τέτοιο δίσκο στις αποσκευές τους ήταν αναμφίβολα τρομερή πρόκληση να γράψουν κάτι που είναι τουλάχιστον αντάξιό του.

Λοιπόν, σας έχω νέα! Οι PRIEST έθεσαν στους εαυτούς τους την πρόκληση και τα κατάφεραν και με το παραπάνω. Πατώντας πάνω στη «συνταγή» του “Firepower”, όπου χωρίς περιττούς πειραματισμούς ανακάτεψαν τα στοιχεία που τους χαρακτήρισαν μουσικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, με την τεχνοτροπία του “Painkiller”, επιστρέφουν στο μουσικό γίγνεσθαι με άλλο ένα δίσκο που θα μας αναγκάσει να μιλάμε για την πάρτη του για πολλά χρόνια ακόμα.

Την πρώτη γεύση την πήραμε τον περασμένο Οκτώβριο με το “Panic Attack” το οποίο ανοίγει και το δίσκο. Και δεν θα μπορούσε να ανοίγει με καλύτερο τρόπο το “Invisible Shield”, από ένα κομμάτι που φέρνει στο νου κάθε οπαδού τις καλύτερες μέρες της μπάντας. Το κομμάτι που ακολουθεί είναι πρωτοξάδερφο του “Freewheel Burning” και ακούει στον τίτλο “The Serpent and the King”. Γρήγορο, με ξυραφιαστά riffs, solos με γωνίες και με έναν Halford βγαλμένο από όνειρο, μας δείχνει ότι οι PRIEST δεν αστειεύονται. Στο ίδιο μοτίβο ακολουθεί κατά πόδας και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου. Στο “Devil In Disguise” η ένταση και οι ταχύτητες πέφτουν, με την μελωδία να παίρνει τα σκήπτρα, σε ένα όμορφο κατά τα άλλα κομμάτι. Τα “Gates Of Hell” και “Crown of Thorns” τα ονειρεύομαι ήδη live. Με τέτοια hooks και μελωδίες μπορούν να βάλουν φωτιά στις αρένες ανά τον κόσμο. Το “As God Is My Witness” ανεβάζει και πάλι το tempo με τα πανέμορφα riifs αλλά και με τις ala “Leather Rebel” διπλομποτιές του εξαιρετικού όπως πάντα Scott Travis. To “Trial by Fire” το είχαμε ακούσει προ καιρού και το είχαμε αγαπήσει, ενώ το doomy “Escape for Reality” δείχνει μια άλλη πτυχή των PRIESTs που δεν μας έχουν συνηθίσει. Το ρυθμικό “Sons of thunder” είναι συμπαθητικό, ενώ το groovy “Giants in the sky” κλείνει όμορφα έναν εξαιρετικό δίσκο.

Για τη μπάντα τι να πω; Αναρωτιέμαι πραγματικά πως ο Rob Halford καταφέρνει στα 72 του να ακούγεται τόσο δυναμικός και ασταμάτητος. Πραγματικό μυστήριο. Απολαμβάνεις όμως να τον ακούς, όπως και να έχει. Για το Richie Faulkner δεν έχω πολλά να γράψω. Το παλικάρι κατάφερε να ανταποκριθεί σε τεράστιες προκλήσεις με τον καλύτερο τρόπο και έχει αποδείξει τι αξίζει όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκεται στη μπάντα. Όταν παρέα με τον απίστευτο Glenn Tipton κάθονται και γράφουν κομμάτια που κόβουν ανάσες, όλο αυτό αποκτά άλλη βαρύτητα. Οι μεν Ian Hill και Scott Travis είναι ένα ονειρικό rhythm section, με τον τελευταίο να μας αναγκάζει κάθε φορά να μαζέψουμε το σαγόνι μας από το πάτωμα με την άρτια και δυναμική του απόδοση. Όλα αυτά συνθέτουν μια καλοκουρδισμένη μηχανή που ακούγεται ασταμάτητη και επικίνδυνη, με την εξαιρετική παραγωγή του σπεσιαλίστα στο είδος του, Andy Sneap να αναδεικνύει το υλικό και τη μπάντα.

Όποιος ακούσει το “Invisible Shield” θα καταλάβει αμέσως πως μιλάμε για ένα δίσκο διαμάντι. Οι JUDAS PRIEST απαλλαγμένοι από κάθε είδους άγχος ή κόμπλεξ μπήκαν στο studio για να περάσουν καλά, και αυτό ακούγεται εμφατικά στον διάδοχο του “Firepower”. Προσωπικά δεν περίμενα πως οι PRIEST θα μπορούσαν εν έτη 2024 να κυκλοφορήσουν έναν τόσο συμπαγή και ποιοτικό δίσκο. Το έκαναν όμως και προσέθεσαν άλλη μια μνημειώδη στιγμή στη θρυλική τους πορεία.

8,5 / 10

Θανάσης Μπόγρης

2024. Η μεταλλική σκηνή, έχει περάσει όλη υπό extreme κυριαρχία. Όλη; Όχι. Υπάρχουν ακόμα μερικά Βρετανικά χωριά, που αντιστέκονται. Αν κάποιος έλεγε, τα χρόνια του Νοστράδαμου, ότι οι PRIEST, θα έκαναν ένα come back σαν αυτό του “Firepower”, κατά πάσα πιθανότητα θα τον έλεγαν μάλλον ρομαντικό. Έλα όμως που τελικά, κάποια “γερόντια” ήταν ρομαντικότερα και το απέδειξαν περίτρανα. Και αν το “Firepower” θα μπορούσε να είναι αρκετό ώστε να συνεχίσουν να κρατάνε ψηλά το κεφάλι τους, οργώνοντας την υφήλιο, όχι, δεν σταμάτησαν εκεί.

2024 λοιπόν. Μια τερατώδους μεγέθους μπάντα, μια μπάντα που δεν έχει να αποδείξει απολύτως τίποτα και σε κανέναν, πέραν του εαυτού της, πιάνει την σημαία του αγνού, αυθεντικού Heavy Metal και ξεκινάει έναν πόλεμο ηχητικό. Έναν πόλεμο, προορισμένο να τον κερδίσει. Μπολιάζοντας γενιές μουσικών μέσα στη σύνθεση της, η παλιά φρουρά των Halford, Hill και Travis, μαζί με το νέο αίμα, τον απίθανο κ. Faulkner, παραδίδει μαθήματα προς κάθε κατεύθυνση.  Είναι Heavy Metal, είναι απλό και ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΑΙ. Οι Παπάδες, κουβαλώντας την άφθαρτη ασπίδα τους, κάνουν κυριολεκτικά “παπάδες”, σε ένα αξιοζήλευτο σύνολο τραγουδιών. Με τα δυο πρώτα single να μην είναι με τίποτα τα καλύτερα του άλμπουμ, το ομώνυμο, το απίστευτο, αφιερωμένο στους μεγάλους της σκληρής σκηνής R.J. Dio, Lemmy κτλ “Giants in the sky”, το “As God is my witness”… Συνθέτουν ένα σύνολο, να το πιείς στο ποτήρι. Ποιος άραγε, είναι “άξιος” να βαθμολογήσει έναν δίσκο των JUDAS PRIEST, ακόμα και κακό; Πολλώ δε μάλλον, κάτι τέτοιο, όπως το “Invincible shield”; Σίγουρα όχι ο ταπεινά γράφων τις  παραπάνω λέξεις. Ένα μόνο σχόλιο. Όσο οι MAIDEN, οι PRIEST  και οι SAXON είναι εκεί έξω, ούτε τα όνειρα, ούτε η εφηβεία μας θα πεθάνει ποτέ.

8,5 / 10

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here