Underground Halls Vol.134 (BODYFARM, LOVE GANG, MEGATON SWORD, OCEAN OF GRIEF)

0
313












«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: BODYFARM
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Ultimate abomination”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Edged Circle Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ralph de Boer – Μπάσο, φωνητικά
Alex Seegers – Κιθάρα
Bram Hilhorst – Κιθάρα
David Schermann- Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Merchandise
Instagram
Spotify
YouTube
Ξεκινάμε από την Ολλανδία, όπου βρίσκουμε τους death metallers BODYFARM, βετεράνους πια της ευρωπαϊκής ακραίας σκηνής, καθώς μετρούν δεκατρία χρόνια ζωής, τα οποία και μεταφράζονται σε δύο EPs και πέντε full length albums. Το πέμπτο και τελευταίο τους βρίσκει υπό νέα δισκογραφική στέγη (Edged Circle Productions), τιτλοφορείται “Ultimate abomination” και είναι αυτό για το οποίο θα μιλήσουμε εδώ. Τους βρίσκει επίσης με νέο line-up, αφού το ιδρυτικό μέλος Quint Meerbeek (τύμπανα) αποχώρησε, με αντικαταστάτη τον David Schermann και ο μέχρι πρότινος μπασίστας Alex Seegers πήρε τη δεύτερη κιθάρα, δίνοντας το μπάσο του στον τραγουδιστή Ralph de Boer. Σταθερά λοιπόν κουαρτέτο με διπλή κιθαριστική επίθεση οι Ολλανδοί και στο νέο album.

Οι BODYFARM είναι μεν death metal μπάντα, αλλά έχουν ένα πολύ μεγάλο ατού: είναι γεμάτοι μελωδίες, έχουν έντονο το thrash στοιχείο και τα φωνητικά τους δεν είναι αυτό που λέμε «βορβορώδη». Είναι brutal μεν, αλλά πιο… «φιλικά» στο μέσο αυτί. Επίσης οι παραγωγές τους ήταν ανέκαθεν ογκώδεις όσο και πεντακάθαρες, ποτέ δεν ακούσαμε κάτι το “sub standard”. Συνέπεια όλων αυτών, είναι η κυκλοφορία δίσκων τους οποίους μπορούν πολύ εύκολα να ακούσουν και να εκτιμήσουν και οι metalheads που ΔΕΝ είναι οπαδοί του ακραίου ήχου στην ολότητά του ή κατά προτεραιότητα. Τέτοιος είναι και το “Ultimate abomination”.

Death/thrash λοιπόν, στα χνάρια σπουδαίων του είδους, όπως οι ENTOMBED, οι BOLT THROWER, οι πανταχού παρόντες SLAYER, οι ASPHYX και οι DISMEMBER, με έντονη μελωδικότητα, πολύ ωραία ατμόσφαιρα, ταχύτατα, mid-tempo και αργά, επιβλητικά σημεία, oriental πινελιές, δυναμικά φωνητικά, μέχρι και χρήση κλασσικών οργάνων. Μάλιστα, θεωρώ πως τα δύο κομμάτια που διαφέρουν περισσότερο, δηλαδή το αργό “The swamp” και το εντελώς BATHORY “Sacrilege of the fallen” είναι και τα καλύτερα του album. Το τελευταίο δε, μάλλον δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, αφού στο album The coming scourge του 2013 οι Ολλανδοί είχαν διασκευάσει καταπληκτικά το “Enter the Eternal Fire” του Σουηδού «πατέρα» του black/Viking ήχου.

Οι BODYFARM δεν ξέρω αν μπορέσουν κάποια στιγμή να κάνουν το μεγάλο “breakthrough”. Κατά τη γνώμη μου και μετά από αυτόν τον δίσκο, το αξίζουν. Και αν όχι «μεγάλο breakthrough», τουλάχιστον αξίζουν να γίνουν μεγαλύτεροι στον χώρο τους. Στο πέμπτο τους πόνημα, ξεπερνούν δυσκολίες και τραγικά συμβάντα (ο θάνατος του αρχηγού Thomas Wouters) και καταθέτουν τις ως τώρα καλύτερές τους συνθέσεις, σε έναν δίσκο που λογικά θα συγκαταλέγεται στους εξέχοντες της χρονιάς, όταν έρθει η ώρα της αποτίμησης/ανασκόπησης. Extreme metalheads και όχι μόνο, ακούστε το!

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: LOVE GANG
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Meanstreak”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Heavy Psych Sounds
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Kam Wentworth – Κιθάρα, φωνητικά
Grady O’Donnell – Μπάσο
Leo Muñoz – Όργανο (Organ), φλάουτο
Shaun Goodwin – Drums
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
Instagram
YouTube

Denver, Colorado. Οι LOVE GANG κατάγονται από αυτά τα μέρη. Δεν έχουν ούτε πολλά, μα ούτε και λίγα χρόνια στην πλάτη τους, καθώς σχηματίστηκαν το 2015. Μπήκαν όμως σχετικά γρήγορα στα «βαθιά», ακολουθώντας τους WOLFMOTHER σε μια περιοδεία τους, το 2018, όπου αποκόμισαν εμπειρίες και γνώση και απέσπασαν άκρως κολακευτικά σχόλια. Έτσι, με γεμάτο «ντεπόζιτο», κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους “Dead man’s game” τον Οκτώβριο του 2019, σε συνεργασία με την Colfax Records. Και κάπου εδώ, τελειώνουμε με τις πληροφορίες σχετικά με το πρόσφατο παρελθόν και ετοιμαζόμαστε για μεγάλη φάπα…

…γιατί το Meanstreak μοιάζει με εκείνες που έριχνε ο θεός Bud Spencer στις ταινίες του με τον Terence Hill! Όπως λέει και το Δελτίο Τύπου, τούτο το album είναι «…μια αναδρομή στις χρυσές μέρες του rock, όταν οι ενισχυτές ήταν δυνατοί, τα μαλλιά ήταν μακριά και τα ναρκωτικά ήταν φτηνά!» Σε καμία περίπτωση δεν είμαστε υπέρ οποιασδήποτε μορφής ναρκωτικών ουσιών, εννοείται, αλλά καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται! Κιθάρες και πλήκτρα σε συνεχή «συνεργασία», το μπάσο «μπροστά», τύμπανα να χτυπούν με τρομερή δύναμη, φωνή άγρια, παθιασμένη, παντελόνια καμπάνες, μούσια και μουστάκια… τι άλλο να ζητήσω;

Ηχογραφημένο στο Austin του Texas με παραγωγό τον Gian Ortiz, το “Meanstreak” έχει μια θεϊκή αναλογική παραγωγή και έναν ήχο αγνό, ακατέργαστο και αυθεντικό. Πραγματικά, η μπάντα δείχνει να παίζει χωρίς καμία επιτήδευση και χωρίς το παραμικρό ίχνος υποκρισίας. Είναι σαν να ζει για αυτό που παίζει και να παίζει για να ζει! Boogie, σκληρό rock’n’roll, ψυχεδέλεια υποβόσκουσα ώστε να μη χαλάει το “in your face” ύφος της μουσικής, κάποια riffs που μοιάζουν με κλασσικά κι αγαπημένα μας και που θα σε αφήσω να τα βρεις μόνος σου, οι MOTORHEAD, BLUE CHEER, MC5 και SIR LORD BALTIMORE στο ίδιο προβάδικο… Ο παράδεισος του vintage rock!

Με οκτώ κομμάτια και 36 μόλις λεπτά διάρκεια, το “Meanstreak” ακούγεται «με μια ανάσα». Βασικά, αυτή σου αφήνει μόνο να πάρεις. Γιατί σε αρπάζει από τον λαιμό και σε χτυπά από τοίχο σε τοίχο σαν μικρή, πάνινη κούκλα. “Bad news baby, just what I need!” Έχω βγάλει αφρούς από το στόμα!

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: MEGATON SWORD
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Might & Power”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Dying Victims Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Uzzy Unchained – Φωνητικά
Chris the Axe – Κιθάρα
Seth Angel – Κιθάρα
Simon the Sorcerer – Μπάσο
Dan Thundersteel – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
Instagram
YouTube

«Τρίτωσαν» οι κυκλοφορίες για τους μυστηριώδεις Ελβετούς που ονομάζονται MEGATON SWORD. Η αρχή είχε γίνει με το ΕP, “Niralet”, στο οποίο μας τραγουδούσαν για την ομώνυμη, φανταστική χώρα. Είχε αφήσει τις καλύτερες των εντυπώσεων εκείνο το EP, είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση και είχε σηκώσει και τοποθετήσει πολύ ψηλά τον πήχη. Το πρώτο full length που ακολούθησε, με τίτλο Blood hails steelsteel hails fire, διατήρησε την όλη μυστικοπάθεια, η οποία παραμένει αναλλοίωτη ακόμη και σήμερα (όσον αφορά τα πραγματικά ονόματα των πέντε μουσικών) και ήταν ένα θετικό πρώτο βήμα, καίτοι αρκετά υποδεέστερο του EP. Ακολούθησαν και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις, που προσωπικά με απογοήτευσαν (θα τα πούμε αυτά παρακάτω ξανά) και κάπως έτσι φτάσαμε στο φετινό, δεύτερο full length “Might & Power”.

Ό,τι ακούσαμε στο “Blood hails steel – steel hails fire”, ακούμε και στο “Might & Power”: Επικό heavy metal που τα περιέχει όλα μέσα, από τους MANOWAR και τους ETERNAL CHAMPION μέχρι τους HAMMERFALL. Πολλά θα σου θυμίσει, αλλά ως εκεί γιατί ευτυχώς, επιρροές μόνο θα ακούσεις, κι όχι αντιγραφές. Τα θετικά του; Όπως και στις δύο προηγούμενες δουλειές των Ελβετών, έτσι κι εδώ, η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες είναι πολύ καλού επιπέδου και το rhythm section αποδίδει κι αυτό όπως πρέπει, με αρωγό μια πολύ αξιόλογη, για το στυλ, παραγωγή. Τα αρνητικά; Τα φωνητικά, που παραμένουν ο ορισμός του love or hate, η απουσία τραγουδιών που θα «αρπάξουν» τον ακροατή με την πρώτη ακρόαση και θα τον αναγκάσουν σε απανωτά repeats και τα συνθετικά “ups and downs” στην ροή του δίσκου. Εξακολουθεί το πρόβλημα που είχα παρατηρήσει στο “Blood hails steel – steel hails fire”, με κάποια κομμάτια να χάνουν λίγο τον προσανατολισμό τους. Τότε «ευθυνόταν» η «πολλή πληροφορία», τώρα θαρρώ πως το συγκρότημα πέφτει στην παγίδα του να ακουστεί “cult” και «ιδιαίτερο».

Θα είμαι όπως πάντα ειλικρινής και ευθύς. Μακριά από μένα η «λείανση» των όποιων «γωνιών», δεν είμαι τέτοιος «χαρακτήρας» ως συντάκτης και δεν πρόκειται να γίνω. Τούτων λεχθέντων, θα πω για μιαν ακόμη φορά πως οι MEGATON SWORD έχουν όπως φαίνεται, συγκεκριμένες δυνατότητες, από τις οποίες μπορούμε να περιμένουμε συγκεκριμένα πράγματα και απέχουν πολύ από τον χαρακτηρισμό «το νέο μεγάλο όνομα του επικού metal», που έσπευσαν να τους δώσουν κάποιοι και να τους αποθεώσουν. Επίσης, είναι μέχρι τώρα μια καθαρά studio μπάντα, γιατί υπό συνθήκες live, η απόδοσή τους πέφτει κατά πολύ. Δε ξέρω αν έχουν φτάσει το συνθετικό τους «ταβάνι», πάντως αν υπάρχει ακόμη περιθώριο προς τα πάνω, δε βλέπω ούτε σε τούτο το album να το φτάνουν. Δουλειά, δουλειά, δουλειά λοιπόν, τόσο στο studio, όσο και στην σκηνή. Εγώ, περιμένω να με διαψεύσουν, αν και δεν το νομίζω. Εσύ, αν είσαι τόσο «ταγμένος» στη φάση, ίσως το ευχαριστηθείς περισσότερο. Λυπάμαι, έχω συγκεκριμένα standards που οι MEGATON SWORD δεν τα πιάνουν και αυτή τη φορά, δε θα χαρίσω ούτε μισό βαθμό.

(6,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: OCEAN OF GRIEF
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Pale existence”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Rain Without End Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Άρης Νικολέρης – Πλήκτρα
Γιάννης Κοσκινάς – Μπάσο
Θωμάς Μότσιος – Τύμπανα
Φίλιππος Κολιοπάνος – Κιθάρες
Χαράλαμπος Οικονομόπουλος – Φωνητικά
Δήμητρα Ζαρκαδούλα – Κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
Twitter
Instagram
YouTube

Ξεκίνησαν το 2016, κυκλοφορόντας ένα όμορφο ΕΡ, το “Fortress of my dark self”, στο οποίο ήδη έδειχναν ότι θα ξεχώριζαν. Το δισκογραφικό τους ντεμπούτο, έγινε το 2018, οπότε και χάρισαν στη μουσική το εξαιρετικό “Nightfall’s lament”, την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους και μετά, μέχρι και φέτος σιώπησαν. Το 2023 και συγκεκριμένα στις 3 Μαρτίου, η παρέα από την Αθήνα, οι OCEAN OF GRIEF, θα κυκλοφορήσουν την νέα τους δουλειά, η οποία θα τιτλοφορείται “Pale existence” και η ανυπομονησία του γράφοντος ήταν τεράστια, μέχρι να ακούσει τις πρώτες νότες από το εναρκτήριο άσμα “Poetry for the dead”, αλλά παράλληλα είχε και μία ανησυχία. Είχε αγαπήσει πάρα πολύ το “Nightfall’s lament” και ήθελε οπωσδήποτε να δει μία ανάλογη συνέχεια από τους (δυστυχώς) συμπατριώτες μας (το δυστυχώς θα εξηγηθεί στην πορεία).

Το “Pale existence” ακολούθησε το “Dale of haunted shades”, που το ακολούθησε το “Unspoken actions”, κομμάτι το κομμάτι, τραγούδι το τραγούδι, οι OCEAN OF GRIEF έχτισαν μελωδίες, δημιούργησαν ατμόσφαιρα, γέμισαν τον χώρο με τις σφιχτοδεμένες, μελωδικές και παράλληλα πολύ βαριές μουσικές τους. Με τα βορβορώδη φωνητικά του Χαράλαμπου, με τα τύμπανα του Θωμά, με τις κιθάρες που κλαίνε της Δήμητρας και του Φίλιππου, με τα πλήκτρα του Άρη και το μπάσο του Γιάννη. Ναι, ονομαστική αναφορά σε όλους τους. Γιατί όλοι τους απέδωσαν τα μέγιστα. Γιατί το εξαιρετικό αυτό συγκρότημα που δηλώνω θαυμαστής του απερίφραστα (όχι δεν είναι οπαδικό, το αξίζουν και με το παραπάνω), έκανε ένα ποιοτικότατο “come back”, γεμάτο με όλα τα χαρακτηριστικά του… μελαγχολία, βάθος συνθέσεων, ύμνους στην μοναξιά που ζητά λύτρωση…

Πάμε όμως στο δυστυχώς της αρχής. Το να είσαι Έλληνας έχει τα θετικά και τα αρνητικά του, δεν είναι τίποτα από τα δύο της παρούσης για να τα κουβεντιάσουμε. Το να είσαι Έλληνας μουσικός της δικής μας σκηνής όμως, ανήκει στα αρνητικά. Αν οι OCEAN OF GRIEF ήταν Φινλανδοί ας πούμε, με αυτό το doom/death που παίζουν, θα ανήκαν ήδη σε μεγάλη δισκογραφική και πολλοί θα παραμιλούσαν με τις δουλειές τους. Τους το εύχομαι ολόψυχα.

(9 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here